Ο Τραμπ βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια μεγάλη καπιταλιστική εταιρεία της οποίας είναι διευθυντής ο ίδιος.

Ακριβώς όπως έκανε όταν είχε το ρόλο του αφεντικού στην τηλεοπτική εκπομπή ριάλιτι «The Apprentice», νομίζει ότι διευθύνει μια επιχείρηση και έτσι μπορεί να προσλαμβάνει και να απολύει ανθρώπους ανάλογα τα κέφια του. Έχει ένα διοικητικό συμβούλιο που τον συμβουλεύει ή/και εκτελεί τις εντολές του (Αμερικανοί ολιγάρχες και πρώην τηλεπαρουσιαστές). Όμως οι κρατικοί θεσμοί αποτελούν εμπόδιο. Έτσι, το Κογκρέσο, τα δικαστήρια, οι πολιτειακές κυβερνήσεις κ.λπ. πρέπει να αγνοηθούν ή/και να τους ζητηθεί να εκτελούν τις οδηγίες του CEO.

Σαν καλός (sic) καπιταλιστής, ο Τραμπ θέλει να απελευθερώσει την Αμερική Α.Ε. από κάθε περιορισμό στην πραγματοποίηση κερδών. Για τον Τραμπ, την εταιρεία και τους μετόχους της, μοναδικός στόχος είναι τα κέρδη, όχι οι ανάγκες της κοινωνίας γενικά, ούτε οι υψηλότεροι μισθοί για τους εργαζόμενους της εταιρείας του Τραμπ. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν άλλες σπατάλες δαπανών για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη και την αποφυγή καταστροφής του περιβάλλοντος. Η αμερικανική εταιρεία θα πρέπει απλώς να αποκομίζει περισσότερα κέρδη και να μην ασχολείται με τέτοιες «εξωτερικότητες» [ΣτΜ: οι συνέπειες μιας βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας που θίγει άλλα μέρη χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει τις τιμές στην αγορά].

Ως ο κτηματομεσίτης που είναι, ο Τραμπ πιστεύει ότι ο τρόπος για να αυξήσει τα κέρδη της εταιρείας του είναι να κάνει συμφωνίες για την εξαγορά άλλων εταιρειών ή να συνάπτει συμφωνίες σχετικά με τις τιμές και τα κόστη ώστε να εξασφαλίσει τα μέγιστα κέρδη για την εταιρεία του. Όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλη εταιρεία, ο Τραμπ δεν θέλει να κερδίσουν οι ανταγωνιστές του μερίδιο αγοράς εις βάρος του. Έτσι, θέλει να αυξήσει το κόστος για τις αντίπαλες εθνικές εταιρείες όπως η Ευρώπη, ο Καναδάς και η Κίνα [ΣτΜ συνολικά στο άρθρο οι κρατικές/εθνικές οικονομίες περιγράφονται ως εταιρείες από τον Ρόμπερτς, ώστε να αντανακλάται με αυτό τον τρόπο η νοοτροπία που έχει ο Τραμπ). Αυτό το κάνει με την αύξηση των δασμών στις εξαγωγές τους. Προσπαθεί επίσης να πείσει άλλες λιγότερο ισχυρές εταιρείες (π.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο)  να προχωρήσουν σε εμπορικές συμφωνίες για την εισαγωγή περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών των αμερικανικών εταιρειών (εταιρείες υγείας, γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα κ.λπ.). Επίσης, στοχεύει να αυξήσει τις επενδύσεις των αμερικανικών εταιρειών σε κερδοφόρους τομείς, όπως η παραγωγή ορυκτών καυσίμων (Αλάσκα, fracking, γεωτρήσεις), οι τεχνολογίες αποκλειστικής χρήσης (Nvidia, AI) και, κυρίως, τα ακίνητα (Γροιλανδία, Παναμάς, Καναδάς, Γάζα).

Κάθε εταιρεία επιθυμεί να πληρώνει λιγότερους φόρους στα έσοδα και τα κέρδη της, και ο Τραμπ σκοπεύει να το κάνει αυτό για την αμερικανική εταιρεία του. Έτσι, ο ίδιος και ο «σύμβουλός» του, Μασκ, προχωρούν σε κατεδάφιση των κυβερνητικών υπηρεσιών, των υπαλλήλων τους και κάθε δαπάνης για δημόσιες υπηρεσίες (ακόμη και την άμυνα) για να «εξοικονομήσουν χρήματα», ώστε ο Τραμπ να μπορέσει να μειώσει το κόστος, δηλαδή να μειώσει τους φόρους επί των εταιρικών κερδών και τους φόρους επί των υψηλόμισθων υπερπλούσιων ατόμων που συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της αμερικανικής εταιρείας του και εκτελούν τις ντιρεκτίβες του.

Ο Τραμπ έδωσε εντολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να διακόψει για 180 ημέρες όλες τις διαδικασίες επιβολής του νόμου περί πρακτικών διαφθοράς στο εξωτερικό (Foreign Corrupt Practices Act –νομοθεσία αποτροπής της δωροδοκίας και εφαρμογής λογιστικών πρακτικών που αποσκοπεί στη διατήρηση της ακεραιότητας στις επιχειρηματικές συναλλαγές). Για κάθε νέο ρυθμιστικό κανόνα που εκδίδεται, ο Τραμπ σκοπεύει να καταργεί δέκα, ώστε να «απελευθερώσει την ευημερία μέσω της απορρύθμισης». Απέλυσε τον επικεφαλής του Γραφείου Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτών (CFPB) και έδωσε εντολή σε όλους τους υπαλλήλους του Γραφείου να «σταματήσουν άμεσα κάθε δραστηριότητα ελέγχου και εξέτασης». Το CFPB είχε δημιουργηθεί στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008 και έχει ως αποστολή τη θέσπιση και επιβολή κανόνων που αφορούν τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τις τράπεζες, με προτεραιότητα την προστασία των καταναλωτών που δανείζονται.

Ο Τραμπ θέλει περισσότερές κερδοσκοπικές μάρκες (tokens), περισσότερα project κρυπτονομισμάτων (σαν αυτά που τρέχουν οι γιοι του) και έχει ξεκινήσει το δικό του memecoin. [ΣτΜ πολύ χοντρικά, τα παραπάνω αποτελούν διαφορετικούς τύπους κρυπτονομισμάτων]. Οι πρόσφατα προτεινόμενες αλλαγές στις οδηγίες λογιστικής θα διευκολύνουν πολύ τις τράπεζες και τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων να κατέχουν κρυπτονομισματικές μάρκες -μια κίνηση που φέρνει αυτό το εξαιρετικά ευμετάβλητο περιουσιακό στοιχείο πιο κοντά στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Κι όμως αυτά προωθούνται μόλις δύο χρόνια από τότε που οι ΗΠΑ βρέθηκαν στα πρόθυρα της πιο σοβαρής σειράς τραπεζικών χρεοκοπιών μετά τη χρηματοπιστωτική καταιγίδα του 2008. Μια σειρά από περιφερειακές τράπεζες, μερικές από τις οποίες είχαν το μέγεθος των μεγαλύτερων ιδρυμάτων της Ευρώπης, χρεοκόπησαν, συμπεριλαμβανομένης της Silicon Valley Bank, η πτώση της οποίας έφτασε αρκετά κοντά στο να προκαλέσει μια γενικευμένη κρίση. Η κατάρρευση της SVB προκλήθηκε από διάφορες άμεσες αιτίες. Η αξία των ομολόγων που κατείχε κατρακυλούσε, καθώς τα επιτόκια δανεισμού στις ΗΠΑ ανέβαιναν. Με μερικά μόνο «πατήματα» (tap) σε μια εφαρμογή, η τρομαγμένη και διασυνδεδεμένη μέσω της τεχνολογίας βάση πελατών της τράπεζας απέσυρε καταθέσεις σε ρυθμό που δεν ήταν διαχειρίσιμος, αφήνοντας τους πολυεκατομμυριούχους να φωνάζουν για ομοσπονδιακή κρατική βοήθεια. Αυτή η απορρύθμιση είναι «ένα τεράστιο λάθος και θα είναι επικίνδυνη», δήλωσε ο Κεν Γουίλκοξ, ο οποίος ήταν διευθύνων σύμβουλος της SVB για μια δεκαετία μέχρι το 2011. «Χωρίς καλές ρυθμιστικές αρχές, οι τράπεζες θα ξεσαλώσουν», δήλωσε στο The Banker, αδελφή έκδοση των Financial Times.

Το «μάντρα» του Τραμπ υπέρ της απορρύθμισης της αμερικανικής εταιρείας του βρίσκει τώρα ανταπόκριση από τις αντίστοιχες εταιρίες της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ήδη εγκαταλείψει τις συμφωνημένες νέες διεθνείς κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες που απέρρεαν από το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ και ακολουθούν το παράδειγμα των ΗΠΑ. Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs, Μάριο Ντράγκι, φωνάζει σήμερα να μπει τέλος στους κανονισμούς που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι οποίοι σύμφωνα με τον ίδιο «είναι πολύ πιο επιζήμιοι για την ανάπτυξη από τους δασμούς που μπορεί να επιβάλουν οι ΗΠΑ -και οι βλαβερές επιπτώσεις τους αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Η ΕΕ έχει επιτρέψει στα ρυθμιστικά πλαίσια να καθηλώνουν το πιο καινοτόμο τμήμα των υπηρεσιών -το ψηφιακό- εμποδίζοντας την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων τεχνολογίας και αποτρέποντας την οικονομία από το να ξεκλειδώσει μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας».

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς ζήτησε από τις αρχές ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα να «γκρεμίσουν τα ρυθμιστικά εμπόδια» που εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη, υπονοώντας ότι οι ρυθμιστικές πολιτικές μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ έχουν «παρατραβήξει». Ο πρόεδρος του ρυθμιστικού φορέα για τις εμπορικές συναλλαγές στο  Ηνωμένο Βασίλειο, της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών (Competition and Markets Authority), αντικαταστάθηκε από τον πρώην επικεφαλής της Amazon στο Ηνωμένο Βασιλείο! Ο επικεφαλής του Συνηγόρου του Πολίτη σε χρηματοπιστωτικά ζητήματα, επίσης παραιτήθηκε πρόσφατα, λόγω συγκρούσεων γύρω από τη φιλοεπιχειρηματική προσέγγιση της κυβέρνησης. Η Ριβς θέλει να περάσουν από εξονυχιστικό έλεγχο οι 130 περίπου ρυθμιστικές αρχές της Βρετανίας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιες από αυτές θα πρέπει να καταργηθούν. Η Ριβς δήλωσε σε ανώτερα τραπεζικά στελέχη ότι «για πολύ καιρό, εφαρμόζαμε ρυθμίσεις με το μυαλό στους κινδύνους και όχι στην ανάπτυξη, και γι’ αυτό συνεργαζόμαστε με τις ρυθμιστικές αρχές ώστε να γίνει κατανοητό πως η γενικευμένη μεταρρύθμιση μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη». Αυτό σημαίνει ότι η απορρύθμιση και η ανάληψη ρίσκων μπαίνουν σήμερα στην ημερήσια διάταξη.

Η Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) της ΕΕ, πολιτικές που υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα, αποδυναμώνεται στο όνομα του ανταγωνισμού με την αμερικανική εταιρεία του Τραμπ. Η αρμόδια επίτροπος της ΕΕ, Τερέσα Ριμπέρα, «ανέβαλε» ήδη για ένα χρόνο την εφαρμογή ενός νόμου κατά της αποψίλωσης των δασών. Τώρα θέλει να μειώσει τον αριθμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που επηρεάζονται από τους υφιστάμενους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και να μειώσει τις απαιτήσεις υποβολής [περιβαλλοντικών] εκθέσεων, εξοικονομώντας έτσι γύρω στο 20% του κόστους των ρυθμιστικών κανονισμών. Οι Βρυξέλλες έχουν υπολογίσει ότι το κόστος συμμόρφωσης με τους ρυθμιστικούς κανόνες της ΕΕ φτάνει στα 150 δισ. ετησίως και θέλουν να πετσοκόψουν αυτό το ποσό κατά 37,5 δισ. ευρώ έως το 2029. «Αυτό που πρέπει να αποφύγουμε είναι να χρησιμοποιούμε τη λέξη απλούστευση για να εννοήσουμε απορρύθμιση», δήλωσε η Ριμπέρα. «Νομίζω ότι η απλούστευση μπορεί να είναι πολύ ακριβής ... για να δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα ευκολότερα». Όμως, όπως λέει η Χέδερ Γκράμπ, ανώτερη συνεργάτης του οικονομικού θινκ τανκ Bruegel, αυτές οι προτεινόμενες αλλαγές «φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ την απλούστευση που θα διευκόλυνε την υποβολή εκθέσεων και φαίνεται να απομακρύνονται από τη διαφάνεια, που είναι αυτό το οποίο ζητούν οι επενδυτές».

Όσο για τον έλεγχο της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, ξεχάστε το. Η Κάρεν ΜακΚί, επικεφαλής της Exxon Mobil Product Solutions, δήλωσε στους Financial Times ότι οι μελλοντικές επενδύσεις στην Ευρώπη θα εξαρτηθούν από τη σαφήνεια των Βρυξελλών στο θέμα των ρυθμιστικών κανονισμών. Είπε ότι «Αυτό που πραγματικά περιμένουμε τώρα είναι δράση» ώστε να περιορίσουν οι Βρυξέλλες τις «καλοπροαίρετες» ρυθμίσεις τους και να επιτρέψουν στη βιομηχανία να καινοτομήσει. «Η ανταγωνιστικότητα είναι στο επίκεντρο αυτή τη στιγμή, διότι απλώς αντιμετωπίζουμε μια κρίση. Στην Ευρώπη, επιτυγχάνουμε την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα μέσω της αποβιομηχάνισης», διαμαρτυρήθηκε η ΜακΚί. Απ’ ότι φαίνεται, η αποτυχία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να επενδύσει και να αναπτυχθεί οφείλεται μόνο στους ρυθμιστικούς  κανονισμούς για την παραγωγή ορυκτών καυσίμων και στα εμπόδια που δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν.

Φαίνεται ότι όλες οι κυβερνήσεις καταπίνουν αμάσητη τη στρατηγική του Τραμπ για την αμερικανική εταιρεία του: μπορείς να μεγιστοποιήσεις τα κέρδη σου αν καταργήσεις όλους τους περιορισμούς και κάνεις συμφωνίες. Αυτό που αγνοούν ο Τραμπ, η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ότι η απορρύθμιση δεν έχει αποφέρει ποτέ οικονομική ανάπτυξη και αύξηση της ευημερίας. Αντιθέτως, απλώς αύξησε τον κίνδυνο χάους και κατάρρευσης. Και αυτό σημαίνει ότι τελικά κάποια στιγμή, βλάπτει την κερδοφορία.

Αρκεί να θυμηθούμε τη γελοία θέση που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση των Εργατικών της Βρετανίας πριν από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αυτό που αποκαλούσαν «χαλαρή ρύθμιση» (light-touch regulation)  των τραπεζών. Ο Έντ Μπολς, τότε υπουργός Χρηματοπιστωτικού Τομέα (σήμερα παρουσιαστής talkshow), στην πρώτη του ομιλία στο City του Λονδίνου είχε πει: «Η επιτυχία του Λονδίνου βασίστηκε σε τρία μεγάλα πλεονεκτήματα: Τις δεξιότητες, την τεχνογνωσία και ευελιξία του εργατικού δυναμικού. Μια ξεκάθαρη δέσμευση για παγκόσμιες, ανοικτές και ανταγωνιστικές αγορές. Και την χαλαρή ρύθμιση βάσει αρχών». Ο τότε υπουργός Οικονομίας  και έπειτα πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν είχε απευθυνθεί στους τραπεζίτες και είχε αναφέρει: «Σήμερα το σύστημά μας για χαλαρή και βασισμένη στο ρίσκο ρύθμιση αναφέρεται συχνά -μαζί με τον διεθνισμό του Σίτι και τις δεξιότητες όσων εργάζονται εδώ- ως ένα από τα πιο ελκυστικά  χαρακτηριστικά μας. Μας έχει προσφέρει ένα τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θεωρείται το καλύτερο στον κόσμο». Τι συνέβη στη συνέχεια και πού βρίσκεται τώρα η Βρετανία;

Η Ρέιτσελ Ριβς δεν έμαθε τίποτα από το κραχ του 2008. Στην πρώτη επίσημη ομιλία της ως υπουργός στο Mansion House του Λονδίνου [ΣτΜ ετήσια ομιλία του/της υπουργού Οικονομίας του Η.Β. , στην οποία σκιαγραφείται η μελλοντική πολιτική της κυβέρνησης ως προς τη βιομηχανία, το ρυθμιστικό πλαίσιο κλπ] τον περασμένο Νοέμβριο επανέλαβε την έκκληση για απορρύθμιση. Όμως, όπως επισήμανε η Μαριάνα Ματζουκάτο, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ήδη η δεύτερη πιο απορυθμισμένη χώρα όσον αφορά κανονισμούς που αφορούν τα προϊόντα και η τέταρτη πιο απορυθμισμένη χώρα όσον αφορά κανονισμούς που αφορούν την απασχόληση. Και η Παγκόσμια Τράπεζα συνεχίζει να αξιολογεί το Ηνωμένο Βασίλειο ως μία από τις υψηλότερες στην κατάταξη χώρες όσον αφορά την «ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας».

Αλλά τώρα φαίνεται ότι, προκειμένου να ανταγωνιστούν την αμερικανική εταιρεία του Τραμπ, η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αρκεί να εμπλακούν μόνο σε έναν «αγώνα δρόμου προς τα κάτω» όσον αφορά τους φόρους (η Ριβς αρνείται να χρηματοδοτήσει τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω φορολόγησης του πλούτου ή των εταιρικών κερδών -αντίθετα θέλει να την μειώσει). Πρέπει επίσης να εμπλακούν σε έναν «αγώνα δρόμου προς τα κάτω» όσον αφορά την απορρύθμιση. Ακόμη και οι οικονομολόγοι της Τράπεζας της Αγγλίας ανησυχούν για την «ανταγωνιστική απορρύθμιση», καθώς αυτή θα αυξήσει αναπόφευκτα τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης.

Όποιος έχει παρακολουθήσει μέσα στα χρόνια τα κείμενα που δημοσιεύονται σε αυτό εδώ το μπλογκ, ξέρει πως δεν πιστεύω ότι η ρύθμιση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων μπορεί να λειτουργήσει, όπως αποδείχθηκε από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008, την κατάρρευση των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ το 2023 και πολλά άλλα παραδείγματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις επιχειρήσεις και τις υπηρεσίες. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά αποτελεσματική «ρύθμιση» χωρίς δημόσια ιδιοκτησία η οποία θα ελέγχεται από δημοκρατικές εργατικές οργανώσεις. Η απορρύθμιση ίσως και να μην αυξήσει τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικών κραχ ή περισσότερων βιομηχανικών ατυχημάτων ή εξαπάτησης καταναλωτών ή περισσότερης διαφθοράς: αυτά συμβαίνουν ούτως ή άλλως. Αλλά σίγουρα δεν θα αποδώσει περισσότερη οικονομική ανάπτυξη και καλύτερο βιοτικό επίπεδο και δημόσιες υπηρεσίες.

Πράγματι, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εταιρική στρατηγική του Τραμπ πρόκειται να αποτύχει. Οι αυξημένοι δασμοί σε άλλες εταιρείες μπορεί να δώσουν στην εταιρεία του Τραμπ ένα προσωρινό πλεονέκτημα στις τιμές, αλλά αυτό θα μπορούσε σύντομα να εξανεμιστεί από το υψηλότερο κόστος για προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχονται από αντίπαλες εθνικές εταιρείες, τις οποίες η επιχείρηση του Τραμπ  εξακολουθεί να χρειάζεται και από τις οποίες  πρέπει να αγοράζει. Η επιτάχυνση του πληθωρισμού είναι ο κίνδυνος. Και αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στους εργαζόμενους της εταιρείας. Επιπλέον, η σύναψη συμφωνιών για το εμπόριο και την ακίνητη περιουσία ή η μείωση της φορολογίας των κερδών δεν οδήγησε ποτέ σε σημαντική αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή εξαρτάται από τις επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς. Οι περισσότερες από τις περικοπές στους φόρους θα καταλήξουν μάλλον σε οικονομική κερδοσκοπία από τις εταιρείες και τους υπερπλούσιους.

Εάν μια εταιρική στρατηγική αποτύχει, ο CEO πρέπει συνήθως να αναλάβει την ευθύνη και οι διευθυντές και οι μέτοχοι της εταιρείας μπορούν να στραφούν εναντίον του. Και αν η εταιρεία δεν μπορεί να προσφέρει καλύτερους μισθούς και συνθήκες για τους εργαζομένους της, αλλά μόνο υψηλότερο πληθωρισμό και κατάρρευση των δημόσιων υπηρεσιών, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό της εταιρείας. Ας παρακολουθούμε αυτή τη διάσταση.

Ετικέτες