«ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ» του Ι. Καμπανέλλη, σε Σκηνοθεσία και Δραματουργική Επεξεργασία Θέμη Μουμουλίδη, σε Μουσική Μίκη Θεοδωράκη, στο Θέατρο Badminton.
Ένα βιβλίο 360 σελίδων, μία συγκλονιστική αυτοβιογραφία του συγγραφέα που εξιστορεί όσα έζησε στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης των Ναζί από το 1943 ως το 1945. Αυτό είναι το «Μαουτχάουζεν». Ναζιστική κτηνωδία αλλά και ο θρίαμβος της ζωής μέσα από τον έρωτα, την ανθρώπινη αλληλεγγύη, την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας.
Το Μαουτχάουζεν είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία. Πέρα από αυτό, μια υπέροχη φύση και γερμανοί αγρότες που ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν τίποτε. Ποιος μίλησε για συλλογική ευθύνη;
Οι κρατούμενοι είναι εβραίοι ή αντιφασίστες, ρώσοι, έλληνες, δεκάδες εθνικότητες, ή απλά φτηνό και εξευτελισμένο εργατικό δυναμικό. Το προϊόν της εργασίας τους χρησιμοποιούν μεγάλες γερμανικές εταιρείες όπως η Bayer. Αρχιτέκτονες της τραγωδίας οι αρχηγοί των Ες Ες Χίμλερ και Πόολ.
Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο κολαστήριο αυτό του τρόμου.
Οι περισσότεροι υπεύθυνοι γι αυτό το φριχτό σκηνικό καταδικάστηκαν στη Δίκη του Νταχάου.
Το 1965 ο συγγραφέας γράφει τέσσερα ποιήματα με αφορμή αυτό το έργο και ο Μίκης Θεοδωράκης τα μελοποιεί. Το 1966 ηχογραφείται η ελληνική έκδοση του έργου και τα τέσσερα ποιήματα («Ασμα ασμάτων», ο «Αντώνης», «Οδραπέτης» και «Όταν τελειώσει ο πόλεμος») γίνονται κτήμα εκείνης της υπέροχης παράδοσης της έντεχνης ελληνικής μουσικής που καθόρισε το DNAτων γενεών από τη δεκαετία του 1960 έως τις μέρες μας.
Αυτά είναι τα ιστορικά στοιχεία.
Σήμερα όμως, για πρώτη φορά, αυτό το ντοκουμέντο παίρνει σάρκα και οστά στη σκηνή.
Ο Θέμης Μουμουλίδης έσκυψε στο έργο με την συστολή και την τρυφερότητα που απαιτούσε το βίωμα του συγγραφέα και η εξ αυτού αλήθεια του, που έπρεπε να φτάσει στην πλατεία ατόφιο.
Πραγματικά ως ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, με μια μουσική ορχήστρα ζωντανή (Μίλτος Λογιάδης), με τον Μίκη Θεοδωράκη να συνομιλεί με το Μάλερ, τη σεμνή παρουσία της Ρίτας Αντωνοπούλου και εξήντα καλλιτέχνες επί σκηνής, έξυσε την παλιά πληγή, όχι για να προκαλέσει πόνο αλλά για συναισθανθούμε ότι οι μικροί χιτλερίσκοι πριν τις μάχες, γεννούνται μέσα στην οικογένεια, σε καιρούς κρίσης και κοινωνικής απελπισίας, όταν παροξύνονται τα βαθειά ακατέργαστα ένστικτα που φθονούν τον άλλον, τον διαφορετικό, τον φτωχό και αδύναμο. Κι αυτούς τους «χιτλερίσκους» οφείλει η κοινωνία να απορρίπτει ως ξένο σώμα.
Η παρουσία του Στέλιου Μάινα ως αφηγητή, επιβεβαίωσε την άποψή μου γι αυτόν τον καλό ηθοποιό που μεγαλώνοντας μεστώνει τη φωνή και το συναίσθημα. Αλλά και ο Αρης Λεμπεσόπουλος με τη λεπτή ειρωνία και το φλεγματικό χιούμορ ήταν εξαίρετος. Επίσης ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, η Μαριάννα Πολυχρονίδη κ.α.
Ηταν ένα γερό χτύπημα στο στομάχι των θεατών που γέμισαν το Μπάντμιντον αυτή η παράσταση, που ζωντάνευε επί σκηνής με τα μέσα της τέχνης (το βίντεο, το λόγο, τα ζωντανά σώματα των ηθοποιών που αναπαριστούσαν στιγμιαία τη φρίκη κ.α), το μακελειό 35.000 περίπου κρατουμένων του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Χωρίς συναισθηματολογίες, αντιληφθήκαμε ότι δίπλα στη φρίκη του ιδεολογικού ολοκαυτώματος της διαφορετικότητας και στο νοσηρό όραμα της φυλετικής κυριαρχίας των Αρείων, ξεπροβάλλει πάντα, αδρά η πεμπτουσία της αντιφατικότητας της ανθρώπινης φύσης. Δηλαδή το μυστήριο και το άγνωστο που κρύβεται μέσα της. Όχι, τελικά ο ναζιστικός οδοστρωτήρας δεν κατάφερε να δολοφονήσει το ένστικτο της επιβίωσης μέσα από την αγάπη. Μέσα από το αίτημα της ανθρώπινης συμφιλίωσης.
Κι έτσι αυτό το ιστορικό δίδαγμα που την τραγικότητά του επισημαίνουν οι στεγνοί αριθμοί , ότι δηλαδή μόνο ένας στους εννέα επέζησε για να δει να αναγεννιέται μέσα από τη δημιουργία και την τέχνη, μοιάζει να κραυγάζει μέσα στους αιώνες: Ποτέ πια φασισμός.
Μετά την τεράστια επιτυχία του καλοκαιρινού «Μεγάλου μας Τσίρκου», έρχεται το Μαουτχάουζεν και η καθολική αποδοχή του από το κοινό, για να επιβεβαιώσει την εκτίμηση, ότι στις νέες τραγικές κοινωνικές συνθήκες, το κοινό αναζητά στο θέατρο να καλύψει συναισθηματικά το κενό που του δημιουργεί η αίσθηση της ανημπόριας και του χάους. Απαιτούνται λοιπόν επειγόντως εκείνες οι νέες αφηγήσεις που απαιτεί η συγκυρία.