Σήμερα είναι φανερό ότι το ιμπεριαλιστικό σχέδιο των ΗΠΑ και ΕΕ, με την τοπική υποστήριξη ισχυρών στρατιωτικά κρατών όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, για τις εξορύξεις των υδρογονανθράκων της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου και τον υποθαλάσσιο αγωγό East Med, οδηγούν τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό σε παροξυσμό.

Η δημόσια συζήτηση για την πιθανότητα ενός «θερμού επεισοδίου» προετοιμάζει την κοινή γνώμη για μια νέα μεγάλη κούρσα εξοπλισμών και λειαίνει το έδαφος ακόμα και για το παρανοϊκό ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο κατώτερες των περιστάσεων είναι οι πολιτικές θέσεις σημαντικών τμημάτων της Αριστεράς επί του θέματος και κυρίως οι θέσεις του ΚΚΕ και της ΛΑΕ.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι θέσεις αυτές προέρχονται από μια κοινή ιδεολογική «μήτρα»: από ένα σύνολο αναλύσεων κι εκτιμήσεων που ενώ (ορθά) αναγνωρίζει τη σημασία του ιμπεριαλισμού, στη συνέχεια διαχωρίζει (μέσω της στρατηγικής των «σταδίων») τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα από την αντικαπιταλιστική πολιτική, που εισάγει στην εξέταση κάθε θέματος και τις «εσωτερικές», τις ταξικές, αντιθέσεις σε κάθε χώρα.

Τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΛΑΕ πέρασαν πρόσφατα μια σχετική πολιτική δοκιμασία: εστίασαν την κριτική τους στη συμφωνία των Πρεσπών στα ζητήματα του «αλυτρωτισμού» των γειτόνων μας, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τσίπρα για «ενδοτισμό» έναντι της… Βόρειας  Μακεδονίας. Η κριτική αυτή έχει ήδη γίνει κομμάτια και θρύψαλα από τις εξελίξεις (π.χ. την ανάληψη της προστασίας του FIR της Β. Μακεδονίας από την ελληνική πολεμική αεροπορία) ή τις δηλώσεις ακραιφνών εθνικιστών «μακεδονομάχων» (Μέρτζος: «Τι να φοβηθώ, βρε ηλίθιοι;»). Αυτή η πολιτική κατέληξε να βγάζει δικαιωμένο τον Τσίπρα, ενώ άφηνε σε σημαντικό βαθμό στο απυρόβλητο την «ψυχή» της συμφωνίας των Πρεσπών, που ήταν η επέκταση του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια, με αναγνωρισμένο έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ελληνικό κράτος και στους «δικούς μας» καπιταλιστές.

Η επανάληψη αυτής της πολιτικής στα πολύ πιο κρίσιμα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού έχει πολύ πιο σοβαρούς κινδύνους.

Τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΛΑΕ, μιλώντας για το Αιγαίο, επισείουν τον κίνδυνο για τη «ΝΑΤΟποίησή του». Πρόκειται για μια τζούφια προειδοποίηση, γιατί το Αιγαίο είναι από δεκαετίες πλήρως «ΝΑΤΟποιημένο», αφού η Ελλάδα και η Τουρκία είναι ιδρυτικά μέλη της λυκοσυμμαχίας του ΝΑΤΟ. Αυτό που αποκρύπτει αυτή η γενικολογία είναι ότι η «ΝΑΤΟποίηση», υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της ΕΕ, στα τελευταία χρόνια παίρνει μια πιο συγκεκριμένη μορφή, που ευνοεί την αναβάθμιση των συμφερόντων και του γεωπολιτικού ρόλου της ελλαδικής πλευράς, σε βάρος πάγιων θέσεων της Τουρκίας, ακόμα και σε βάρος των γεωγραφικών και πληθυσμιακών δεδομένων στην περιοχή.

Όποιος συνεχίζει να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει τη σημασία αυτής της «στροφής», είναι καταδικασμένος να μην επικοινωνεί με την πραγματικότητα: Τι σημαίνει η συγκρότηση του στρατιωτικού/διπλωματικού στρατηγικού «άξονα» Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου; Τι σημαίνει η ανάληψη της αξιοποίησης των «οικοπέδων» της κυπριακής ΑΟΖ από τους κολοσσούς όπως η Exxon Mobil, η Total, η Eni και η Noble Energy του διαβόητου πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι; Τι σημαίνει το «ρήγμα» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, που υπογραμμίστηκε με τρεις απόπειρες πραξικοπήματος; Τι σημαίνει ο πρωτοφανής «συνωστισμός» πολεμικών δυνάμεων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας στο έδαφος και στα νερά της Κύπρου;

Τόσο το ΚΚΕ, όσο και η ΛΑΕ (με διαφορετική διαβάθμιση και διαφορετική επιχειρηματολογία) αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας «εμπλοκής» των εργατικών και λαϊκών μαζών σε αυτόν τον ανταγωνισμό, που μπορεί να φτάσει και σε ένοπλη αναμέτρηση. Νομιμοποιητική βάση γι’ αυτή την πολιτική είναι δύο επιχειρήματα: α) Τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. β) Το Διεθνές Δίκαιο.

Στην ιστορία του αριστερού κινήματος, οι πολιτικές που οδηγούσαν σε εμπλοκή των λαϊκών μαζών σε ανταγωνισμούς ή και πολέμους υπό την ηγεσία της αστικής τάξης είχαν κάποιες πιο σοβαρές προϋποθέσεις: την άμυνα απέναντι σε εισβολή στη χώρα ή την αλληλεγγύη σε «αδελφούς» εθνικούς πληθυσμούς που είχαν εγκλωβιστεί σε άλλα εθνικά κράτη κ.ο.κ. Ακόμα και τότε υπήρχαν σοβαρότατα πολιτικά προβλήματα και κίνδυνοι διολίσθησης στο σοσιαλσωβινισμό, όπως π.χ. υποδεικνύουν οι αποκαλύψεις και οι αναθεωρήσεις της ΚΕ του ΚΚΕ σχετικά με τις συνέπειες του γράμματος του Ν. Ζαχαριάδη το 1940 και τους αποπροσανατολισμούς και τη σύγχυση που αυτό επέφερε στις γραμμές του ΚΚΕ, εγκαθιστώντας την πολιτική που οδήγησε στο Λίβανο και στη Βάρκιζα. Όμως η επίκληση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» είναι ένα μεγάλο ξεχείλωμα ακόμα και αυτής της αμφιλεγόμενης παράδοσης. Με βάση αυτή την επίκληση-λάστιχο, η Γαλλία π.χ. διατηρεί στρατιωτικές δυνάμεις σε 5 αφρικανικές χώρες. Οι εργάτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία δεν έχουν κανένα λόγο να αλληλοσφαγούν (ή να πληρώνουν επί δεκαετίες παράλογους εξοπλισμούς) για τα ποσοστά συμμετοχής των «εθνικών» αστικών τάξεων στα κέρδη της Exxon Mobil και της Total.

Εξίσου έννοια-λάστιχο είναι το Διεθνές Δίκαιο. Σήμερα δεν είναι λίγες οι προειδοποιήσεις που διαθέτουμε για την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εικόνα πλήρους κυριαρχίας που δίνουν οι διάφοροι «χάρτες» που κυκλοφορούν και στο τι μπορεί τελικά να σταθεί, αν οι διαφορές φτάσουν στο Διεθνές Δικαστήριο (κυρίως στο κρίσιμο σημείο της «πλήρους επήρειας» του Καστελόριζου στο μέγεθος της ελληνικής ΑΟΖ, αλλά και στην επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια σε μια «κλειστή» θάλασσα όπως το Αιγαίο…). Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ελληνικές κυβερνήσεις (από τον Σαμαρά ως τον Τσίπρα) έχουν επιλέξει τη μέθοδο της επιβολής τετελεσμένων σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και όχι την απλούστερη μέθοδο της επισημοποίησης των βλέψεων επί της ΑΟΖ που θα άνοιγε το δρόμο για μια κατάληξη στη Χάγη. Όπου φωνές όπως του Πάγκαλου, του Σημίτη ή του Ροζάκη έχουν προειδοποιήσει ότι τα αποτελέσματα θα ήταν κατά πολύ μικρότερα των προσδοκιών.

Το ερώτημα, λοιπόν, συγκεκριμενοποιείται. Τι στάση οφείλει να κρατήσει η Αριστερά μπροστά σε αυτή τη μέθοδο διεκδίκησης τετελεσμένων, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, με στόχο την αναβάθμιση της χώρας σε «στρατηγική» δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, οφείλει να συνδυάζει την απόρριψη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, την υπεράσπιση της ειρήνης ως μείζονος αγαθού για τις λαϊκές μάζες, την πολιτική της αντιλιτότητας μέσω της απόρριψης των εξοπλισμών. Και αυτή είναι μια απάντηση τελείως διαφορετική από ό,τι μέχρι σήμερα στήριξαν το ΚΚΕ και η ΛΑΕ.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντιιμπεριαλιστικής και αντιπολεμικής πολιτικής δεν πρέπει πλέον να υποτιμάται και μια «οικολογική» απόρριψη των εξορύξεων, της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, των φαραωνικών κι επικίνδυνων «μεγάλων έργων» όπως οι υποθαλάσσιοι αγωγοί. Η απειλή της κλιματικής αλλαγής δεν είναι ψέμα.

Η Αριστερά οφείλει, επειγόντως, να ξεδιπλώσει μια ανεξάρτητη πολιτική, που θα λογοδοτεί στα συμφέροντα των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων. Βασικά σημεία αυτής της πολιτικής, κατά τη γνώμη μας, είναι:

* Όχι πόλεμο για τις εξορύξεις και τις ΑΟΖ.

* Όχι στο ΝΑΤΟ και στον «άξονα» με το κράτος του Ισραήλ.

* Όχι στους εξοπλισμούς. Όλοι οι κοινωνικοί πόροι για τις κοινωνικές ανάγκες.

Για το ξεδίπλωμα αυτής της αναγκαίας παρέμβασης, στις νέες συνθήκες μετά τις εκλογές, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΛΑΕ οφείλουν να προχωρήσουν σε έναν βασικό πολιτικό επαναπροσανατολισμό. Η ΛΑΕ ήδη πλήρωσε, με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, το αντίτιμο της αυτοαπομόνωσής της από συγκεκριμένα ριζοσπαστικά-αριστερά «ακροατήρια», αναζητώντας «διευρύνσεις» προς την κατεύθυνση ενός ομιχλώδους εθνικού-πατριωτικού χώρου. Ήταν μια σκληρή προειδοποίηση για τους κινδύνους και τις ανεπάρκειες αυτού του λαθεμένου πολιτικού στίγματος. Που δεν πρέπει, υπό οποιοδήποτε πρόσχημα, να συνεχίσει να αναπαράγεται στις δύσκολες συνθήκες της περιόδου που έρχεται.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες