Όπως συνηθίζει ο Αλ. Τσίπρας, προσπάθησε να απαντήσει σε μια εκρηκτική πολιτική συγκυρία με μια «θεαματική» τακτική-πολιτική κίνηση.
Η κατάθεση μομφής κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη Βουλή έμοιαζε να συγκεντρώνει όλα τα πλεονεκτήματα που αγαπά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ: έστρεφε τα φώτα της δημοσιότητας (έστω προσωρινά) στον εαυτό του, ενώ υποχρέωνε τα στελέχη του κόμματός του σε άμεση ευθυγράμμιση με τον «αρχηγό», παρότι είναι γνωστό ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει μια χαοτική συζήτηση που αφορά τη συνολική προοπτική και τη φυσιογνωμία του.
Βέβαια, οι «θεαματικές» τακτικές επιλογές έχουν και κόστος. Προσπαθώντας να δημιουργήσει «μεγάλο γεγονός» με την πρόταση μομφής, ο Τσίπρας επέλεγε ως προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης τη… Βουλή και θυσίαζε ευχαρίστως όλο το πολιτικό περιεχόμενο που έχει αναδείξει η συγκυρία: την κρίση που προκαλεί η σύμπτωση της πανδημίας, της ακρίβειας και της απίστευτης δοκιμασίας του κόσμου κατά το χιονιά της «Ελπίδας». Σε πείσμα των πολλαπλών υποσυστημάτων του καθεστωτικού σταρ σύστεμ, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να σκέφτεται πολιτικά. Κατανοεί ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων, της προτεραιότητας της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, της διαρκούς περικοπής των κοινωνικών δαπανών κ.ο.κ. Όμως διαισθάνεται ταυτόχρονα ότι οι ουσιαστικές απαντήσεις προϋποθέτουν σκληρούς αγώνες κι ανατροπές, που ξεπερνούν ποιοτικά τις λογοδιάρροιες μέσα στο κοινοβούλιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να καταθέτει καμιά άμεση ή μεσοπρόθεσμη πρόταση που να πείθει ότι είναι διατεθειμένος να επιχειρήσει τέτοιες ανατροπές, πήγε στη Βουλή και ζήτησε να φύγει η «κυβέρνηση των άχρηστων» και να αντικατασταθεί από μια συμμαχική «προοδευτική κυβέρνηση». Λες και μια συγκυβέρνηση Τσίπρα-Ανδρουλάκη θα έκανε κάτι ποιοτικά διαφορετικό σε σχέση με την ιδιωτικοποιημένη Αττική Οδό (που παρέμεινε ιδιωτικοποιημένη το 2015-19), ή με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ (που ιδιωτικοποιήθηκε το 2016), ή με τις κοινωνικές δαπάνες (που συνέχισαν να μειώνονται κατά την «πρώτη φορά Αριστερά»), ή με τους θηριώδεις εξοπλισμούς (που ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ ενέκριναν στη Βουλή) κ.ο.κ.
Εκλογοκεντρική αντιπολίτευση
Αυτή η απόσταση ανάμεσα στη «μορφή» της αντιπαράθεσης και στο πραγματικό «περιεχόμενο» της πολιτικής, ήταν βούτυρο στο ψωμί του Μητσοτάκη. «Πάντα τέτοια…» ευχήθηκε ειρωνικά ο Μάκης Βορίδης από το βήμα της Βουλής, υποδεχόμενος την πρόταση μομφής της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και όταν έσβησαν τα φώτα της τριήμερης συζήτησης στη Βουλή, παρέμεινε ως πολιτικό αποτέλεσμα ένα ολοστρόγγυλο μηδενικό. Και μια υπόμνηση της λαϊκής παροιμίας ότι «με πορδές δεν βάφονται αυγά».
Ο κύκλος των στελεχών γύρω από τον Αλ. Τσίπρα είναι πλέον ολοκληρωτικά υποταγμένος στην εικόνα που φιλοτέχνησαν για τον εαυτό τους (μαζί με τους αυλοκόλακες του συστήματος) το 2015-19. Όταν κυβέρνησαν με την ανοχή της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και της τρόικας, επιβάλλοντας το μνημόνιο 3 και χαράσσοντας μια νέα διέξοδο για τον ελληνικό καπιταλισμό. Ξεχνούν όμως ότι ακόμα και η εκτίναξή τους στο προσκήνιο δεν κατασκευάστηκε από τέτοια υλικά. Την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ανέτρεψε ένα τεράστιο και πολύμορφο κύμα εργατικών-λαϊκών αγώνων και όχι μια περίτεχνη εκλογική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ή κάποιες (αναπόδεικτες) ηγετικές αρετές του Αλ. Τσίπρα. Τη σχέση του πολιτικού ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό το κύμα αγώνων, φιλοτεχνούσε περισσότερο η εικόνα του Μανώλη Γλέζου καταπάνω στη φυσούνα του Ματατζή κατά την πολιορκία της Βουλής από τους εξαγριωμένους διαδηλωτές, παρά οι προγραμματικές προετοιμασίες «ωρίμανσης» του Γ. Δραγασάκη, ή τα (κρυφά) «ανοίγματα» του Αλ. Τσίπρα προς την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ…
Σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλει ούτε μπορεί να εγκαταστήσει τέτοιες άμεσες σχέσεις με τον κόσμο. Δεν προκρίνει, δεν προτείνει, δεν θέλει να εμπνεύσει άμεσες κινητοποιήσεις, σχεδιασμένη κλιμάκωσή τους, πολιτικό σχέδιο κυβερνητικής ανατροπής, μέσα στο οποίο να εντάσσεται η κοινοβουλευτική δράση. Γι’ αυτό, παρά την προφανή καλπάζουσα φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προβάλει «αυτόματα» ως πειστική (πολύ περισσότερο ως αριστερή) εναλλακτική λύση. Το βύθισμα της ηγετικής ομάδας Τσίπρα στην εκλογοκεντρική τακτική, στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική του «προοδευτισμού», έχει από το 2019 επιτρέψει την ανασύνταξη της επιρροής της ΝΔ. Όπως προειδοποιούν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να επιτρέψει σήμερα και την ανασύνταξη του… ΠΑΣΟΚ.
Αρχηγοκεντρικό κόμμα
Αυτή η πολιτική εικόνα έχει άμεση σχέση με τις εσωτερικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Όποιος διαθέτει ελάχιστη επαφή με την ιστορία της Αριστεράς, αλλά ακόμα και με τη γενική ιστορία των πολιτικών κινημάτων, κατανοεί ότι μια αλλαγή στην έννοια του μέλους είναι κομβικής σημασίας για ένα πολιτικό κόμμα. Η πρόταση του Τσίπρα για την «αυτοδίκαια» εγγραφή μελών στον ΣΥΡΙΖΑ, μέσω μιας ηλεκτρονικής αίτησής τους προς ένα απρόσωπο «κέντρο», οδηγεί στην πλήρη κατάργηση κάθε έννοιας συγκεκριμένων δικαιωμάτων/υποχρεώσεων των μελών, στην πλήρη κατάργηση κάθε έννοιας συγκρότησης στις κομματικές οργανώσεις, οδηγεί ευθέως στο κόμμα οπαδών/ψηφοφόρων. Σε αυτή τη βάση, η πρόταση για άμεση εκλογή του προέδρου (αλλά και της ΚΕ!) από το «λαό» του κόμματος, εγκαθιστά ένα ανεξέλεγκτο αρχηγοκεντρικό μοντέλο λειτουργίας που, αντιγράφοντας τα αστικά κόμματα, θα είναι ικανό για την αναπαραγωγή του αλλά απολύτως ανίκανο για γενικευμένη πολιτική και κοινωνική μάχη.
Είναι ακραία υποκρισία η υποστήριξη αυτών των προτάσεων με τα επιχειρήματα περί εσωκομματικής δημοκρατίας. Γιατί αυτή προϋποθέτει ένα επίπεδο πολιτικο-οργανωτικής συγκρότησης, απαραίτητο για να εντάσσονται οι άνθρωποι των κοινωνικών χώρων και των αγώνων, για να μπορούν να ελέγχουν και να ελέγχονται, για να μπορούν να διευρύνουν την επιρροή ενός σχεδίου αλλαγής του κόσμου.
Είναι επίσης υποκρισία η σύνδεση αυτών των προτάσεων με τα ζητήματα «διεύρυνσης». Τα ΚΚ, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στην περίοδο που λειτουργούσαν ως εργατικά-μεταρρυθμιστικά κόμματα, δεν είχαν πρόβλημα στο να αποκτήσουν εκατομμύρια μέλη (πχ στην Ιταλία ή στη Γαλλία), παρότι λειτουργούσαν με οργανωτικά μοντέλα πολύ αυστηρότερα από αυτά που προτίθεται σήμερα να ανεχθεί ο Αλ. Τσίπρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι κυβέρνησε και συγκέντρωσε μεγάλα εκλογικά ποσοστά, περιορίστηκε σε λίγες χιλιάδες μέλη γιατί η ηγεσία του δεν ανέχεται την οργανωμένη σχέση με τα μέλη, δεν ανέχεται τη συγκροτημένη ισχύ των κομματικών οργανώσεων, γιατί θέλει και επιδιώκει να διατηρήσει για τον εαυτό της όλα τα δικαιώματα επί των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων. Το νόημα της δημαγωγίας περί «αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας» και περί «κόμματος των μελών και όχι των μηχανισμών» είναι ότι θέλει να αντικαταστήσει ακόμα και τα ελάχιστα όρια συγκροτημένης κομματικής λειτουργίας, με το δικαίωμα της ηγεσίας να διαμορφώνει ανεξέλεγκτα τις εκλογικές λίστες ενός κόμματος που, στα λόγια, θα συνεχίσει να αυτοπροσδιορίζεται ως τμήμα μιας κάποιας «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Ο Λεωνίδας Κύρκος στην εποχή της ίδρυσης της ΕΑΡ, όταν διέγραφε το «Κ» («Κ» ως κομμουνισμός, αλλά και «Κ» ως κόμμα), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αριστεριστής» σε σύγκριση με τον σημερινό Αλ. Τσίπρα.
Οι αριστεροί άνθρωποι που παραμένουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, φτάνουν μπροστά σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή: αν ανεχθούν, έστω με μικρο-αλλαγές, τον «κορμό» των οργανωτικών προτάσεων του Τσίπρα, δεν θα δικαιούνται στη συνέχεια να ελπίζουν σε κάποια θετική «στροφή». Ανάμεσά τους εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι «παλιοί» που ελπίζουμε ότι εξακολουθούν να θυμούνται ότι κάποια πράγματα μέσα στην Αριστερά θεωρούνταν πάντοτε ως «εν ου παικτοίς».
Αν εντάξει κανείς αυτές τις προτάσεις του Τσίπρα μέσα στην πολιτική συγκυρία, τότε το νόημά τους γίνεται σαφέστερο: Αφενός, εκφράζουν μια αυταπάτη: ότι η εκλογική διεύρυνση προς το «κέντρο» θα διευκολύνει στις πιθανότητες μιας νίκης επί του Μητσοτάκη. Όμως αφετέρου, εκφράζουν έναν κυνικό υπολογισμό: ότι στο έδαφος μιας νέας εκλογικής ήττας, το κόμμα θα πρέπει να παραμείνει στα χέρια της υπάρχουσας ηγετικής ομάδας, ακυρώνοντας κάθε πιθανότητα αυτοκριτικής εξέτασης των αιτιών μιας αδικαιολόγητης πολιτικής ήττας. Μόνο που η ζωή και η ιστορία είναι συνήθως σκληρότερες: Ας κοιτάξει κανείς στη γειτονική Ιταλία για να δει πού βρίσκονται σήμερα οι πρωτομάστορες «πειραματισμών» σαν αυτούς που προωθεί ο Τσίπρας και η παρέα του.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά