Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος η συλλογή «Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση;» Περιλαμβάνει συνεισφορές από ένδεκα πολιτικούς, διανοούμενους και ακτιβιστές της Αριστεράς: Λ. Βατικιώτης, Ρ. Δούρου, Γ. Δραγασάκης, Μ. Ζέρβας, Θ. Καμπαγιάννης, Χ. Κεφαλής, Δ. Μπελαντής, Σ. Σακοράφα, Π. Σωτήρης, Γ. Τόλιος, Θ. Φωτίου. Στα κείμενα εξετάζονται κύριες πτυχές του εγχειρήματος της κυβέρνησης της Αριστεράς, από την πολιτική στρατηγική και τακτική ως ειδικούς τομείς της αριστερής διακυβέρνησης (εξωτερική και εσωτερική πολιτική, κρατικός μηχανισμός, εκπαίδευση, περιβάλλον, κ.ά.). Στη συνέχεια ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα κείμενα της συλλογής.

Από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας

Γιάννης Δραγασάκης

Στην πραγματικότητα η διαπραγμάτευση δεν υπάρχει χωρίς τη σύγκρουση, ως ένα ενδεχόμενό της. Γι’ αυτό, διαπραγμάτευση χωρίς το ενδεχόμενο της ρήξης δεν είναι καν διαπραγμάτευση.

Άρα «διαπραγμάτευση», «σύγκρουση», «ρήξη», «συμφωνία» αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία μιας στρατηγικής σχετικά με τους όρους ένταξης και συμβίωσης στο σημερινό κόσμο. Δεν υπάρχει δηλ. ένα στατικό διεθνές ή ευρωπαϊκό «πλαίσιο» στο οποίο μια χώρα εντάσσεται παθητικά. Αντιθέτως, οι όροι ένταξης και συμβίωσης είναι αντικείμενο διεκδίκησης και αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης. Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης. Τόσο η ένταξη όσο και η συμμετοχή, αλλά και η έξοδος, γίνονται με όρους που αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης. 

Ακριβώς γι’ αυτό η «έξοδος από το ευρώ» μιας μεμονωμένης χώρας δεν μπορεί να υπάρξει ως μια αυτόνομη πολιτική πρόταση. Η απόφαση μπορεί να ληφθεί, αλλά δεν μπορεί να υλοποιηθεί ως μια μονομερής επιλογή. Διαμεσολαβείται από μια διαπραγμάτευση…

Το πρόβλημα που μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει να αντιμετωπίσει δεν είναι μόνον οι αντίπαλοί της ή οι δυσκολίες που αναπόφευκτα θα συναντήσει, αλλά πρωτίστως είναι η δική της επάρκεια και ετοιμότητα να αναλύσει έγκαιρα, να ιεραρχήσει σωστά και να οργανώσει την αντιμετώπιση δυσκολιών, κινδύνων, κρίσεων ή υπονομευτικών ενεργειών των αντιπάλων της…

Ο 20ός αιώνας μάς παρέδωσε πολλές εμπειρίες, θετικές και αρνητικές, από κυβερνήσεις της Αριστεράς. Δεν μας παρέδωσε όμως κάποιο παράδειγμα αριστερής διακυβέρνησης που να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ως ένα θετικό σημείο αναφοράς. Ούτε μας παρέδωσε κάποια θεωρία για την αριστερή διακυβέρνηση. Το ενδεχόμενο, συνεπώς, μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα πρέπει να το προσεγγίσουμε ως ένα νέο παράδειγμα, και τις αναπόφευκτες δυσκολίες πρέπει να τις αξιοποιήσουμε ως πεδία έρευνας, προβληματισμού και διαλόγου, με στόχο την ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της αριστερής στρατηγικής. Διαφορετικά οι βαρύγδουποι χαρακτηρισμοί για αριστερές στροφές και δεξιές αποκλίσεις θα αποδεικνύονται, κατά κανόνα, μονομερείς, ατελείς και ακατέργαστες επεξεργασίες σε υπαρκτά προβλήματα, και κενά στρατηγικής που πεισματικά αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε.

Η «στροφή», συνεπώς, που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και, κατά τη γνώμη μου, όλη η Αριστερά, είναι στροφή στα πραγματικά προβλήματα των εργαζόμενων, των ανέργων, της κοινωνίας συνολικά και της ίδιας της Αριστεράς, ως πεδίο έρευνας, μελέτης, διαλόγου και δράσης. Κάνοντας αυτό, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει νέα γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε, νέες μορφές δράσης που μπορούμε να εφεύρουμε και νέα «μοντέλα» και παραδείγματα πολιτικής που μπορούμε να δημιουργήσουμε.



Αριστερά, κυβέρνηση, ανατροπή: Αναζητώντας μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική

Παναγιώτης Σωτήρης

Κομβική πλευρά της στρατηγικής αμηχανίας της Αριστεράς, αλλά και μορφή ηγεμόνευσης από την κυρίαρχη ιδεολογία, η ηγεμονία του αριστερού ευρωπαϊσμού στο χώρο κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ. Η αποδοχή του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης ως αναπόδραστου ορίζοντα, η αναπαραγωγή αυταπατών για μια «άλλη» ΕΕ, που υποτιμά τον εμπεδωμένο και μη αντιστρέψιμο νεοφιλελευθερισμό της ΕΕ, η καταναγκαστική άρνηση οποιασδήποτε συζήτησης για ρήξη με την ευρωζώνη, όλα αυτά συμπυκνώνουν μια εκδοχή αριστερής πολιτικής που αποδέχεται εκ των προτέρων, ως αυτονόητες, τις βασικές υλικές θεσμικές πλευρές που παίρνει σήμερα η ηγεμονική αστική στρατηγική…

Απέναντι σε αυτή την εκτίμηση… μπορούμε να αντιτάξουμε μια άλλη εκτίμηση που οδηγεί και σε μια άλλη στρατηγική κατεύθυνση. Σήμερα, ο συνδυασμός… μιας βαθιά ηγεμονικής κρίσης, ως αδυναμίας των κυρίαρχων τάξεων να έχουν μια συνεκτική στρατηγική που να οδηγεί στην έξοδο από την κρίση με τρόπο που να περιλαμβάνει, έστω και υποτελώς, τμήμα των λαϊκών τάξεων, και της ριζοσπαστικοποίησης μεγάλων κομματιών του λαϊκού κινήματος, μέσα από συλλογικές πρακτικές, διαμορφώνει μια νέα κατάσταση. Υπάρχουν οι όροι για να βρει στήριξη και απήχηση μια πολιτική που θα συνδύαζε το ερώτημα της άμεσης απάντησης στην καταστροφή με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ιδίως από τη στιγμή που η ίδια η συγκυρία μειώνει την απόσταση ανάμεσα στους στόχους άμεσης απάντησης και τους στόχους μετασχηματισμού. Τομές όπως η άμεση έξοδος από την ευρωζώνη, στην προοπτική της αποδέσμευσης από την ΕΕ, ή η εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων ανταποκρίνονται ταυτόχρονα και στις δύο απαιτήσεις, καθώς επιτρέπουν την άμεση λήψη μέτρων ανακούφισης των λαϊκών τάξεων, την ίδια στιγμή που αποτελούν αφετηρίες μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής πολιτικής εάν συνδυαστούν με μια στρατηγική εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και δημοκρατικού σχεδιασμού…

Διαισθανόμαστε ότι μια σύγχρονη επαναστατική ακολουθία… θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια πιο αντιφατική διαδικασία ανόδου στην εξουσία που θα περιλαμβάνει και το στοιχείο της ρήξης και το στοιχείο της συνέχειας, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων… Με αυτή την έννοια, το αίτημα της συντριβής/επαναστατικοποίησης των κρατικών μηχανισμών και με τις δύο πλευρές, αυτή της καταστροφής αλλά και αυτή του μετασχηματισμού, διατηρεί αυτούσια την επικαιρότητά του αλλά και την πρόκληση των ερωτημάτων και των δυσκολιών.



Για μια Νέα Εξωτερική Πολιτική

Για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής με αριστερό πρόσημο

Ρένα Δούρου

Προκειμένου να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα μετά τηλήξη του Ψυχρού Πολέμου, δηλ. στις προκλήσεις, τις απειλές αλλά και τις ευκαιρίες του 21ου αιώνα, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας χρειάζεται ένα πραγματικό ηλεκτροσόκ. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προέλθει από τις πολιτικές δυνάμεις του παρελθόντος, τις δυνάμεις που παραμένουν τυφλά προσκολλημένες σε ξεπερασμένα στερεότυπα, που λειτουργούν σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, τις δυνάμεις που αδυνατούν να αναλύσουν τα σημερινά προτάγματα προς όφελος του ελληνικού λαού, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Αλλά από μια νέα κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά. Μια κυβέρνηση που θα είναι σε θέση να προχωρήσει στην πολιτική και κοινωνικήανόρθωση της χώρας και να δώσει νέο προσανατολισμό ρήξης με το παρελθόν, στην εξωτερική πολιτική. Με δημοκρατικές διαδικασίες, με διάλογο, με ενημέρωση για όλα τα ζητήματα που συνιστούν τα κρίσιμα διακυβεύματα και επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, έτσι ώστε όλοι οι πολίτες να γίνουν κοινωνοί των κεντρικών επιλογών της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Με δυο λόγια: η Ελλάδα χρειάζεται μια Νέα Εξωτερική Πολιτική (ΝΕΠ) στη βάση των αρχών της Αριστεράς –ειρήνη, δημοκρατία, αφοπλισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνής αλληλεγγύη, ισότιμη διεθνής συνεργασία, οικολογική ασφάλεια, διεθνές δίκαιο με επίκεντρο τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών– και με εργαλεία την πολυμερή διπλωματία και τη διπλωματία των κινημάτων

Ο επαναπροσδιορισμός της εξωτερικής πολιτικής, σε μια περίοδο ανατροπών και ριζικών αλλαγών στο διεθνές στερέωμα και υποχώρησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ με παράλληλη ανάδειξη νέων «παικτών», δεν είναι προαιρετική άσκηση αλλά επιτακτική ανάγκη. Η ΝΕΠ συνιστά μια νέα ρόταμακριά από ατλαντική και ευρωατλαντική τροχιά, μακριά από κάθε είδους εξάρτηση. Μια ρότα ειρηνική, ενεργητική, πολυδιάστατη, στη βάση των αρχών του ανθρωπισμού και της Αριστεράς…

Η ΝΕΠ… εκφράζει ένα νέο πατριωτισμό, εξωστρεφή,μακριά από εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Εκφράζει το διεθνισμό μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς που προασπίζεται τις αρχές της ειρήνης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικολογικής ασφάλειας, της ισότιμης διεθνούς συνεργασίας και της διεθνούς αλληλεγγύης. Γιατί αυτές οι αρχές, και όχι η εθνοκαπηλία ή οι κάθε είδους ετεροκαθορισμοί, συνιστούν την αποτελεσματικότερη προστασία τωνκυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, των δικαιωμάτων που αποτελούν δημόσιο αγαθό του ελληνικού λαού.



Παραγωγική ανασυγκρότηση:

Μια διαχρονική, επιτακτική ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας

Σοφία Σακοράφα

Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: η Ελλάδα παραμένει σε βαθύτατη ύφεση, χωρίς καμία ουσιαστική ένδειξη ότι σύντομα πρόκειται να βγει από αυτήν, ούτε βέβαια ότι θα ακολουθήσει ταχεία ανάπτυξη. Αυτή, λοιπόν, είναι η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας μετά από τρία χρόνια «εσωτερικής υποτίμησης».

Εάν σε αυτή την εικόνα συμπληρώσουμε και άλλα κρίσιμα μεγέθη αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της καταστροφής. Πτώση του ΑΕΠ κατά 17% στα 2008-2012, ρεκόρ ανεργίας 30% (στους νέους 55%), «λουκέτα» σε πάνω από 430.000 μικροεπιχειρήσεις, μείωση μισθών 40-50%, «παράπλευρες απώλειες» στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων με επιστροφή τους σε συνθήκες Μεσαίωνα και βύθισμα εκατομμυρίων εργαζόμενων και συνταξιούχων στη φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση.

Από αυτό το σημείο εκκινούμε, με τη βέβαιη γνώση ότι Τρόικα και ΔΝΤ από μόνοι τους δεν θα τροποποιήσουν στο παραμικρό το πρόγραμμα λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης, ούτε βέβαια θα προβούν σε γενναίο κούρεμα, χωρίς δυσβάστακτα ανταλλάγματα, όπως άλλωστε συνέβη και με το προηγούμενο κούρεμα, το οποίο διέλυσε τα ασφαλιστικά ταμεία. Και δεν ξεχνάμε ποτέ ότι υπήρξε και μια από τις βασικές παραμέτρους της κυπριακής τραγωδίας.

Συνεπώς, στο σημείο αυτό μπαίνουν τέσσερα κρίσιμα ζητήματα, τα οποία συνιστούν και τις κρίσιμες και αναγκαίες προϋποθέσεις για την κοινωνική ανασυγκρότηση της πατρίδας μας και του λαού μας:

- Η κατάργηση του Μνημονίου και των συνακόλουθων πολιτικών

- Η αποτελεσματική μείωση του χρέους.

Γι’ αυτά το δύο πρώτα τονίζω εξαρχής ότι εάν χρειαστεί θα πρέπει να επιβληθούν ακόμη και μονομερώς (αλλά είναι νωρίς ακόμη να συζητάμε αποστειρώνοντας τη συζήτηση από τη διαρκή αλληλεπίδραση της διεθνούς συγκυρίας, των συμμαχιών, του συσχετισμού δυνάμεων και του λαϊκού παράγοντα).

- Η εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, με στόχο μια νέα χρηματοπιστωτική πολιτική με αποκλειστικά αναπτυξιακούς, παραγωγικούς, κοινωνικούς και οικολογικούς προσανατολισμούς.

- Το νέο μοντέλο παραγωγής, κατανάλωσης, διανομής και ανάπτυξης.

Κλείνοντας με έμφαση υπογραμμίζω ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση, εκτός από ουσία, στρατηγική δηλαδή, προϋποθέτει την κινητοποίηση των πολιτών.

Οι αναγκαίες αλλαγές θα έχουν νόημα και προοπτική μόνον όταν επιχειρούνται με τη συμμετοχή, την πάλη και τον έλεγχο των εργαζόμενων… Η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά, ως επιλογή σωτηρίας πλέον του λαού μας, θα δώσει μια δυνατότητα για τη δοκιμασία και εκπλήρωση αυτής της προοπτικής στην πράξη.



Κυβέρνηση της Αριστεράς και κράτος έκτακτης ανάγκης

Δημήτρης Μπελαντής

Η διακυβέρνηση της Αριστεράς, με δεδομένο το πλαίσιο που προαναφέρθηκε, δεν θα μπορούσε ακόμη και υπό ομαλές συνθήκες να μην αντιμετωπίσει μια επιθετική πολιτική εκ μέρους του ελληνικού κεφαλαίου, της ευρωζώνης και της ΕΕ αλλά και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα συνολικότερα, περιλαμβανομένων όλων των διεθνών του πόλων. Αποτελεί βαθύτατη αυταπάτη η άποψη ότι οι αντίπαλες δυνάμεις θα προσχωρήσουν υπό συνθήκες κάποιας διαπραγμάτευσης και χωρίς τη συνολική ανατροπή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων στην ανατροπή των βασικών επιλογών τους εδώ και χρόνια και στην εξασθένηση της εξουσίας τους. Και ακόμη περισσότερο σε μια στρατηγική που θα αποδομεί τη συνολική καπιταλιστική λειτουργία της ευρωζώνης, του ευρωπαϊκού και διεθνούς μοντέλου καπιταλιστικής οργάνωσης. Αυτό, όμως, ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση ενός κράτους οργανωμένου θεσμικά αλλά και με την έννοια της φυσικής βίας στη βάση της «έκτακτης ανάγκης».

Συνεπώς, χρειάζεται η άσκηση μιας πολιτικής η οποία θα αντιστρατευθεί σε βάθος την επιχειρηματολογία, το «λόγο» και τις δομές έκτακτης ανάγκης και μάλιστα με όρους μονομέρειας και όχι συμφωνίας.Θα χρειαστεί η μονομερής κατάργηση της έκτακτης κρατικής οργάνωσης, η οποία στήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια και ιδίως στην περίοδο 2010-2013

Τα παραπάνω επικυρώνουν τη σκέψη ότι ένα ενδεχόμενο ματαίωσης της κυβέρνησης της Αριστεράς (μη επέλευσής της καν) ή ακόμη περισσότερο αποτυχίας της και μετατροπής της σε μια παρένθεση (όπου τίποτε το ουσιαστικό δεν θα αλλάξει για τη ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα) θα σημάνει ιστορικά για την Ελλάδα ως σημείο-κλειδί αλλά πιθανότατα και για όλη την Ευρώπη μια καμπή προς την εδραίωση και «ομαλοποίηση» της κατάστασης ανάγκης και προς τη διαμόρφωσή της στην απολύτως κανονική πια μορφή κράτους του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην ύστερη ή όψιμη φάση του. Η παγίωση αυτή δεν θα αποκλείει μάλιστα και σκληρότερες ή αυθεντικότερες μορφές του κράτους έκτακτης ανάγκης, όπως θα ήταν η μετεγγραφή και προσαρμογή ενός φασιστικού ή φασίζοντος κράτους του «νεοφιλελευθερισμού» υπό τις σύγχρονες ταξικές και βιοπολιτικές συνθήκες. Ιδίως, οι εξελίξεις μετά τις δολοφονικές επιθέσεις της «Χρυσής Αυγής» τον Σεπτέμβριο 2013 αφήνουν και αυτό το ενδεχόμενο ανοιχτό, παρά το γεγονός ότι οι δυο εναλλακτικές μορφές έκτακτης ανάγκης φαίνονται στη σημερινή συγκυρία να τοποθετούνται συγκρουσιακά πλέον, η μια προς την άλλη.



Για την ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης. Η σημερινή κατάσταση και το σχέδιο της Αριστεράς

της Θεανώς Φωτίου

Δυστυχώς, η νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασκείται στο χώρο της εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών με κριτική συνολική σκέψη και γνώση των επιτευγμάτων του πολιτισμού και της επιστήμης. Πίσω από τις διακηρύξεις για την «κοινωνία της μάθησης» και της πληροφορίας απαξιώνουν πολλαπλά τη μόρφωση και εισάγουν την έννοια της αγοράς της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, ευθυγραμμίζονται με την οδηγία της Κομισιόν (Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση και κατάρτιση, 1995), τη διακήρυξη της Μπολόνια, τις οδηγίες του ΟΟΣΑ και του ΠΟΕ περί πιστοποίησης και διαπίστευσης της ποιότητας κ.λπ. Οι ευρωπαϊκές αυτές πολιτικές σημαίνουν την απόσυρση των κρατών-μελών από την υποχρέωσή τους να χρηματοδοτούν την εκπαίδευση και τη μετακύλιση αυτών των δαπανών στους πολίτες τους, καθώς και τη δημιουργία «χώρου» για να αναπτυχθεί μια τεράστια αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών και προϊόντων, εμπορικά τυποποιημένων και πιστοποιημένων.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πάρει άμεσα μέτρα για να μην καταρρεύσει η δημόσια εκπαίδευση. Ο στόχος μας είναι διπλός: να διασωθούν και να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα σχολεία, τα ΤΕΙ, τα Πανεπιστήμια και να ξεκινήσει η διαδικασία για τη μεγάλη εκπαιδευτική ανασυγκρότηση που περιγράψαμε.

Σήμερα παρά ποτέ με μια κοινωνία ρημαγμένη και φτωχοποιημένη χρειάζεται η Αριστερά να εγγυηθεί ότι στα δημόσια σχολεία τα παιδιά θα μαθαίνουν «καλά γράμματα». Να σταματήσει τον κατακερματισμό της γνώσης, να μαθαίνουν όλα και τίποτε. Να μειώσει τις εξετάσεις και να αυξήσει το διδακτικό χρόνο. Να γενικεύσει αντί να καταργεί το ολοήμερο σχολείο, στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, ώστε να κάνει τα σχολεία κέντρα γειτονιάς και πολιτισμού. Το παιδί θα μένει στο σχολείο για να κάνει μουσική, καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αθλητισμό, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και επιπλέον ξένες γλώσσες. Τελειώνοντας τη δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα. Συγχρόνως πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον υποσιτισμό των νέων και την έλλειψη εμβολιασμών. Σ’ αυτό το σχολείο κανείς εκπαιδευτικός ή σχολικός φύλακας δεν περισσεύει. Γι’ αυτό δεσμευόμαστε για την επαναπρόσληψή τους. Σ’ αυτό το σχολείο χρειαζόμαστε υπερήφανους, καταρτισμένους και ενεργητικούς εκπαιδευτικούς που θα αναλάβουν το πολύτιμο κεφάλαιο της γνώσης με συνείδηση, με δημοκρατία, με αγάπη και πάθος…



Κυβέρνηση της Αριστεράς και Περιβάλλον

Μάκης Ζέρβας

Η Αριστερά θεωρεί το Περιβάλλον ως το χώρο όπου ζουν οι άνθρωποι, αλλά και όλα τα άλλα έμβια όντα, και ο οποίος επομένως εξυπηρετεί τις ανάγκες τους. Επειδή οι άνθρωποι, σε αντίθεση με τα άλλα έμβια είδη, είναι συνειδητά όντα χρειάζεται και αυτοί με τη σειρά τους να μεριμνούν για το Περιβάλλον.

Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την παραπάνω βασική προσέγγιση. Η θεώρηση και των άλλων έμβιων ειδών είναι πρωταρχικής σημασίας και η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του Περιβάλλοντος δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά.

Αυτή η βασική αρχή έχει πολλές συνέπειες. Αρχικά, η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει με κάθε θυσία να προστατεύσει τη βιοποικιλότητα, ακόμα και αν αυτό είναι ενάντια στα στενά ανθρώπινα, οικονομικά συνήθως, συμφέροντα. Η δεύτερη συνέπεια σχετίζεται με την κατάργηση κάθε σκέψης παραχώρησης του Περιβάλλοντος για την αποκόμιση ιδιωτικού κέρδους. Το Περιβάλλον δεν είναι σε καμία περίπτωση μέσο κερδοφορίας, όπως θεωρείται στον καπιταλισμό, αλλά δημόσιο αγαθό…

Η κυβέρνηση της Αριστεράς έχει πολλά να κάνει για να βελτιώσει το Περιβάλλον στην Ελλάδα. Οι δράσεις πρέπει να ιεραρχηθούν ανάλογα με τις ανάγκες, καθώς και ανάλογα με την ευκολία ή όχι της ανάληψής τους…

Η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να έχει το λαό σύμμαχό της και να τον συμβουλεύεται συνεχώς, αλλά και ο λαός να απαιτεί και να διεκδικεί την εξουσία άμεσα γι’ αυτόν. Η σύγκρουση με το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του (ΕΕ, ΔΝΤ κ.ά.) είναι αναπόφευκτη, και αν δεν υπάρξει έξοδος από την ΕΕ και στάση πληρωμών του χρέους προς τους δανειστές, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να εφαρμοστεί μία αριστερή πολιτική. Η επέμβαση σε σχεδόν όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες είναι απαραίτητη. Η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων, η κρατικοποίηση πολλών εταιρειών και υπηρεσιών και η ανάπτυξη δημόσιας εθνικής οικονομίας έχοντας το Περιβάλλον στο κέντρο της θεώρησής της είναι υποχρεωτική.

Εφαρμόζοντας τις παραπάνω βασικές κατευθύνσεις, η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο λαός μπορούν να ελπίζουν ότι πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα της χώρας μας θα λυθούν σύντομα. Μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί σε άλλα, πιο πολύπλοκα ή χρονοβόρα. Σε όλα, όμως, ο λαός πρέπει να είναι στο κέντρο των εξελίξεων και αποφάσεων ώστε να πιέζει την κυβέρνηση σε πραγματικά αριστερή κατεύθυνση.



Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς: Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό

Γιάννης Τόλιος – Χρήστος Κεφαλής

Η εμπειρία των Λαϊκών Μετώπων στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα στην Ισπανία, όπου σχηματίστηκε το 1936, μετά το πραξικόπημα του Φράνκο, μια κυβέρνηση που περιλάμβανε όχι μόνο αριστερές και σοσιαλιστικές αλλά και φιλελευθεροαστικές δυνάμεις, δείχνει ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν έχει την ομοιογένεια για να εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα και να κάμψει την αντίσταση της αντίδρασης.Γι’ αυτό εάν προκύψει θα είναι προσωρινή και ασταθής, αφού θα συγκρούονται εντός της διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις, και θα πρέπει στην πορεία να αντικατασταθεί, με τη ριζοσπαστική επίλυση της αναπόφευκτης κυβερνητικής κρίσης. Η αναβολή ή αποφυγή αυτού του ξεκαθαρίσματος στο όνομα του υποτιθέμενα δυσμενούς συσχετισμού και μιας επίπλαστης ενότητας που δεν προωθούσε τους ιστορικούς σκοπούς, αποτέλεσαν θεμελιώδη αιτία αποτυχίας των εγχειρημάτων του Μεσοπολέμου.Βέβαια, στην αρνητική έκβαση συνέτειναν τότε και εξωγενείς δυσμενείς παράγοντες, όπως ότι ο φασισμός είχε ήδη επικρατήσει, πατώντας στα δεινά του πολέμου και το κραχ του 1929, στην Ιταλία και τη Γερμανία…

Σήμερα, πέντε χρόνια από την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, παρά την αναβίωση νεοφασιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων, ο φασισμός δεν έφτασε ακόμη στην εξουσία σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα. Από την άλλη, ακόμη και σε αυτή την περίοδο της άγριας αντιδραστικής επίθεσης υπήρξε μια ισχυρή και πολύμορφη αφύπνιση των κινημάτων (πλατείες, γενικές απεργίες, κ.ά.) σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτό δημιουργεί αισιοδοξία ότι η αντεπίθεση των κινημάτων, μετά τις αμυντικές μάχες των χρόνων 2008-2013, θα προηγηθεί και θα βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κινηματικής ανόδου και ανάδυσης δομών αυτοοργάνωσης από τα κάτω, η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να γίνει μια μορφή περάσματος στη φάση της δυαδικής εξουσίας και έναρξης επαναστατικών μετασχηματισμών…

Ο προσανατολισμός στις αναγκαίες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, η γνώση της κατεύθυνσης, των μοχλών και της σύνθετης δυναμικής τους, η αξιοποίηση των προγενέστερων εμπειριών του κινήματος στην ΕΣΣΔ και στον υπόλοιπο κόσμο, όπως συνοπτικά σκιαγραφήσαμε εδώ, αποτελεί εγγύηση για την ανταπόκριση στις ιστορικές απαιτήσεις και μείωση των συναφών κινδύνων. Και αυτό με τη σειρά του απαιτεί, πέρα από γενικές σοσιαλιστικές διακηρύξεις, μια ακριβή, σαφή εκτίμηση των μέσων και των ενδιάμεσων σταθμών, όπως το μεταβατικό πρόγραμμα και ο κοινωνικός σχεδιασμός, για την προσέγγιση των ιστορικών στόχων. Όπως διαπίστωνε εύστοχα και ο Αϊνστάιν, στο άρθρο του «Γιατί σοσιαλισμός;», «Η σαφήνεια γύρω από τους σκοπούς και τα προβλήματα του σοσιαλισμού έχει μέγιστη σπουδαιότητα στη μεταβατική εποχή μας».



Η αναγέννηση της επαναστατικής ελπίδας απάντηση στους «ξαφνικούς θανάτους»

Λεωνίδας Βατικιώτης

Η αριστερή κυβέρνηση, όχι σαν αυτοσκοπός ούτε καν σαν ένα αναγκαίο ενδιάμεσο στάδιο, ιστορικά θα κριθεί από το πόσο θα εξυπηρετήσει αυτή την τάση, επιταχύνοντας τις εξελίξεις προς την επαναστατική κατεύθυνση. Η αριστερή κυβέρνηση ή θα είναι αντικειμενικά επαναστατική και θα έρθει αργά ή γρήγορα αντιμέτωπη με την αστική εξουσία επιχειρώντας να βελτιώσει τη θέση των φτωχών και ανέργων, ή δεν θα είναι αριστερή και θα καταλήξει απλώς να καλύψει τα απειλητικά κενά που δημιούργησε στο πολιτικό σύστημα η βίαιη μετατόπιση των ιστορικών κομμάτων-πυλώνων του προς τα δεξιά, με αφορμή την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης. Η προώθηση και υλοποίηση των στόχων που περιγράψαμε, χωρίς μάλιστα να υποτιμούνται οι ιστορικής σημασίας συγκρούσεις που θα προκαλέσουν, μπορεί να απελευθερώσει τις εξελίξεις σε μια επαναστατική κατεύθυνση, έχοντας, ωστόσο, πλήρη επίγνωση ότι τα συγκεκριμένα αιτήματα ως σύνολο μόνο μια εργατική εξουσία μπορεί να τα υλοποιήσει. Ούτε καν μια αριστερή κυβέρνηση που θα σέβεται τις δεσμεύσεις της απέναντι στους ψηφοφόρους της.

Μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό τονΣΥΡΙΖΑ μένει να αποδειχθεί κατά πόσο θα αποτελέσει ένα πραγματικό βήμα εμπρός, με την έννοια ότι θα συμβάλει στην ανάπτυξη των κινημάτων, κι επίσης κατά πόσο θα προχωρήσει σε κάποιες έστω διστακτικές αλλαγές. Ωστόσο, με δεδομένο ότι δεν φαίνεται σήμερα ότι θα προβεί στις αναγκαίες συγκρούσεις, ούτε εντός ούτε εκτός Ελλάδας, το ερώτημα που γεννιέται είναι: ποιος τελικά μπορεί και είναι σε θέση να φέρει σε πέρας το παραπάνω πρόγραμμα;

Ο ασφαλέστερος και συντομότερος δρόμος για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων είναι ένα ανεξάρτητο και μαχητικό, νέο εργατικό κίνημα που θα αμφισβητήσει την εξουσία της αστικής τάξης και θα διεκδικήσει κατακτήσεις, ως αποτέλεσμα συγκρούσεων, που θα μειώνουν τα κέρδη του κεφαλαίου και θα περιορίζουν την κυριαρχία του. Ένα τέτοιο κίνημα βραχυπρόθεσμα θα επανακαθορίσει τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης και το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των κομμάτων της αστικής και της εργατικής τάξης, βελτιώνοντας τη θέση των καταπιεσμένων κι όσων σήμερα δεν έχουν φωνή. Μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη ενός τέτοιου κινήματος είναι μονόδρομος για όσους εξακολουθούν να προσβλέπουν ακόμη και σήμερα σε μια εποχή ασύλληπτων δυνατοτήτων για την οριστική απελευθέρωση από τα δεσμά της φτώχειας, στην αντικαπιταλιστική επανάσταση, τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης άνθρωπο από άνθρωπο.



Αριστερά, κυβέρνηση και εξουσία: μια ιστορική αναδρομή

Θανάσης Καμπαγιάννης

Η ιστορική εμπειρία, έτσι όπως την ανασκοπήσαμε σ’ αυτό το άρθρο, μπορεί να μη φαντάζει αισιόδοξη για την ευόδωση των στόχων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς πλάι στο αστικό κράτος, ιδίως σε συνθήκες όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης και της ταξικής πόλωσης. Ωστόσο, οι κοινωνικές τάξεις διδάσκονται μέσα από τις ίδιες τις εμπειρίες τους, με μια διαδικασία “διαδοχικών προσεγγίσεων”, για να θυμηθούμε τη σχετική διατύπωση του Τρότσκι. 

Αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα είναι ότι το πολιτικό σχέδιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι εγγενώς ναρκοθετημένο. Η στρατηγική του αποσκοπεί στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων τάξεων της ελληνικής κοινωνίας, με την υπογραφή ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου” που να εξασφαλίζει στοιχειώδη συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με αντάλλαγμα τη μεσίτευση της συναίνεσής τους σε ένα σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ομαλοποίησης. Η δέσμευση καταγγελίας του Μνημονίου χωρίς μονομερείς ενέργειες και με παραμονή στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αποτέλεσμα του ισορροπισμού και της μεταρρυθμιστικής του στρατηγικής. Ακόμα και στην περίπτωση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σωστά αμφισβητεί τη μετριοπάθεια της ηγεσίας του κόμματος σε ζητήματα όπως η σύγκρουση με την ευρωζώνη, βλέπουμε ανάγλυφα τα αδιέξοδα μιας στρατηγικής που φετιχοποιεί την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και που νομιμοποιεί διαδοχικούς συμβιβασμούς στο όνομα της “ενότητας” απέναντι στις επιθέσεις του ταξικού εχθρού…

Το μίνιμουμ πρόγραμμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία καθορίζεται από το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης και από την ιδιαίτερη μορφή που αυτή έχει λάβει στις χώρες της ευρωζώνης, ιδίως σε όσες βρίσκονται στην εντατική των Μνημονίων. Οι πρώτες κινήσεις της… πρέπει να περιλαμβάνουν: τη μονομερή καταγγελία του Μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων με την Τρόικα, τη στάση πληρωμών του χρέους και την εξαγγελία της διαγραφής του, την κρατικοποίηση του (ούτως ή άλλως χρεωκοπημένου) τραπεζικού συστήματος με εργατικό έλεγχο και την επιβολή ελέγχων στη διακίνηση των κεφαλαίων, τη δήμευση των περιουσιών (συμπεριλαμβανομένων και των καταθέσεων) των μεγάλων καπιταλιστών και το άνοιγμα των εργοστασίων που κλείσανε με σκοπό την επανένταξη των άνεργων εργαζόμενων στην παραγωγή…

Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα σημαίνει αυξημένα καθήκοντα για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, ιδίως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αποφασιστικός παράγοντας των εξελίξεων θα αποδειχτεί η αυτοτελής παρέμβαση της εργατικής τάξης και του κινήματός της, σε όλες τις φάσεις της σύγκρουσης.

Ετικέτες