Η ομιλία της Ι. Γαϊτάνη στη διάρκεια της συζήτησης του ν/σ για την Ιθαγένεια (8/7/15).

«Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι συ­νά­δελ­φοι,

με το παρόν νο­μο­σχέ­διο συ­ζη­τά­με για πολ­λο­στή φορά σε αυτό το Κοι­νο­βού­λιο για το ανα­φαί­ρε­το δι­καί­ω­μα των πο­λι­τών να είναι ξε­κά­θα­ρη η σχέση τους με το κρά­τος στο οποίο δια­βιούν -και στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, οι πο­λί­τες αυτοί είναι παι­διά- ένα δι­καί­ω­μα- απο­τέ­λε­σμα μα­ζι­κών αγώ­νων για δη­μο­κρα­τι­κές ελευ­θε­ρί­ες από τη σύ­στα­ση των κρα­τών, από την ήττα της από­λυ­της μο­ναρ­χί­ας και των υπη­κό­ων του βα­σι­λιά στην αστι­κή δη­μο­κρα­τία με τους πο­λί­τες να προ­στα­τεύ­ο­νται μόνο από το Σύ­νταγ­μα, από το 1947 που απο­στε­ρή­θη­καν την ελ­λη­νι­κή ιθα­γέ­νεια πε­νή­ντα χι­λιά­δες αντάρ­τες και αρι­στε­ροί ακτι­βι­στές ως πρό­σω­πα αντε­θνι­κώς δρώ­ντα, που κα­τέ­πε­σε το 1985, από το 1955 με το πε­ρι­βό­η­το άρθρο 19 –είναι γκα­ντέ­μι­κος αριθ­μός το 19- με το οποίο εξή­ντα χι­λιά­δες μειο­νο­τι­κοί της Θρά­κης παύ­ουν να είναι Έλ­λη­νες πο­λί­τες και το οποίο κα­ταρ­γεί­ται το 1998 μετά από διε­θνή κα­τα­κραυ­γή, από τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση που για πρώτη φορά το 2010 έρ­χε­ται ο νόμος Ρα­γκού­ση και απο­τε­λεί μια με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή τομή σε σχέση με το σκο­τει­νό πα­ρελ­θόν. 

Ο νόμος αυτός έδινε το δι­καί­ω­μα ιθα­γέ­νειας σε παι­διά, άνοι­γε ο δρό­μος για πο­λι­το­γρά­φη­ση ενη­λί­κων, έδινε το δι­καί­ω­μα του εκλέ­γειν και εκλέ­γε­σθαι και υπο­χρέ­ω­νε το κρά­τος να αι­τιο­λο­γεί τις αρ­νη­τι­κές απο­φά­σεις του. Η Δεξιά σε όλες της τις εκ­φάν­σεις –το ΛΑΟΣ τότε, η Χρυσή Αυγή μετά και φυ­σι­κά πίσω απ’ όλους η Νέα Δη­μο­κρα­τία- αντέ­δρα­σε με γε­νι­κό ξε­ση­κω­μό και με από­φα­ση του ΣτΕ το νο­μο­σχέ­διο –ένα νο­μο­σχέ­διο-ελ­πί­δα για χι­λιά­δες με­τα­νά­στες-κα­τέ­πε­σε ως αντι­συ­νταγ­μα­τι­κό.

Για την ελίτ αυτής της χώρας η ιθα­γέ­νεια ήταν πάντα ένα όπλο διαί­ρε­σης και εκ­μη­δέ­νι­σης των επι­κίν­δυ­νων εχθρών της και υπό αυτό το πρί­σμα πρέ­πει να βλέ­που­με πάντα αυτά τα νο­μο­σχέ­δια. Ακόμα και ο νόμος Ρα­γκού­ση, που τα­κτο­ποιού­σε ένα κομ­μά­τι εν­σω­μα­τω­μέ­νων με­τα­να­στών, δεν απέ­βλε­πε στη δη­μο­κρα­τία, αφού και αυτό ήταν ένα νο­μο­σχέ­διο δια­κρί­σε­ων και μό­νι­μων εξαι­ρέ­σε­ων. Απέ­βλε­πε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη διεύ­ρυν­ση της εξου­σί­ας της, σε μια εποχή που χρεια­ζό­ταν πε­ρι­στο­λή των δη­μο­κρα­τι­κών δι­καιω­μά­των για να επι­βλη­θούν τα μνη­μό­νια και, επει­δή δεν αρ­κού­σε η νο­μο­θε­σία, επι­στρα­τεύ­θη­κε ο ρα­τσι­σμός, ενι­σχύ­θη­καν τα φα­σι­στι­κά μορ­φώ­μα­τα, χρειά­στη­κε η κα­τα­στο­λή τής αστυ­νο­μί­ας και σή­με­ρα ανα­δει­κνύ­ε­ται η ισλα­μο­φο­βία.

Απέ­να­ντι στο μπλοκ της μαύ­ρης αντί­δρα­σης είναι τομή η πρω­το­βου­λία της Κυ­βέρ­νη­σης να επα­να­φέ­ρει το νο­μο­σχέ­διο για την ιθα­γέ­νεια, έστω και με χα­ρα­κτή­ρα τρο­πο­ποι­ή­σε­ων του προη­γού­με­νου νόμου.

Ξε­χνά­ει, όμως, τα πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, πα­ρα­μέ­νουν οι δια­κρί­σεις και η γρα­φειο­κρα­τία, κυρία Υπουρ­γέ, επι­μέ­νει στην επι­τυ­χή φοί­τη­ση και όχι απλώς στη φοί­τη­ση, ένα μέτρο τα­ξι­κό, ένα μέτρο που χτυ­πά­ει τα πιο φτωχά παι­διά των με­τα­να­στών, που φοί­τη­σαν, αλλά δεν τα κα­τά­φε­ραν ή πήραν το δρόμο της δου­λειάς για να θρέ­ψουν την οι­κο­γέ­νειά τους.

Και όλα αυτά για να μην συ­γκρου­στού­με με τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία του ΣτΕ. Ποιος, όμως, μας εγ­γυά­ται ότι δεν θα εκ­πέ­σει πάλι μετά την προ­σφυ­γή που έχει ήδη ανα­κοι­νω­θεί από τη Χρυσή Αυγή, δη­λα­δή τη Νέα Δη­μο­κρα­τία για να μην κρυ­βό­μα­στε;

Κυ­ρί­ες και κύ­ριοι Βου­λευ­τές, η μόνη εγ­γύ­η­ση για να υπάρ­ξουν όλα αυτά, για να μην εκ­πέ­σει, είναι οι μα­ζι­κοί αγώ­νες των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των με τα τα­ξι­κά τους αδέλ­φια, που ήρθαν κυ­νη­γη­μέ­να από τους πο­λέ­μους και τη φτώ­χεια που έχει επι­βά­λει ο πλού­σιος δυ­τι­κός κό­σμος, η μα­ζι­κή αντί­στα­ση ενά­ντια στα μνη­μό­νια, στην πο­λι­τι­κή λι­τό­τη­τας που η ευ­ρω­παϊ­κή ελίτ θέλει να επι­βά­λει σε όλη την Ευ­ρώ­πη και επί­σης η μα­ζι­κή αντί­στα­ση ενά­ντια στο ρα­τσι­σμό και το φα­σι­σμό που διαι­ρεί τους ερ­γα­ζο­μέ­νους σε Έλ­λη­νες και ξέ­νους και υπο­νο­μεύ­ει το μέλ­λον της Αρι­στε­ράς, της μόνης ελ­πί­δας των λαϊ­κών στρω­μά­των.

Η σα­ρω­τι­κή νίκη του «ΟΧΙ» από τους ανέρ­γους, τους φτω­χούς ερ­γα­ζό­με­νους και τη νε­ο­λαία έδει­ξε την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά τους να στη­ρί­ξουν την Κυ­βέρ­νη­ση να υλο­ποι­ή­σει το πρό­γραμ­μά της, παρά το κλεί­σι­μο των τρα­πε­ζών, τον εκ­φο­βι­σμό για μα­ζι­κές απο­λύ­σεις, την ασύ­στο­λη προ­πα­γάν­δα, που μι­λού­σε για πείνα, έλ­λει­ψη στα φάρ­μα­κα και στα καύ­σι­μα. Αυτή η μα­ζι­κή επι­μο­νή τού «ΟΧΙ», ως ρητή εντο­λή για ρήξη με τη λι­τό­τη­τα, βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πη με το «ΝΑΙ» της άρ­χου­σας τάξης και των ανω­τέ­ρων με­σο­στρω­μά­των, αυ­τούς που κέρ­δι­σαν από τα μνη­μό­νια, αυ­τούς που έχουν συμ­φέ­ρο­ντα από τα μνη­μό­νια.

Αυτή η στή­ρι­ξη δεν είναι αμε­λη­τέα και δεν πρέ­πει να την υπο­τι­μή­σου­με ούτε και να την απο­γοη­τεύ­σου­με, όπως επί­σης και τη διε­θνή αλ­λη­λεγ­γύη, η οποία ήταν με­γά­λη.

Μπο­ρού­με να αρ­χί­σου­με με βελ­τιώ­σεις από αυτό το νο­μο­σχέ­διο. Κα­νέ­να παιδί που δεν πέ­τυ­χε στο σχο­λείο, παρά το ότι φοί­τη­σε, να μην απο­κλει­στεί. Κα­νέ­να παιδί που οι γο­νείς του έχα­σαν το δι­καί­ω­μα νό­μι­μης πα­ρα­μο­νής λόγω ανερ­γί­ας, κα­νέ­να παιδί που οι γο­νείς του δεν είχαν ποτέ το δι­καί­ω­μα νο­μι­μο­ποί­η­σης να μην βρε­θεί να ζει χωρίς πα­τρί­δα και χωρίς χαρ­τιά. Το «ίσα δι­καιώ­μα­τα για όλους» δεν πρέ­πει να πα­ρα­μεί­νει ένα σύν­θη­μα γιατί τώρα, κυρία Υπουρ­γέ, νο­μί­ζω ότι μπο­ρού­με.

Σας ευ­χα­ρι­στώ».

Ετικέτες