Σε ένα κλίμα αυξανόμενης έντασης, μέσα σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο (με 10 κοινοβουλευτικές ομάδες και 22 κόμματα) και υπό το φόβο μιας «αποστασίας» στο εσωτερικό του κόμματός του, ο αρχηγός του PSOE, Πέδρο Σάντσεζ, κέρδισε την ψήφο εμπιστοσύνης σε μια δεύτερη οριακή ψηφοφορία (167 υπέρ, 165 κατά και 18 αποχές).

Έγινε έτσι ο πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης συνεργασίας στην ιστορία της Δημοκρατίας μετά τον Φράνκο, η οποία, μέχρι τώρα, βασιζόταν στην κυβερνητική εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων. 

Η συγκυβέρνηση του PSOE με τους Unidas Podemos είναι αναμφίβολα μια ιστορική στιγμή, που συμβαίνει σε ένα πλαίσιο κρίσης του καθεστώτος, που εκδηλώνεται σε διάφορα μέτωπα. Κρίση στον κοινωνικό-οικονομικό τομέα, όπου η λιτότητα, που εγκαινιάστηκε από τον προηγούμενο Σοσιαλιστή πρωθυπουργό Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεζ Θαπατέρο τον Μάιο του 2010, οδήγησε την ισπανική κοινωνία να βρεθεί μεταξύ των πιο άνισων κι επισφαλών στην ΕΕ και οδήγησε στο ξέσπασμα του κινήματος 15Μ (καταλήψεις πλατειών) το Μάη του 2011. Κρίση στο θεσμικό πεδίο, όπου το δικαστικό σώμα λειτούργησε ως «κυβέρνηση δικαστών», όπου υπάρχει κρίση του συστήματος πολιτικής εκπροσώπησης και αμφισβήτηση του ρόλου της μοναρχίας. Αλλά και εθνική-εδαφική κρίση που δεν αφορά μόνο το καταλανικό ζήτημα, αλλά έφερε στο φως και το ζήτημα της «άδειας Ισπανίας» (ένα απέραντο κομμάτι της χώρας αντιμετωπίζει μια ισχυρή πληθυσμιακή ερήμωση).

Ο κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ του PSOE και των Unidas Podemos είναι άνευ προηγουμένου και γεμάτος αβεβαιότητες ως προς τη διάρκειά του. Προέκυψε μετά από δύο εκλογές (Απρίλη και Νοέμβρη 2019), που απέτυχαν να δώσουν σε κάποιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων αρκετές ψήφους, ώστε να σχηματιστεί μια σταθερή κυβέρνηση. Έγινε εφικτός χάρη σε μια συμφωνία ανάμεσα στο PSOE και τους Unidas Podemos, η οποία χρειάστηκε να κάνει συμφωνίες και με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Με το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (PNV), το Εθνικιστικό Μπλοκ της Γαλικίας (BNG), τους Nuevas Canarias (NC) και το Más País, το Compromís και το Teruel Existe, προκειμένου να δώσουν θετική ψήφο εμπιστοσύνης στον Πέδρο Σάντσεζ. Ενώ χρειάστηκαν επίσης συμφωνίες με τη Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας (ERC) και το EH Bildu («Ενωμένη Χώρα των Βάσκων»), ώστε να εξασφαλίσουν την αποχή τους και να επιτευχθεί η οριακή πλειοψηφία 167-165.

Η πιο σημαντική συμφωνία είναι μακράν αυτής με την ERC. Η κυβέρνηση δεσμεύεται να συγκροτήσει σύντομα ένα «Στρογγυλό τραπέζι διαλόγου» όσον αφορά την καταλανική «πολιτική διαμάχη» ανάμεσα στην ισπανική και την καταλανική κυβέρνηση, ώστε να εξετάσουν μια πιθανή συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε δημοψήφισμα της Καταλονίας σχετικά με το καθεστώς της.

Με άλλα λόγια, θα ξεκινήσει μια διαδικασία με ακαθόριστη έκβαση και μια υποχρεωτική ασάφεια ως προς το νομικό πλαίσιό της και τον ακριβή δρόμο που θα ακολουθήσει (βλ. Marti Caussa, «Η Συμφωνία ERC-PSOE: Επιτέλους η ώρα να κάτσουμε και να μιλήσουμε;» στο Viento Sur).

Αντίστοιχα το κείμενο που συνυπογράφηκε με το PNV είναι πολύ σημαντικό, καθώς υπερτονίζει την αναγκαιότητα να ληφθεί υπόψη η πολυεθνική πραγματικότητα του Ισπανικού Κράτους και, ακόμη, προβλέπει την υποχρέωση της κυβέρνησης να συμβουλεύεται εκ των προτέρων αυτό το κόμμα (που μην ξεχνάμε ότι είναι συντηρητικό, αλλά χωρίς δεσμούς με το καθεστώς Φράνκο και τους επιγόνους του) για κάθε πολιτική απόφαση που επηρεάζει τη Χώρα των Βάσκων, ειδικά στον οικονομικό τομέα.

Όλες αυτές οι συμφωνίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως σοσιαλφιλελεύθερες, συμβατές με τις υπαγορεύσεις των Βρυξελλών στον οικονομικό τομέα (στον τρόπο που το κυβερνητικό πρόγραμμα διαχειρίζεται ζητήματα όπως τα εργασιακά δικαιώματα, η υγεία και οι συντάξεις παραπέμπω στη σχετική αρθρογραφία στο Viento Sur) και ρεφορμιστικές όσον αφορά τα εθνικά-εδαφικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά ο συναγερμός που χτύπησε στην πλειοψηφία του κατεστημένου, έχει ενταθεί τις τελευταίες μέρες. Αυτό βρήκε αντανάκλαση στην κοινοβουλευτική συζήτηση για την ανάληψη καθηκόντων από την κυβέρνηση PSOE-UP και εκφράστηκε από την επιθετικότητα των τριών κομμάτων της Δεξιάς –το Λαϊκό Κόμμα, τους Ciudadanos και το Vox– και τον ανοιχτό ανταγωνισμό μεταξύ τους σε αυτή. Η παρουσία του ακροδεξιού Vox, που κατέλαβε την τρίτη θέση με 15%, αναμφίβολα έδωσε ώθηση σε αυτή την ενδο-δεξιά κούρσα πλειοδοσίας για την πιο ηχηρή καταγγελία της «επερχόμενης καταστροφής» και της «εθνικής προδοσίας» που ετοιμάζει ο Πέδρο Σάντσεζ.    

Αυτή η αντίδραση εκδηλώθηκε σε διαφορετικά μέτωπα: από την πλειοψηφία των ΜΜΕ και τη Διάσκεψη των Επισκόπων («Προσευχόμαστε για την Ισπανία»), μέχρι τις μεγάλες επιχειρήσεις και, κυρίως, τα δικαστικά ή και απλώς διοικητικά σώματα, όπως το Κεντρικό Εκλογικό Συμβούλιο (Junta electoral central-JEC). Το τελευταίο, την παραμονή της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης για τον ορισμό της κυβέρνησης, έκανε ένα τεράστιο βήμα κλιμάκωσης της ατμόσφαιρας της αντιπαράθεσης, αποφασίζοντας (με 7 υπέρ και 6 κατά) τον αποκλεισμό του προέδρου της καταλανικής κυβέρνησης, Joaquim Torra, από κάθε εκλεγμένη θέση ή κυβερνητικό αξίωμα. Ο Torra έχει καταδικαστεί, επειδή αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή να αφαιρέσει ένα πανό, που ζητούσε την απελευθέρωση των Καταλανών κρατουμένων. Στη συνέχεια, το JEC απαίτησε να παραμείνει στη φυλακή ο ηγέτης της ERC, Oriol Junqueras, παρά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τον αναγνωρίζει οριστικά –από κοινού με τον Carles Puigdemont και τον Toni Comín– ως ευρωβουλευτή [με την επακόλουθη ασυλία]. Το γεγονός ότι ήταν ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Πάμπλο Κασάδο, ο πρώτος που γνωστοποίησε την απόφαση για τον Τόρα, επιβεβαιώνει με καθαρότητα τη συμπαιγνία του δεξιού κόμματος με την πλειοψηφία του JEC στον στόχο να βάλουν εμπόδια της τελευταίας στιγμής στην επιλογή της ERC να απέχει από την ψηφοφορία.

Ωστόσο, όπως είδαμε, αυτή η κίνηση προκάλεσε το αντίστροφο αποτέλεσμα, καθώς οδήγησε σε συσπείρωση και «σφίξιμο των γραμμών» ανάμεσα στις δυνάμεις της «προοδευτικής συμμαχίας» απέναντι στη στρατηγική δικαστικού πολέμου. Το αντιδραστικό μπλοκ απειλεί να κλιμακώσει αυτή τη στρατηγική απέναντι στη νέα κυβέρνηση, όπως και την κινητοποίηση στους δρόμους και τη θεσμική παρεμπόδιση.  

Ακόμη μία φορά η ιερή ενότητα της Ισπανίας και... η ΕΤΑ

Όσον αφορά τη συζήτηση των τελευταίων ημερών για τη νέα κυβέρνηση, δεν απουσιάζουν κάποιες κριτικές της Δεξιάς απέναντι στα μετριοπαθή κοινωνικά-οικονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν (μερική κατάργηση της νεοφιλελεύθερης εργασιακής μεταρρύθμισης του Λαϊκού Κόμματος, αύξηση του κατώτατου μισθού, αύξηση κάποιων άμεσων φόρων στον πλούτο). Όπως δεν λείπουν και οι αναπόφευκτες αναφορές στη Βενεζουέλα του Τσάβες και τη μελλοντική παρουσία λαϊκιστών και κομουνιστών σε υπουργεία. Ωστόσο ο βασικός στόχος των καταγγελιών τους ενάντια στον ηγέτη του PSOE είναι η συμφωνία με τις εθνικιστικές δυνάμεις υπέρ της ανεξαρτησίας (κατά κύριο λόγο την ERC, αλλά και το EH Bildu).

Αξιοποιώντας τη ρητορική που ο ίδιος ο Πέδρο Σάντσες είχε αναπτύξει ενάντια στην καταλανική ανεξαρτησία (ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο), οι ηγέτες του αντιδραστικού μπλοκ τον κατηγορούν συντονισμένα ως «προδότη» της Ισπανίας και του Συντάγματος. «Ο εφιάλτης της κυβέρνησης Φρανκενστάιν», «Η Ισπανία μένει χωρίς νομιμόφρονη στο σύνταγμα σοσιαλιστική δύναμη», «Διαλύεται η εθνική κυριαρχία» είναι κάποιες από τις προειδοποιήσεις που εξαπολύει ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Πάμπλο Κασάδο.

Ακολουθείται από τον βουλευτή του Vox, Σαντιάγκο Αμπασκάλ, που –πέρα από τις γνωστές επιθέσεις του ενάντια στο φεμινισμό, την οικολογία ή τη μετανάστευση– επικαλείται και την ιστορία του PSOE πριν τον εμφύλιο πόλεμο του 1936, ώστε να καταγγείλει τους Σοσιαλιστές ότι με την κυβερνητική συμφωνία συνωμοτούν για πραξικόπημα. Αυτή τη φορά ο Αμπασκάλ πρόσθεσε στη λίστα των εχθρών και τον βουλευτή του Teruel Existe (Tomás Guitarte), ο οποίος έχει στοχοποιηθεί στα κοινωνικά δίκτυα και στην επαρχία του από μια καμπάνια που τον περιλαμβάνει στη λίστα με τους «προδότες της πατρίδας» εξαιτίας της πρόθεσής του να ψηφίσει υπέρ του Σάντσεζ. Μετά από αυτές τις δύο παρεμβάσεις, δεν έμεναν και πολλά για να προσθέσει η επικεφαλής των Ciudadanos (Ines Arrimadas), ενός σχηματισμού σε ταχύτατη εκλογική παρακμή. Πέρα από το να καταγγείλει την «ιδεολογική αντι-μεταρρύθμιση» που πιστεύει ότι θα προωθήσει η νέα κυβέρνηση στην εκπαίδευση, να συνεχίσει την παρανοϊκή κριτική όλων των εθνικιστικών δυνάμεων... που δεν είναι ισπανικές και να καλέσει τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του PSOE σε αποστασία.

Στη διάρκεια της ομιλίας της εκπροσώπου του EH Bildu (Mertxe Aizpurua) και της κριτικής της στον Βασιλιά Φίλιππο για την ομιλία του στις 3 Οκτώβρη 2017 (για την Καταλονία), αποκαλύφτηκε σε όλη της την ωμότητα η αντίληψη που έχουν τα δεξιά κόμματα για την ελευθερία της έκφρασης, όταν αντιμετωπίζουν μια επίθεση στον Φίλιππο τον Έκτο. Φάνηκε επίσης μια «νοσταλγία» τους για την ανενεργή πλέον ΕΤΑ (αυτοδιαλύθηκε επίσημα το Μάη του 2018), την οποία επικαλούνταν για να ποινικοποιούν την abertzale (βασκική) Αριστερά και να κατηγορήσουν τον Σάντσεζ ως συνεργό της τρομοκρατίας.      

Αντιμετωπίζοντας αυτές τις ομιλίες, ο ηγέτης των Σοσιαλιστών απέφυγε να εξηγήσει τους λόγους που άλλαξε στάση –σε σύγκριση με τη μέχρι πρότινος ρητορική του– και έκανε συμφωνία με τους Unidas Podemos και την ERC. Περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι, προκειμένου να αποφευχθεί μια τρίτη εκλογική διαδικασία και αντιμέτωπος με το «τείχος» που όρθωναν τα τρία δεξιά κόμματα, η μόνη εναλλακτική που του είχε απομείνει ήταν να επιδιώξει τον αριθμό των θετικών ψήφων στον οποίο τελικά έφτασε. Φυσικά, επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία του κειμένου που συνυπέγραψε με την ERC, κάνοντας σαφές ότι ο ίδιος επιδιώκει μια λύση «στο πλαίσιο του συντάγματος» και ότι συνεχίζει να απορρίπτει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.

Στο πλαίσιο αυτής της πόλωσης, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας επεδίωξε να προκαλέσει ελπίδες και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί το ρόλο του στις διαπραγματεύσεις. Επικαλέστηκε με δημαγωγικό τρόπο τα κοινωνικά κινήματα ως «αρχιτέκτονες της συμφωνίας», ανέφερε την πάλη για την κοινωνική δικαιοσύνη ως εναλλακτική στην ακροδεξιά και την «πολυεθνική Ισπανία» απέναντι στην «αντι-Ισπανία» του Vox. Ωστόσο, δεν αναγνώρισε όλα όσα υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει από το προεκλογικό πρόγραμμα των UP προκειμένου να αποδεχτεί τα όρια που επέβαλε το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης.  

Ήταν ο εκπρόσωπος της ERC, Gabriel Rufián, αυτός που δεν δίστασε να μιλήσει καθαρά για το γεμάτο αντιφάσεις παρελθόν του Πέδρο Σάντεζ και να παραδεχτεί ότι στην τρέχουσα συγκυρία, παραθέτοντας τα λόγια του Μπόρχες, «δεν είμαστε ενωμένοι από αγάπη, αλλά από τον φόβο» απέναντι σε μια «άγρια δεξιά». Προειδοποίησε ότι «εάν δεν υπάρξει το τραπέζι διαλόγου, δεν θα υπάρξει αυτή η κοινοβουλευτική περίοδος».

Από την άλλη, η Mireia Vehí από την CUP (Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας) ήταν η μόνη που άσκησε κριτική –από τα αριστερά– στο πρόγραμμα της κυβέρνησης συνεργασίας, καταγγέλλοντας ότι τραγωδίες όπως αυτές που συμβαίνουν στα νότια σύνορα της χώρας και στα κέντρα κράτησης αλλοδαπών (CIES) θα συνεχίσουν να υφίστανται. Υπενθύμισε στο PSOE ότι κάποτε, στα χρόνια προς το τέλος της περιόδου του Φράνκο, υποστήριζε και αυτό «το δικαίωμα όλων των εθνικοτήτων της Ιβηρικής στην αυτοδιάθεση». 

Στη δεύτερη και σύντομη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας δεν προέκυψαν πολλά νεότερα. Η Δεξιά συνέχισε να αρνείται το δικαίωμα στην κριτική προς τον Φίλιππο τον Έκτο με οποιονδήποτε τρόπο, να καταγγέλλει τη «σοσιαλιστική συνθηκολόγηση» απέναντι στους εθνικιστές και να επιτίθεται με οξύτητα στο δίκαιο αίτημα της Καταλανής βουλεύτριας Montserrat Bassa να απελευθερωθεί η αδερφή της, Dolors Bassa, μαζί με τους άλλους Καταλανούς πολιτικούς και κοινωνικούς εκπροσώπους που παραμένουν στη φυλακή.

Τέλος –και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς– οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο βουλευτής του EH Bildu, Oskar Matute, έκανε μια πολύ επίκαιρη αναφορά στον Γάλλο επαναστάτη Ντανιέλ Μπενσαΐντ, ο οποίος κρίνοντας την αγωνιστική του διαδρομή, κατέληγε: «Έχουμε κάνει λάθος ορισμένες φορές, ίσως και αρκετές φορές, και πάνω σε πολλά πράγματα. Όμως δεν κάναμε λάθος ούτε για την πάλη ούτε και για τους εχθρούς μας».

Ένα στενό μονοπάτι γεμάτο εμπόδια και πισωγυρίσματα

Μπαίνουμε λοιπόν σε μια νέα φάση, όπου η ανάληψη καθηκόντων από έναν νέο πρωθυπουργό δεν εγγυάται με κανέναν τρόπο την κυβερνησιμότητα ενός καθεστώτος, που συνεχίζει να αντιμετωπίζει μια δομική κρίση όχι μόνο στο επίπεδο του Κράτους, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η κυβέρνηση δεν αποβλέπει σε κάτι περισσότερο από το να ανακόψει ένα μέρος από τις κοινωνικές επιθέσεις που υλοποιήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Ακόμα και αυτό θα το επιχειρήσει μέσα στα πλαίσια των περιορισμών που επιβάλλει το άρθρο 155 του Συντάγματος [που επιβάλλει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό], περιορισμούς τους οποίους έχει ήδη επικαλεστεί και συγκεκριμενοποιήσει για το 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητώντας τη μείωση του ελλείμματος κατά 0,65% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει αυτόν τον περιορισμό, επιμένοντας σε μια φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία πάντως δεν θα φτάσει καν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο φορολόγησης και, πρωτίστως, με προοδευτικού χαρακτήρα μέτρα σε άλλα πεδία όπως αυτό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη (κατάργηση του «νόμου του φίμωτρου», νομιμοποίηση της ευθανασίας, ζητήματα ιστορικής μνήμης για τα χρόνια του Φράνκο, αντιμετώπιση της «ματσό» βίας). Σε αυτά θα προστεθούν ένα άτολμο πρόγραμμα ενεργειακής μετάβασης και κάποια διάθεση να «καναλιζαριστεί» η καταλανική διαμάχη μέσω διαλόγου.

Εντούτοις, παρά τη μετριοπάθεια που επαναβεβαίωσε ο Πέδρο Σάντσες στις τελευταίες του ομιλίες, το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, είναι ότι έχει απέναντί του μια δεξιά που είναι κυρίως φρανκικής προέλευσης και έχει μια κληρονομική-ιδιοκτησιακή αντίληψη για το καθεστώς. Αυτό εξηγεί τον φόβο της ότι ακόμα και μια μερική μεταρρύθμιση του καθεστώτος ως προς ένα από τα απαράβατα δόγματά της –την ενότητα της Ισπανίας, εννοούμενης ως του ενός μοναδικού έθνους μέσα σε ένα Κράτος τα σύνορα του οποίου είναι απαραβίαστα– μπορεί να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας για μια συνταγματική μεταρρύθμιση ή ακόμα και να πυροδοτήσει μια διαδικασία καθεστωτικής μεταβολής, στην οποία θεμελιακοί πυλώνες όπως η μοναρχία και οι κληρονομημένοι από τη δικτατορία αυταρχικοί θύλακες πρόκειται να αμφισβητηθούν.

Ακόμα και ένας φαινομενικά φιλελεύθερος αρθρογράφος της ισπανικής δεξιάς, ο José Antonio Zarzalejos, παραλλήλισε τη συμμαχία που συγκρότησε με τις άλλες εθνικιστικές δυνάμεις ο Σάντσες με το Σύμφωνο του Σαν-Σεμπαστιάν το 1930, που προηγήθηκε της πτώσης της μοναρχίας και της ανακήρυξης της Δημοκρατίας τον Απρίλιο του 1931. Θα μου άρεσε να ήταν έτσι τα πράγματα, δυστυχώς όμως η νέα κυβέρνηση δεν προτίθεται να οικοδομήσει ένα σενάριο ρήξης, όπως εκείνο που ξεκίνησε τότε. Η έγνοια της κυρίως είναι να μετριάσει την πολιτική αστάθεια και την κρίση κυβερνησιμότητας, η οποία αναμφίβολα θα συνεχίσει να δίνει τον τόνο στην πολιτική κατάσταση.

Έτσι, παρά τη μετριοπάθεια αυτής της νέας κυβέρνησης, θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε να απαντήσουμε στη στρατηγική έντασης την οποία υιοθετεί γρήγορα το αντιδραστικό μπλοκ, τη στρατηγική συνταγματικού πραξικοπήματος (όπως βλέπουμε ήδη με την προσπάθεια αποκλεισμού του προέδρου της καταλανικής κυβέρνησης), μια στρατηγική που τον τελευταίο καιρό εξαπλώνεται στη Λατινική Αμερική, με βάση την οποία η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίζεται ως «στερούμενη νομιμοποίησης».

Επανερχόμαστε έτσι στην παλιά συζήτηση για τη νομιμότητα και τη νομιμοποίηση, που αναβίωσε τις μέρες που ακολούθησαν την καταλανική σύγκρουση και σήμερα οι δεξιοί την επαναφέρουν για τους δικούς τους στόχους. Η Δεξιά το έχει ξανακάνει, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πιθανή εκλογική νίκη του Θαπατέρο, τον Μάρτιο του 2004, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στα τρένα της Μαδρίτης, με τον Αθνάρ να τις αποδίδει ψευδώς στην ΕΤΑ.

Για μια εναλλακτική Αριστερά: Τι να κάνουμε;

Επομένως, λόγω αυτού του περιβάλλοντος πόλωσης και ριζοσπαστικοποίησης της δεξιάς, δεν διαφαίνεται καμία δυνατότητα –βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον– για το PSOE να ελιχθεί μέσα στην ευμετάβλητη πολιτική γεωγραφία με τρόπο που θα του επιτρέψει να καταστήσει τις συμφωνίες με τους κυβερνητικούς εταίρους του συμβατές με αυτές που θα μπορούσε να συνάψει με το Λαϊκό Κόμμα και τους Ciudadanos στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το Κράτος. Παρ’ όλο που αναμφίβολα αυτό θα προσπαθήσει να κάνει, άμα καλμάρει η φουρτούνα.

Επίσης, παίρνοντας υπόψη τις ρητορικές και τακτικές μεταστροφές που έχει πραγματοποιήσει ο Σάντσες (και χωρίς να ξεχνάμε τις πιέσεις που θα του ασκηθούν μέσα στο ίδιο του το κόμμα, κυρίως από τις κομματικές βαρονίες των αυτόνομων περιφερειών) και την ηγεμονία που θα διαθέτει στη νέα κυβέρνηση το PSOE σε σύγκριση με το Unidas Podemos (που παραγκωνίζεται σε χαρτοφυλάκια εκτός των –βασιλικών– υπουργείων του Κράτους και είναι υποχρεωμένο να παραμένει νομιμόφρον και πειθαρχημένο, ακόμη και στις κοινοβουλευτικές του πρωτοβουλίες, σύμφωνα με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο που υπογράφηκε), δεν μπορούμε να έχουμε καμιά εμπιστοσύνη στο ότι αυτός ο «συνασπισμός προόδου» θα αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα το αντιδραστικό μπλοκ και τις οικονομικές δυνάμεις που το υποστηρίζουν.

Πρέπει να εστιάσουμε –όπως συμβαίνει ήδη στη Χώρα των Βάσκων όπου ανακοινώθηκε γενική απεργία για τις 30 Ιανουαρίου– στην επείγουσα ανάγκη να ανοίξει ένας νέος κύκλος αγώνων, που να βάζει στην ημερήσια διάταξη μια κοινωνική ατζέντα, οικολογική, φεμινιστική, αντιρατσιστική και αλληλέγγυα μεταξύ των λαών μας, η οποία να ξεπερνάει τα συστημικά όρια, που ο ίδιος ο Σάντσες θα αποδεχθεί από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του. Μια ατζέντα η οποία, παράλληλα, θα πρέπει να μην παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της απελευθέρωσης των πολιτικών κρατούμενων και από την ανυπακοή στους νόμους και τις δικαστικές αποφάσεις που πλήττουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας.

Όλα αυτά πρέπει να συνδυαστούν και να υποστηριχθούν με την ανοικοδόμηση μιας Αριστεράς που να μην είναι υποταγμένη στη νέα κυβέρνηση και που να επαναδηλώνει την ανάγκη να συνεχίσουμε να επενδύουμε τις προσπάθειες και τις ελπίδες μας σε ένα σχέδιο ρήξης με αυτό το καθεστώς και με τους κανόνες του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού.

Με λίγα λόγια, απέναντι στην απειλή ενός συνταγματικού πραξικοπήματος, που αποτέλεσε το ξεκίνημα αυτής της νέας φάσης, δεν υπάρχουν περιθώρια για μετριοπάθεια. Ακριβώς αντίθετα, θα πρέπει να οικοδομήσουμε ένα κοινωνικό μπλοκ των λαϊκών τάξεων, που να είναι διατεθειμένο να προσανατολιστεί προς μια διαδικασία αποκαθήλωσης ενός καθεστώτος στους κόλπους του οποίου θα δούμε να επανεμφανίζονται δυνάμεις που δεν είναι διατεθειμένες να επιτρέψουν ούτε καν τις άτολμες μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί η νέα κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση η οποία, παρεμπιπτόντως, θα κληθεί να απαντήσει στην απειλή πολέμου που έχει ανακινήσει ο Τραμπ στη Μέση Ανατολή, ο οποίος, γι’ αυτό το εγχείρημα, θα θελήσει αναμφίβολα να χρησιμοποιήσει στρατιωτικές βάσεις όπως η Ναυτική Βάση της Ρότα για άλλη μια φορά. Θα πρέπει τώρα να απαιτήσουμε να πει η κυβέρνηση Όχι στον πόλεμο, όπως φωνάξαμε ήδη στην αρχή αυτού του αιώνα ενάντια στο «τρίο των Αζορών» [συνάντηση Μπους, Μπλερ και Αθνάρ, τον Μάρτιο του 2003] κι αυτό να το πάμε μέχρι την οριστική συντριβή του πραγματικού επικεφαλής των τριών κομμάτων της δεξιάς: του Χοσέ Μαρία Αθνάρ.

* Ο Jaime Pastor είναι στέλεχος των Αντικαπιταλίστας στο Ισπανικό Κράτος, πολιτικός επιστήμονας και υπεύθυνος έκδοσης της επιθεώρησης Viento Sur.

Ετικέτες