Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Κολομβία, αναδείχθηκε πρώτος ο Γκουστάβο Πέτρο, επικεφαλής ενός πλατιού συνασπισμού της Αριστεράς, συγκεντρώνοντας 8,5 εκατ. ψήφους και λίγο πάνω από 40%.
Θα αντιμετωπίσει στον δεύτερο γύρο τον Ροντόλφο Χερνάντεζ, έναν μεγαλοεπιχειρηματία, ανένταχτο «κεντρώο λαϊκιστή», υποψήφιο της σχετικά πρόσφατα ιδρυθείσας (από στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης) «Λίγκας Κυβερνητών Κατά της Διαφθοράς», που συγκέντρωσε 28,15% και αιφνιδίασε τους πάντες αφήνοντας έξω τον κοινό υποψήφιο της παραδοσιακής κομματικής Δεξιάς (Φεντερίκο Γκουτιέρεζ, 23,92%).
Ο Χερνάντεζ δείχνει να έχει εμφανώς μεγαλύτερη «δεξαμενή» δεξιών ψηφοφόρων που του δίνει σαφές πλεονέκτημα για το δεύτερο γύρο. Αλλά -όπως μας υπενθύμισε πρόσφατα και η Χιλή- δεν είναι πάντα υπόθεση «μεταφοράς των μπλοκ ψηφοφόρων» από τον ένα γύρο στον άλλο. Το πόσοι/ποιοι ψηφοφόροι θα συμμετέχουν ή θα απέχουν μπορεί να ανατρέψει τέτοιους υπολογισμούς.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση και το ποιος θα αναλάβει τελικά την προεδρία, το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας πολιτικός σεισμός.
Σκληρή Δεξιά
Η Κολομβία έχει χαρακτηριστεί ως το «Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής» για να περιγραφεί ο ρόλος της Κολομβίας ως «μαντρόσκυλο» των ΗΠΑ, ο σκληρός μιλιταρισμός της και ο σταθερά αντιδραστικός της προσανατολισμός. Διαθέτει μια έξαλλη «εμφυλιοπολεμική» (κυριολεκτικά) Δεξιά που έχει βάψει τα χέρια της με αίμα πολλών συνδικαλιστών, αγροτών ακτιβιστών, αριστερών αγωνιστών-στριών. Μαζί με την καταστολή, η κολομβιανή αστική τάξη είχε συγκροτήσει και μια «συντηρητική ηγεμονία» -υπήρξε η χώρα που είχε μείνει «ανέγγιχτη» και από την μαζική εξωκοινοβουλευτική αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και από το εκλογικό «ροζ κύμα». Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, καθώς η υπόλοιπη Λατινική Αμερική έβγαζε όρους όπως «τσαβίσμο» ή «λουλίσμο», στην Κολομβία γεννήθηκε ο όρος «ουριμπίσμο»: Ο Ουρίμπε μπήκε σφήνα στον παραδοσιακό αστικό δικομματισμό, υποσχόμενος να βάλει τέλος στον 50ετή εμφύλιο πόλεμο (με το αριστερό αντάρτικο FARC) με τη μέθοδο της αποφασιστικής στρατιωτικής νίκης. Κυβέρνησε για 10 χρόνια επιβάλλοντας ένα άγριο καθεστώς λευκής τρομοκρατίας.
Τον Ουρίμπε διαδέχθηκε ο Μανουέλ Σάντος, ο υπουργός Άμυνας αυτής της σκοτεινής περιόδου, υπεύθυνος σφαγών χιλιάδων αμάχων και… αρχιτέκτονας της ειρηνευτικής συμφωνίας με τις FARC. Ασφαλώς ο Σάντος δεν «είδε το φως» ξαφνικά, σαν άλλος Σαούλ που μεταστράφηκε σε Απόστολο Παύλο. Εξέφραζε τμήμα της αστικής τάξης (και πολυεθνικών εταιριών των ιμπεριαλιστών συμμάχων της) που ήθελε να τερματιστεί η παρουσία των FARC σε μεγάλο τμήμα των βουνών και της υπαίθρου, που παρέμενε «απάτητο» και συνεπώς… «ανεκμετάλλευτο». Ενδεχομένως, με την ιδιότητα του υπουργού Άμυνας να διαπίστωσε από πρώτο χέρι ότι αυτό δεν μπορεί να επιβληθεί στρατιωτικά. Το ρήγμα στις γραμμές της Δεξιάς ήταν σοβαρό και ο Ουρίμπε αποκήρυξε τον πρώην «εκλεκτό» του. Ο Ουρίμπε εξέφραζε ένα ολόκληρο δίκτυο παραστρατιωτικών ομάδων, επιχειρηματιών και των πολιτικών φίλων τους στη Δεξιά που επωφελούνταν (ιδεολογικά, πολιτικά, αλλά και οικονομικά) από τη συνέχεια αυτού του εμφυλίου χαμηλής έντασης.
Αυτό το στρατόπεδο κέρδισε οριακά το δημοψήφισμα (50,2% υπέρ της απόρριψης). Ο Σάντος «αναθεώρησε» το περιεχόμενο της συμφωνίας (προς το χειρότερο, για να ικανοποιήσει κάποιους πολιτικούς της Δεξιάς) και το πέρασε από το Κογκρέσο.
Τα κίνητρα του «στρατοπέδου της ειρήνης» δεν είχαν τίποτε το προοδευτικό, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν επέλυε κανένα από τα κοινωνικά προβλήματα που «τροφοδοτούσαν» τις γραμμές των FARC για δεκαετίες, ενώ και η τήρηση των συμφωνιών υπήρξε αρκετά μονομερής: Οι FARC αποστρατεύτηκαν, αλλά οι «Λευκοί» παραστρατιωτικοί και οι κρατικές δυνάμεις καταστολής συνέχισαν να τρομοκρατούν -τόσο την ύπαιθρο, όσο και τις πόλεις. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν στις εκλογές του 2018, ο Ουρίμπε πήρε τη ρεβάνς, με την εκλογή του σκληρού δεξιού «ουριμπίστα» Ιβάν Ντούκε στην προεδρία.
Κρίση της συντηρητικής ηγεμονίας
Όμως επιβεβαιώθηκε η μοναδική δυνητική αρετή αυτής της συμφωνίας: Αφαιρώντας το «βραχνά» ενός διαρκούς εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης που είχε επιβάλει μια «διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης», απελευθέρωσε ένα αριστερόστροφο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό. Στις εκλογές του 2018, βασικός αντίπαλος του Ντούκε αναδείχθηκε ο Πέτρο με 25%. Ηττήθηκε στο δεύτερο γύρο (όπου συγκέντρωσε 41,77%), αλλά ήταν η πρώτη φορά που μια υποψηφιότητα της Αριστεράς διεκδικούσε ρόλο διακριτού-ανταγωνιστικού πόλου, σπάζοντας την καταθλιπτική κυριαρχία κι εναλλαγή διαφορετικών εκδοχών ηπιότερης ή σκληρότερης Δεξιάς.
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν «προάγγελος» πολιτικοκοινωνικών διεργασιών στη βάση της κοινωνίας που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της θητείας Ντούκε. Στο φόντο των ευρύτερων λατινοαμερικανικών εξεγέρσεων του 2019-20 (Εκουαδόρ, Χιλή, Βολιβία, Περού), η Κολομβία αυτή τη φορά δεν έμεινε «ανέγγιχτη». Ξέσπασαν μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες, οι οποίοι κλιμακώθηκαν στην εξέγερση του Μάη του 2021, που αποτέλεσε τη μαζικότερη-μαχητική κινητοποίηση στην χώρα μετά το 1977 (και τη γενική απεργία που κατέκτησε το 8ωρο). Ο Ντούκε επιχείρησε να αντιμετωπίσει την κοινωνική αμφισβήτηση με βάση τα εμφυλιοπολεμικά εγχειρίδια, αλλά η καταστολή όξυνε την κρίση και την αντιδημοφιλία του. Το ότι δεν ανατράπηκε τότε –από τους δρόμους– έχει να κάνει με την αποκλιμάκωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών (αλλά και πολιτικών ηγεσιών όπως του ίδιου του Πέτρο, που πήρε αποστάσεις από την «αναταραχή»).
Ο Πιέτρο Λόρα Αλαρκόν, καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της ηγεσίας της Πατριωτικής Ένωσης (ένα αριστερό κόμμα που επανιδρύθηκε πρόσφατα, καθώς από την αρχική του συγκρότηση τη δεκαετία του ’80 και μετά έχει υποστεί δεκαετίες διώξεων, συμμετέχει σήμερα στον ευρύ συνασπισμό του Γκουστάβο Πέτρο), τις μέρες της εξέγερσης έκανε λόγο για «κρίση της ηγεμονίας του Ουριμπίσμο στην Κολομβία» και «τέλος διαδρομής».
Αυτό αποτυπώθηκε στις κάλπες της 29ης Μάη. Όπου η πρώτη θέση του Πέτρο και το 40% από τον πρώτο γύρο σε μια χώρα όπως η Κολομβία δείχνει την αριστερόστροφη μετατόπιση μαζικού τμήματος της κοινωνίας. Αλλά και όπου όλες οι φυλές της Δεξιάς, ενώ «έθαψαν το τσεκούρι του πολέμου» μπροστά στην αριστερή απειλή και συσπειρώθηκαν γύρω από τον Γκουτιέρεζ, έμειναν τελικά εκτός δεύτερου γύρου. Ο Χερνάντεζ προέρχεται ασφαλώς από τα σπλάχνα του συστήματος (επιχειρηματίας ο ίδιος και απόδειξη ότι για την αστική τάξη «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»). Αλλά η ανατροπή που πέτυχε ως «αουτσάιντερ» είναι ένα επιπλέον δείγμα της βαθιάς κρίσης της παραδοσιακής κολομβιανής Δεξιάς.
Ο Πέτρο έχει κάνει όλα τα -«γνώριμα» πλέον- βήματα διεκδίκησης της «κυβερνησιμότητας», όσο προσεγγίζει τη νίκη (προγραμματική μετριοπάθεια, προσέλκυση πολιτικών συμμάχων από τα δεξιά, κοινωνικό άνοιγμα στην αστική τάξη). Ωστόσο μια νίκη του στο δεύτερο γύρο μπορεί να προκαλέσει «μετα-σεισμούς». Σίγουρα συμβολικά, μιλώντας για μια «σκοτεινή» χώρα όπως η Κολομβία. Αλλά και πολύ πιο πρακτικά, για τον ίδιο λόγο. Υπήρξαν δημόσιες απειλές δολοφονίας του Πέτρο και προεκλογικές εκδηλώσεις που ακυρώθηκαν υπό το φόβο των παραστρατιωτικών. Το πώς θα αντιδράσει αυτή η εκδοχή κολομβιανής Δεξιάς σε πιθανή εκλογή του, όσο εγγυήσεις μετριοπάθειας κι αν δώσει, είναι ένα σκληρό ερώτημα. Αλλά σε κάθε έκβαση, το βασικό πολιτικό μήνυμα της κάλπης -η σοβαρή κρίση της πιο ισχυρής κι αδίστακτης Δεξιάς της υποηπείρου κι η εμφάνιση μιας μαζικής αριστερόστροφης κοινωνικής διάθεσης μέσα στο «κάστρο της περιφερειακής αντίδρασης»- δεν θα αλλάξει. Και -επίσης σε κάθε έκβαση- το ζητούμενο θα είναι αυτή η κίνηση προς τα αριστερά να ξαναπιάσει το νήμα της μαζικής-μαχητικής δράσης στους δρόμους…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά