Το κείμενο-κάλεσμα και το εισαγωγικό σημείωμα, δημοσιεύτηκαν στην Εργατική Αριστερά.
Οι ερχόμενες ευρωεκλογές είναι κρίσιμες. Οι κυβερνητικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου «ακραίου κέντρου», οι δυνάμεις που έχουν προκύψει μέσα από τη σύγκλιση της παραδοσιακής Δεξιάς της «ευρωπαϊκής ορθοδοξίας» με τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά της «ευρωπαϊκής μεταρρύθμισης», προσπαθούν να εμφανιστούν ως το αντίπαλο δέος απέναντι στην ανερχόμενη κι επικίνδυνη ακροδεξιά, που συνδυάζει την υποστήριξη στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις με το ρατσισμό, τον εθνικισμό, την απειλή στα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Ο εγκλωβισμός σε αυτό το δίπολο, αλλά και η υποτίμησή του, συνιστούν κρίσιμο πολιτικό λάθος. Είναι φανερή η ανάγκη εναλλακτικής κατεύθυνσης, που θα συνδυάζει την αναγκαία πολιτική καθαρότητα με μια συγκέντρωση δύναμης που θα διεκδικεί μαζικότητα και σοβαρότητα.
Όσοι και όσες πήραμε την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση υπογραφών πάνω στο πολιτικό πλαίσιο που ακολουθεί, υποστηρίζουμε ότι πρέπει να ανοίξει επειγόντως μια δημόσια συζήτηση για μια τέτοιου τύπου αντιμετώπιση των ευρωεκλογών, τόσο στο εσωτερικό του κινήματος στην Ελλάδα, όσο και σε σύνδεση με αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα πλαίσια του σχήματος «Τώρα, οι Λαοί», συγκεντρώνονται δυνάμεις όπως η Ανυπότακτη Γαλλία, οι Ποδέμος, το Μπλόκο στην Πορτογαλία, η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία, το Μέτωπο της Αριστεράς στη Σουηδία και το ομώνυμό του στη Φινλανδία. Πρόκειται για δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με το «παράδειγμα» Τσίπρα του 2015, που αμφισβητούν τον ευρω-ρεφορμισμό του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που θέτουν ως ελάχιστη βάση για τη συνεργασία τους τις πολιτικές ρήξης/απειθαρχίας/ανυπακοής απέναντι στις «καταστατικές» Συνθήκες της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Όσοι/ες ξεκινήσαμε εδώ αυτήν τη διεργασία, ξεκινάμε μέσα από τις γραμμές της ΛΑΕ. Δεν θέλουμε όμως να περιοριστούμε σε αυτές. Έχουμε μόνιμα υποστηρίξει την ανάγκη πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλων συλλογικοτήτων που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ διαφωνώντας με την «κωλοτούμπα» του 2015, άλλων οργανώσεων, κινήσεων και αγωνιστών-στριών της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Θεωρούμε ότι η πρόκληση των ευρωεκλογών συνιστά πεδίο όπου θα πρέπει να δοκιμαστεί μια ενωτική πρωτοβουλία της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Για αυτήν την αναγκαία συζήτηση προτείνουμε το παρακάτω πλαίσιο.
Η εφημερίδα Εργατική Αριστερά υποστηρίζει θερμά αυτήν τη προσπάθεια.
Η Συντακτική Επιτροπή της Ε.Α.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Στις χώρες της ΕΕ συσσωρεύεται σήμερα σε πρωτοφανές επίπεδο πλούτος και δύναμη στην πλευρά των κυρίαρχων, αλλά και αδικία, ένταση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης για τους εργαζόμενους/ες και τους λαούς.
Οι κυρίαρχες τάξεις αντιμετώπισαν την κρίση του 2008 επιμένοντας αταλάντευτα στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και στην πολιτική πυγμής απέναντι στις εργατικές και κοινωνικές αντιστάσεις. Πατώντας πάνω σε αυτό το «κεκτημένο» πέτυχαν μια ανάκαμψη που τροφοδοτείται κυρίως από την κατακρεούργηση των εργατικών-κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Μπροστά στις ενεργές αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και τις προβλέψεις για μια νεα ύφεση, προετοιμάζονται για μια ακόμα σκληρότερη οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Οι ήττες των εργατικών-λαϊκών κινητοποιήσεων, με εμβληματικά σημεία το ελληνικό 2015, την αντεπίθεση της δεξιάς στη Λατινική Αμερική, αλλά και την επιβολή καθεστώτων έκτακτης ανάγκης ακόμα και σε χώρες στο κέντρο του δυτικού καπιταλισμού, ενισχύουν στις καθεστωτικές δυνάμεις την πεποίθηση ότι τα προβλήματά τους θα περιορίζονταν στα ζητήματα των ανταγωνισμών και των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, οι αντιστάσεις απέναντι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην Μέση Ανατολή, οι κινητοποιήσεις στην Ουγγαρία και την Αλβανία αναδεικνύουν ότι ο παράγοντας της λαϊκής παρέμβασης βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο. Σε αυτό τον παράγοντα οφείλει να συγκεντρωθεί η προσοχή μας και να λογοδοτεί η δράση μας.
Η πολιτική έκφραση αυτού του κόσμου, μέσα στην περίοδο που ζούμε, οφείλει να δώσει απαντήσεις σε ορισμένα κεντρικά ζητήματα.
Η εμπειρία του ελληνικού 2015 αποδεικνύει ότι είναι απολύτως αδιέξοδη η στρατηγική της μεταρρύθμισης, της επιδίωξης της αλλαγής της ΕΕ «από τα μέσα». Ο εγκλωβισμός στην πολιτική «πάση θυσία στο Ευρώ» οδηγεί στην αποδοχή της κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας, στην υποβάθμιση του δικαιώματος των λαών να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους.
Η κοινωνική αντίσταση στη λιτότητα, αν θέλει να έχει ουσιαστικές προοπτικές νίκης, οφείλει να συνδυαστεί με την πολιτική ρήξης και ανατροπής απέναντι στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Η ριζοσπαστική αριστερά στην Ελλάδα έχει ειδικά καθήκοντα και υποχρεώσεις προκειμένου να υποστηρίξει αυτή την επιλογή μέσα στο γενικότερο ρεύμα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσα στις δυνάμεις –που μη έχοντας ανάλογες εμπειρίες σε εξίσου δραματικό επίπεδο- δεν κάνουν, ή δεν κάνουν ακόμα, αυτή την επιλογή με την αναγκαία σαφήνεια, παρά τα θετικά βήματα και διεργασίες που υπάρχουν στο φόντο της επίδρασης της ελληνικής εμπειρίας. Καθήκον ακόμα πιο σημαντικό στη συγκυρία, με δεδομένο ότι οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του σοσιαλφιλελευθερισμού, όπως και οι δυνάμεις του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Die Linke, ΚΚΓαλλίας κλπ), συντάσσονται με τις πολιτικές της ΕΕ και θεωρούν το ευρώ μονόδρομο, αφήνοντας ανοικτό το πεδίο να οδηγηθούν πλατιά λαϊκά στρώματα στον δήθεν αντισυστημικό πολιτικό λόγο της ακροδεξιάς.
Η πολιτική ρήξης και ανατροπής απέναντι στην ευρωζώνη και την ΕΕ οφείλει να συνδυάζεται με ένα μεταβατικό πρόγραμμα εργατικών-λαϊκών διεκδικήσεων που θα καταδεικνύει τη σκοπιά και την κοινωνική αναφορά από την οποία καθορίζεται αυτή η κεντρική επιλογή.
Ο στόχος της ανατροπής της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού είναι κομβικό σημείο αυτού του προγράμματος.
Η αύξηση των μισθών και των συντάξεων, η ανατροπή της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και η ενίσχυση της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, η μείωση της φορολόγησης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων μαζί με τη μείωση των άδικων έμμεσων φόρων (όπως ο ΦΠΑ και οι αυξήσεις των φόρων στα καύσιμα, το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα) είναι μια βασική διάσταση στην επείγουσα ανάγκη ανακούφισης των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων.
Η κατεύθυνση αυτή συμβαδίζει με την προσπάθεια ανατροπής των αντιδραστικών κεκτημένων που οι καπιταλιστές έχουν κατοχυρώσει τα τελευταία χρόνια. Η ανατροπή της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, η αύξηση της φορολογίας των κερδών και του μεγάλου συσσωρευμένου πλούτου, η πάλη για την κατάργηση των «ελευθεριών» μετακίνησης των κεφαλαίων, είναι εξίσου κεντρικά σημεία.
Αυτές οι επιδιώξεις συνδυάζονται άμεσα με τις πολιτικές απονομιμοποίησης/ διαγραφής του χρέους και τις πολιτικές με στόχο την κρατικοποίηση υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο του τομέα των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών.
Η ρήξη με την ΚΑΠ που οδηγεί στο μαρασμό και την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της υπαίθρου είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της διατροφικής επάρκειας προς όφελος όλων των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι κοινή πείρα πλέον ότι η πάλη για την ανατροπή της λιτότητας ταυτίζεται με την πάλη για την υπεράσπιση και ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή του δημοκρατικού δικαιώματος της κοινωνικής πλειοψηφίας να πάρει τις αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή της. «Θεσμοί» όπως η τρόϊκα, ρυθμίσεις όπως η έγκριση των κρατικών προϋπολογισμών από την Κομισιόν, ρήτρες των συνθηκών της ΕΕ που λειτουργούν στην κατεύθυνση της κοινωνικής και πολιτικής ισοπέδωσης, πρέπει άμεσα να τεθούν στο στόχαστρο και να ανατραπούν.
Στην περίοδο που πέρασε, η ΕΕ πήρε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την ίδρυση του Ευρωστρατού, την ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας, τη μεγέθυνση της ιμπεριαλιστικής παρουσίας της στην Αφρική, την ανατολική Ευρώπη και την ανατολική μεσόγειο. Είναι μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατεύθυνση που μας βρίσκει συνολικά αντίθετους. Ταυτόχρονα υποστηρίζουμε την ρήξη με το ΝΑΤΟ, που έχει αναγάγει σε πρωταρχικό σύμμαχο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το κλείσιμο των στρατιωτικών βάσεων, την απαγόρευση των υπό οποιοδήποτε πρόσχημα στρατιωτικών αποστολών στο εξωτερικό.
Οι ευθύνες της ΕΕ είναι τραγικές στις πολεμικές, οικονομικές και οικολογικές καταστροφές που έχουν ως αποτέλεσμα τα κύματα των προσφύγων. Υποστηρίζουμε ανεπιφύλακτα τα δικαιώματα των ανδρών, γυναικών και παιδιών που ζητούν άσυλο στο ευρωπαϊκό έδαφος, για να μπορούν να μετακινηθούν στις χώρες που επιθυμούν και να εργασθούν και να ζήσουν με ίσα δικαιώματα στις χώρες εγκατάστασής τους. Απαιτούμε την κατάργηση της ρατσιστικής συμφωνίας Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας, τη διάλυση της FRONTEX, την κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης που εγκλωβίζουν τους πρόσφυγες στα νησιά. Ανάλογα διεκδικούμε ίσα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα για τους μετανάστες, υποστηρίζοντας ιδιαίτερα τις πολιτικές ένταξής τους στο εργατικό κίνημα και τις οργανώσεις του στις χώρες υποδοχής.
Η απειλή της κλιματικής αλλαγής και η εν γένει υποβάθμιση του περιβάλλοντος στο όνομα μιας ανεμπόδιστης καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι μια πραγματικότητα, ιδιαίτερα αισθητή πλέον σε πολλές περιοχές. Είναι επείγοντα τα καθήκοντα για βαθειές αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας με στόχο να προληφθεί μια μεγάλη καταστροφή, τις συνέπειες της οποίας θα πληρώσουν κυρίως οι λαϊκές τάξεις.
Η περίοδος της κρίσης, οι κοινές πολιτικές αντιμετώπισής της με νεοφιλελεύθερα μέσα, η αποδοχή των ιμπεριαλιστικών θεσμών «παγκοσμιοποίησης» από όλες τις τάσεις του πολιτικού φάσματος άφησαν ανοικτό το πεδίο να αναπτυχθεί μια νεα διεθνής ακροδεξιά τάση, που στο όνομα του προστατευτισμού και της εθνικής αναδίπλωσης, ενισχύει ακόμα περισσότερο την εξουσία του κεφαλαίου χρησιμοποιώντας τα ίδια νεοφιλελεύθερα όπλα ενάντια στους εργαζομένους και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.
Το ρεύμα αυτό που κυριαρχεί σήμερα στις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Ουγγαρία, την Ιταλία λαμβάνει μέτρα για τη διάσπαση της εργατικής τάξης (θέτοντας στο στόχαστρο τους μετανάστες) και εγκαθιδρύει έναν αυταρχισμό ενάντια στο εργατικό κίνημα και κάθε εκδοχή της αριστεράς, ενώ διασπείρωντας στο κοινωνικό σώμα το ρατσισμό και το σεξισμό πλήττει βάναυσα τα δικαιώματα των γυναικών και της LGBTQ κοινότητας.
Το σύμφωνο Σαλβίνι-Λεπέν, υπό τις ευλογίες των συμβούλων του Τραμπ, προετοιμάζει μια επίθεση της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές. Ο χώρος αυτός πρέπει να αναγνωρισθεί ως θανάσιμος αντίπαλος όλων των κοινωνικών κινημάτων και οργανώσεων.
Ομως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες ότι το νεοφιλελεύθερο «ακραίο κέντρο» αποτελεί άμυνα κατά της ανερχόμενης ακροδεξιάς, όπως ισχυρίζεται πλέον ο Αλ.Τσίπρας, υποστηρίζοντας ανοικτά τη σύντηξη με τους σοσιαλδημοκράτες και τους πράσινους. Αντίθετα πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων και της ΕΕ στρώνει το δρόμο για την ανάπτυξη της ρατσιστικής και εθνικιστικής ακροδεξιάς και ότι μόνο μέσα από την αποτελεσματική πάλη ενάντια στις κυβερνήσεις του «ακραίου κέντρου» και της ΕΕ μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική πάλη ενάντια στην ακροδεξιά.
Γίνεται φανερό ότι οι Ευρωεκλογές μετατρέπονται σε μια σημαντική, αλλά και δύσκολη, μάχη άμεσα συνδεδεμένη με τα καθήκοντα ανασύνταξης του κινήματος και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Για την αντιμετώπισή της γίνεται απαραίτητη η μέγιστη εφικτή συγκέντρωση δυνάμεων. Αυτή η διάσταση είναι μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε κάθε σοβαρή προσπάθεια ανασύνταξης και τις αδιέξοδες και ανέξοδες συνήθειες του βερμπαλισμού και του σεχταρισμού.
Υποστηρίζουμε το συντονισμό και τη συνεργασία με πρωτοβουλίες που έχουν ξεκινήσει στο ευρωπαϊκό πεδίο, με στόχο να συνενωθούν δυνάμεις της Ριζοσπαστικής αριστεράς, σε ρήξη με το υπόδειγμα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, σε ρήξη με την πολιτική του ευρω-ρεφορμισμού.
Υποστηρίζουμε το συντονισμό, τη συνεργασία και τη συνένωση δυνάμεων μέσα στο ελληνικό κίνημα και την εδώ Ριζοσπαστική Αριστερά εν όψει των ευρωεκλογών, στη βάση της αντιπαράθεσης με την πολιτική της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, της αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό, το ρατσισμό και τον εθνικισμό, στη βάση της εκτίμησης ότι αυτά τα καθήκοντα μπορούν πράγματι να προωθηθούν μόνο με την πολιτική της ρήξης, της ανατροπής και αποδέσμευσης από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο καλούμε σε δημόσια συζήτηση και σε επείγουσα ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών