Η συζήτηση για «λύση» στο κυπριακό επιστρέφει. Στις 25 Νοέμβρη θα συναντηθούν «υπό την αιγίδα» του Γ.Γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, ο πρόεδρος της Κύπρου Ν. Αναστασιάδης και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί, στο Βερολίνο.
Ο Ν. Αναστασιάδης φρόντισε να υποβαθμίσει τις «προσδοκίες» από τη συνάντηση πριν αυτή πραγματοποιηθεί. Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ, απέδωσε την υποβάθμιση των προσδοκιών «στις διαφορές μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα» όπως και «στις παρεμβάσεις της Άγκυρας».
Παρ’ όλα αυτά ακόμα και η πρόθεση του Αναστασιάδη να παραστεί στην «τριμερή» ήταν η αφορμή για να ξεσπαθώσουν οι φωνές των αστέρων της «εθνικής δημοσιογραφίας» (φωνές, ως γνωστόν, στενά συνδεδεμένες με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών). «Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ακολουθεί την πολιτική “καλού παιδιού”», έγραψε ο Κ. Βενιζέλος, ενώ ο πιο σκληρός Μ. Ιγνατίου («εγκατεστημένος» στην Ουάσινγκτον) προειδοποίησε ότι «οι ελληνοκυπριακές ελίτ μετατρέπονται σε πεμπτοφαλαγγίτες…».
Η σχέση αυτών των προειδοποιήσεων με την πραγματικότητα είναι ελάχιστη. Στον προηγούμενο γύρο των συζητήσεων για «λύση» του κυπριακού στη βάση μιας κάποιας μορφής της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), στην περίοδο του Κραν Μοντανά, ο Ν. Αναστασιάδης, σε απόλυτη ταύτιση με τον Ν. Κοτζιά, φρόντισε να καταγραφούν στους διεθνείς οργανισμούς ως προϋποθέσεις για την έναρξη των συζητήσεων οι θέσεις της ελληνικής πλευράς, που επιδιώκει μέσω της διπλωματικής νίκης την αντιστροφή της στρατιωτικής ήττας του 1974 (απόσυρση του τουρκικού στρατού, ακύρωση των συνθηκών που προβλέπουν «εγγυητικούς ρόλους»). Και, αμέσως μετά, μαζί με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ακύρωσαν την έναρξη των συνομιλιών επί της ουσίας.
Ο Ν. Κοτζιάς σήμερα δηλώνει ότι η σταθεροποίηση των «κεκτημένων» από το επεισόδιο Κραν Μοντανά (δηλαδή η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και η κατάργηση των εγγυητικών δικαιωμάτων) πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο ενός «κινήματος» για την Κύπρο (εδώ μιλά η κάποτε «αριστερή» ψυχή του Κοτζιά), αλλά και των στρατιωτικο-διπλωματικών «τριγώνων»: Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος (εδώ μιλά η κυνική γλώσσα του πρώην υπ. Εξ. του ΣΥΡΙΖΑ).
Βλέπετε, η άποψη που λέει ότι σε κάθε γύρο συνομιλιών η ελληνοκυπριακή πλευρά βγαίνει χαμένη, ενώ η τουρκική πλευρά κερδισμένη, δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η πεποίθηση αυτή, που κυριαρχεί στα μυαλά ακόμα και αριστερών ανθρώπων, είναι προϊόν της (καλοπληρωμένης) κρατικής προπαγάνδας.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει ο άλλος παράγοντας που ανέφερε ο Αναστασιάδης, αυτός «των διαφορών στο εσωτερικό της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Ο Μουσταφά Ακιντζί, ένας σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, επέλεξε μια μείζονα διαφοροποίηση με την πολιτική του Ερντογάν, ουσιαστικά καταγγέλλοντας την τουρκική στρατιωτική εισβολή στη Συρία και εμμέσως παραλληλίζοντάς την με τις πολεμικές επιχειρήσεις του ’74 στην Κύπρο («και τότε αίμα έτρεξε, όχι νερό…»). Ο καθένας μπορεί να φανταστεί το τι σκάνδαλο θα είχε ξεσπάσει, αν οποιοσδήποτε ελληνοκύπριος πολιτικός με θεσμικό ρόλο είχε κάνει μια ανάλογα σκληρή δήλωση για όποια μείζονα επιλογή του ελληνικού κράτους. Όμως αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ...
Μετά από αυτή τη δήλωση, η Άγκυρα έχει διακόψει την «επικοινωνία» με τον Ακιντζί και, ενόψει των τουρκοκυπριακών εκλογών του Απρίλη του 2020, υποστηρίζει ανοιχτά τους αντιπάλους του. Η σύγκρουση αυτή ολοφάνερα αφορά διαφορετικούς προσανατολισμούς για τους χειρισμούς στο κυπριακό. Η πλευρά των υποστηρικτών του Ακιντζί (ας μην ξεχνάμε ότι είναι εκλεγμένος Πρόεδρος) δείχνει να δυσανασχετεί με τη «στασιμότητα» και περισσότερο με τα ενδεχόμενα διχοτόμησης, υποστηρίζοντας μια μεγαλύτερη ευελιξία στις διαπραγματεύσεις, ευελιξία που θα επιτρέπει να μένει ανοιχτή η προοπτική μιας ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παρ’ όλα αυτά εδώ ο «εθνικός χώρος» επέλεξε να επιτίθεται στον… Ακιντζί. Κράζει ο Ιγνατίου: «Άστε τι λέει στους ανόητους συνομιλητές του των ελεύθερων περιοχών. Τους δουλεύει κανονικά και τους έχει μετατρέψει σε πεμπτοφαλαγγίτες, που διασπούν το κυπριακό μέτωπο και υπόσχονται φούρνους με παξιμάδια…». Αυτή η ακραία απορριπτική θέση έχει πλατιά υποστήριξη μέσα στο κυπριακό κράτος, αλλά και στο ελληνικό υπ. Εξωτερικών.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, η αναβάθμιση της σημασίας των ΑΟΖ, οι ελληνοκυπριακές συμφωνίες με τις κολοσσιαίες πολυεθνικές εξόρυξης και –κυρίως– οι στρατιωτικές συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΕ) αλλάζουν θεμελιακά το συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή. Ανοίγουν τη δυνατότητα –μέσω της στήριξης των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων και λόγω της επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων– να μετατραπεί η στασιμότητα στο κυπριακό σε όπλο επιβολής «μαξιμαλιστικών» στόχων της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής πλευράς στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γράφει ο Άγγ. Συρίγος: «Ο κυπριακός ελληνισμός επιτρέπει στην Ελλάδα να προεκταθεί (σσ:!) στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, σε μια θαλάσσια περιοχή κρίσιμης σημασίας και από γεωπολιτικής και από γεωοικονομικής θεώρησης». Αυτή η καθόλου αμυντική στρατηγική της «προέκτασης» στην Ανατολική Μεσόγειο έχει ήδη επιβληθεί ως καθοδηγητική ιδέα στο πρόγραμμα εξοπλισμών των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων γενικά, αλλά ειδικότερα στο πολεμικό ναυτικό (φρεγάτες ανοιχτής θαλάσσης), τόσο επί Τσίπρα όσο και επί Μητσοτάκη.
Στο εσωτερικό της Κύπρου αυτός ο «μαξιμαλισμός» οδηγεί σε παιχνίδι με την προοπτική της διχοτόμησης, αυτή τη φορά ως ελληνοκυπριακή και ελλαδική επιλογή. Πολλοί δεν διστάζουν να αναφέρονται πλέον ανοιχτά σε αυτή (θεωρία της «βελούδινης διχοτόμησης»), ενώ οι περισσότεροι την προωθούν εμμέσως. Η απόρριψη κάθε προεργασίας επί Μακαρίου ή Χριστόφια που άνοιγε ένα δρόμο προς μια Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με ειδικές και ενισχυμένες προστασίες της μειονοτικής «συνιστώσας» (κάτι απολύτως φυσιολογικό σε μια χώρα όπου μεταξύ των δύο εθνικών κοινοτήτων έχει κυλήσει αίμα), στην ουσία ακυρώνει όποια εκδοχή Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Και αφήνει ως μοναδική προοπτική τη βελούδινη (ή όχι τόσο βελούδινη) διχοτόμηση.
Όμως ο μαξιμαλισμός σε αυτή την περιοχή έχει κοντά ποδάρια από γεωπολιτική άποψη. Η Τουρκία ήδη κινείται με πρωτοβουλίες για οριοθέτηση των ΑΟΖ μεταξύ των δικών της ακτών και της Λιβύης, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης. Οι πιο αξιόπιστοι αναλυτές του ελληνικού κράτους προειδοποιούν ότι κανένα Διεθνές Δικαστήριο δεν θα αναγνωρίσει στο Καστελόριζο μεγαλύτερη «επήρεια» στον καθορισμό των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο από ό,τι στις ακτές της ηπειρωτικής Τουρκίας. Έτσι όμως διακόπτεται η «γεωγραφική συνέχεια» των ΑΟΖ Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας και το σχέδιο εξαίρεσης της Τουρκίας από την κατανομή των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο μένει στον αέρα. Τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα είναι δύσκολο να παραβιαστούν μακροπρόθεσμα.
Στην Κύπρο η τουρκική πλευρά έχει τη δυνατότητα να παίξει, επίσης, το χαρτί της διχοτόμησης. Αναβαθμίζοντας την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού κράτους, προωθώντας εξοπλισμούς και στρατιωτικές βάσεις στο έδαφός του, απειλώντας με μια συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Β. Κύπρου. Το σενάριο αυτό ασφαλώς δεν είναι καθόλου «βελούδινο», αλλά, επίσης, δεν μπορεί καθόλου, μα καθόλου να αποκλειστεί.
Και κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά το ενδεχόμενο μιας αιφνίδιας αλλαγής στον προσανατολισμό και τις συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Μια στροφή του ευρωατλαντισμού υπέρ της επανασυμφιλίωσης με την Τουρκία (π.χ. μετά από ανατροπή ή κατάρρευση του Ερντογάν…) θα μετέτρεπε όλους αυτούς τους σχεδιασμούς σε κομμάτια και θρύψαλα. Το παράδειγμα του 1922 θα έπρεπε να είναι διδακτικό για όλους τους θερμοκέφαλους.
Ακριβώς επειδή υπάρχουν όλες αυτές οι περιπλοκές, η ελλαδική και κυπριακή πολιτική δεν είναι μονοδιάστατες. Ο Κοτζιάς, που προώθησε όσο κανείς τα ευρωατλαντικά «στρατηγήματα» στην περιοχή, έχει προειδοποιήσει ότι η σκληρή γραμμή του στα «εθνικά» είχε ως πραγματικό στόχο να επιβάλει τα μέγιστα των «κεκτημένων» ενόψει συνεννόησης, παρά να ακυρώσει τη συνεννόηση. Ο Σημίτης, με την περσινή δημόσια επιστολή του, προειδοποίησε ότι το «παιχνίδι» στην περιοχή έχει γίνει πολύ μεγάλο, με αποτέλεσμα η συνεννόηση μεταξύ των τοπικών «παικτών» να θεωρείται πλέον στοιχειώδης προϋπόθεση ρεαλιστικής προώθησης των εργασιών. Αυτά ισχύουν και για τον Αναστασιάδη.
Σε όλες τους τις εκδοχές, αυτές οι πολιτικές είναι επικίνδυνες. Ακόμα και «στρατόκαυλοι» αξιωματικοί προειδοποιούν ότι η συσσωρευμένη ένταση στην περιοχή και το ασταθές διεθνές πλαίσιο κάνουν έναν πόλεμο «εξ ατυχήματος» όλο και πιο πιθανό.
Τα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων είναι στον αντίποδα: στη συνειδητή πολιτική ειρήνης και συνεργασίας μεταξύ των λαών στην περιοχή και ειδικότερα στην Κύπρο στη συνειδητή και σταθερή πολιτική επαναπροσέγγισης από τα κάτω, σε αντίθεση με τις πρωτοβουλίες και τις παρεμβάσεις των ντόπιων κυβερνήσεων και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά