Η εμφάνιση της υποψηφιότητας Κασσελάκη τάραξε τα «λιμνάζοντα ύδατα» του αγώνα για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο νεαρός «πετυχημένος εφοπλιστής και επιχειρηματίας» από τις ΗΠΑ, υποψήφιος σε μη εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικράτειας του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές, εμφανίζεται ως φορέας μιας –υποτίθεται– διαφορετικής και πιο τολμηρής πρότασης από τους/ις άλλους/ες υποψηφίους και, πάντως, πιο ξεκάθαρης τουλάχιστον σε τούτο: Το «Α» της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι υποχρέωση, αλλά βαρίδι, και στη θέση του μπαίνει το «Α» της Ανασυγκρότησης. Τίνος πράγματος; Μα του «υπάρχοντος», του σύγχρονου, στρατηγικά νεοφιλελεύθερου ελληνικού κράτους.
Βέβαια, καμία «καινοτομία» δεν υπάρχει εδώ. Η περίφημη «ανασυγκρότηση» εμφανίζεται εδώ και χρόνια ως η απάντηση στα «προβλήματα της χώρας», ως το «φάρμακο για πάσα νόσο», με όλα τα πιθανά πολιτικά πρόσημα. Ο Κασσελάκης προτείνει τη συγκρότηση μαζικού πολιτικού πόλου εξουσίας, αντίπαλου της ΝΔ, χωρίς στρατηγικές διαφορές, αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από «τα σύμβολα και τις σημαίες του παρελθόντος», «αναπλαισιώνοντας» το δίλημμα: Ουσιαστικά, δεν υπάρχει Αριστερά και Δεξιά (τάπαν και τα λένε και άλλες/οι, ρητά ή ως υπαινιγμούς) αλλά μόνον η «ανασυγκρότηση» της πατρίδας με κοινωνικές ευαισθησίες έναντι της ακροδεξιάς, η οποία χαρακτηρίζει και πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι απόψεις αυτές και ακόμη η δυνατότητα να διεκδικούν τα χαρακτηριστικά και την φυσιογνωμία του πολιτικού χώρου που αντιπολιτεύεται και διεκδικεί την εξουσία από την παραδοσιακή Δεξιά, όχι μόνο δεν είναι, ωστόσο, καινούργιες, αλλά αποτυπώνουν τις αλλαγές που υφίσταται το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη και ευρύτερα, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας εδώ και δεκαετίες.
Η στρατηγικά ηττημένη και υποταγμένη στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, μαζική μεταρρυθμιστική Αριστερά, ο σύγχρονος κυβερνητικός σοσιαλφιλελευθερισμός στην Ευρώπη (και όχι μόνον) έχει πάψει να ομνύει, εδώ και δεκαετίες (στην Ελλάδα από το ΄90), τόσο στη σοσιαλιστική προοπτική όσο και στις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις και το κοινωνικό κράτος και όχι σπάνια βρίσκεται σε συγκυβέρνηση με την παραδοσιακή Δεξιά.
Η «κλασσική» συζήτηση – αντιπαράθεση στους κόλπους της Αριστεράς μεταξύ μεταρρυθμιστικής και επαναστατικής στρατηγικής προς τον Σοσιαλισμό μοιάζει παρωχημένη, καθώς τουλάχιστον ο ένας πόλος αγνοείται, μεταβιβάζοντας ταυτόχρονα εντελώς νέες ευθύνες στον άλλο!
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη προσπαθούν, τις τελευταίες δεκαετίες, να κρυφτούν πίσω από τα μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά και τις αριστερές σημαίες του παρελθόντος, σ’ έναν αγώνα πολιτικής επιβίωσης. Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Βρετανία αποτελούν ήδη παρελθόν. Ποιο πολιτικό σύστημα αντικαθιστά τον ιστορικό διπολισμό μεταξύ μεταρρυθμιστικής, κυβερνητικής Αριστεράς και παραδοσιακής Δεξιάς; Μα το σύστημα των ΗΠΑ, με το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό κόμμα, αμφότερα αστικά μορφώματα, σε συνθήκες απουσίας, επί μακρόν, μαζικής Αριστεράς (κάθε εκδοχής). Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το δίπολο «δημοκρατικό» κόμμα εναντίον ρεπουμπλικανικού «τραμπισμού» εμφανίζεται ως το κόμμα του Μακρόν ενάντια στην ακροδεξιά απειλή της Λεπέν. Στην Ιταλία η ακροδεξιά Μελόνι είναι πρωθυπουργός!
Στην Ελλάδα, όπως ήρθαν τα πράγματα, το χώρο της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας διεκδικούν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μία αντιπαράθεση χωρίς προφανή προοπτική για κανένα πλην της δύσκολης ενοποίησής τους. Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ διένυσε την απόσταση από το σημείο εκκίνησης μιας κυβερνητικής, αναδιανεμητικής Αριστεράς (διακηρυκτικά) και ηγεσίας του κινήματος και των αγώνων (συμβολικά) προς την κατεύθυνση μιας «ρεαλιστικής» και ουσιαστικά νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής Αριστεράς (ελέω, υποτίθεται «ανωτέρας βίας») των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων, του κυβερνητικού συνδικαλισμού και βέβαια του συστήματος του ΝΑΤΟικού ιμπεριαλισμού, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό σήμανε ότι εξέφρασε τη μαζική, ριζοσπαστική Αριστερά μόνο συμβολικά και .... για λίγο! Δεν έκτισε σχέσεις με την κοινωνία, δεν ηγήθηκε του κινήματος, δεν κατέγραψε νίκες/ μνήμες και συνακόλουθα δεν επιχείρησε ρήξεις και ανατροπές. Στη συνέχεια, επιχείρησε να υπηρετήσει τον «συστημικό ρόλο», χωρίς ωστόσο σοβαρές προϋποθέσεις, καθώς η αστική τάξη (στην Ελλάδα και παντού), όποτε αναγκάστηκε να αποδεχτεί την σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, το έκανε όχι τόσο λόγω των υποχωρήσεών της από τον αρχικό ριζοσπαστισμό αλλά, αντίθετα, επειδή απειλείτο από την εκπροσώπηση μιας πραγματικής ταξικής και λαϊκής ισχύος (της οποίας οι ψήφοι είναι μία, μόνον, μορφή εμφάνισης, που χωρίς το υπόβαθρο μετατρέπονται σε «ανεμομαζώματα – διαβολοσκορπίσματα»).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον τρόπο που αντιμετώπισε τις προκλήσεις μετά το 2012 και, πολύ πιο αποφασιστικά, το 2015 και μετά, και ο οποίος «προσωποποιήθηκε» από τον Α. Τσίπρα, δεν επιχείρησε να στηριχτεί στην κοινωνική δύναμη που είχε συσπειρώσει ούτε και συγκεράσει το ιδεολογικοπολιτικό μήνυμα με τη λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση και αποφασιστικότητα, που εκδηλώθηκε σε όλο της το μεγαλείο στο δημοψήφισμα. Αντίθετα, επιχείρησε συστηματικά να αποϊδεολογικοποιήσει την πάλη (από την «ενηλικίωση» του Γ. Δραγασάκη έως τα μεταμοντέρνα πολιτικά «ακροβατικά» του ίδιου του Α. Τσίπρα). Αποτέλεσμα: Η πτώση χωρίς «δίχτυ» και ταυτόχρονα η πολιτική και ιδεολογική σύγχυση σε μεγάλο τμήμα του κοινωνικού του ακροατηρίου. Έτσι, σήμερα, πολλές/οι αναζητούν το αντίπαλο δέος στη ΝΔ του Μητσοτάκη, συχνότατα με την μορφή ενός «Μεσσία» –μέχρι πρότινος του ίδιου του Τσίπρα– χάνοντας εντελώς από τα μάτια το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις αυτής της πάλης, λες και αρκεί οποιαδήποτε/οποιοσδήποτε να αντικαταστήσει τον Μητσοτάκη για να βάλει τα πράγματα σε άλλη ρότα!
Όμως ούτε αυτό το φαινόμενο είναι καινοφανές. Σ’ αυτά τα «θολά νερά» ψαρεύει και η ακροδεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ως δήθεν αντιπολίτευση στην παραδοσιακή, νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, η σχετικοποίηση, ακόμη και η πλήρης παράλειψη της «σημαίας» της Αριστεράς αποτελεί το τελευταίο βήμα πριν την ολοκληρωμένη μετάλλαξη. Όμως μεγαλύτερη αυταπάτη, μεγαλύτερο ψέμα από την «χρηστή διαχείριση», πολύ δε περισσότερο τη «φιλολαϊκή» διαχείριση, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ειδικά σε συνθήκες πολυεπίπεδης κρίσης που φτάνει στην πολεμική έκφραση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως σήμερα εξελίσσεται στην κόλαση της Ουκρανίας, δεν υπάρχει!
Όταν ο Α. Τσίπρας υπόγραψε το 3ο μνημόνιο, οι πολιτικοί φορείς και ο κόσμος της Αριστεράς χωρίστηκαν σε δυο κομμάτια, με σημείο διαφοροποίησης την εκτίμηση για τη «συνθηκολόγηση» με την τρόϊκα[i].
Το ένα κομμάτι συσπειρώθηκε πάνω στην άποψη ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την συνθηκολόγηση. Αφορά, κυρίως, τον κόσμο που υποχώρησε, εκ των πραγμάτων «προς τα δεξιά», από απογοήτευση. Ιδιαίτερα, όμως, σε ό,τι αφορά το κομμάτι που όχι μόνον αποδέχτηκε τη «μοίρα» αλλά και έφτασε, στη συνέχεια, μαζικά να υποστηρίζει ότι από την αρχή έπρεπε να ήταν πιο «ρεαλιστικός» ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς τα βαρίδια της εσωκομματικής αντιπολίτευσης τότε όπως και τώρα, να θυμίσουμε ότι χωρίς την υπόσχεση του «σκισίματος των μνημονίων» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γινόταν κυβέρνηση ποτέ!
Το άλλο κομμάτι συνέκλινε ποικιλοτρόπως στη γενικότερη άποψη ότι υπήρχε ή θα μπορούσε να υπάρξει άλλος δρόμος. Στο σημείο αυτό απαιτείται ασφαλώς μια ολοκληρωμένη συζήτηση, η οποία, ακόμη και σήμερα, δεν έχει γίνει συγκροτημένα και, κυρίως, πέρα από ιδεολογικές εμμονές και τον υποβιβασμό του διακυβεύματος σε αυστηρά οικονομίστικο πλαίσιο. Εντούτοις, και εδώ είναι αναγκαία –και μάλιστα για τα πιο ριζοσπαστικά, αντικαπιταλιστικά τμήματα– η υπενθύμιση ότι το δίλημμα δεν θα ετίθετο ποτέ εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διεκδικούσε την κυβέρνηση!
Στις τρέχουσες συνθήκες, «μαγική» και πολύ άμεση λύση δεν αναδύεται αβίαστα. Ταιριάζει εδώ η τραγική ρήση πως η μεγάλη θλίψη μπορεί να γεννήσει ανοησίες… Όμως, προκύπτουν πολύτιμα συμπεράσματα από το παρόν και το πρόσφατο παρελθόν. Κυρίως, εξακολουθεί να υφίσταται ένα πολυπληθές ανθρώπινο, πολιτικό και αγωνιστικό, δυναμικό, διάσπαρτο, κυρίως ως ψηφοφόροι και λιγότερο ως μέλη, στα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς (του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου) αλλά και στην αποχή. Το άνοιγμα μιας σοβαρής συζήτησης, για όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε δυνητικά να ξανακεντρίσει το ενδιαφέρον, να συσπειρώσει αυτό το δυναμικό και να ξαναφέρει στην επικαιρότητα την η προοπτική μιας ουσιαστικής επανίδρυσης της σύγχρονης, μαζικής Αριστεράς: Ανυποχώρητα και ανατρεπτικά αντινεοφιλελεύθερη και αντιιμπεριαλιστική, ουσιαστικά αντιεθνικιστική /διεθνιστική, με αντικαπιταλιστική στρατηγική και τη σημαία των ιδεών και των αξιών της Αριστεράς στη θέση της, μέσα στους κοινωνικούς αγώνες και στη νικηφόρα προοπτική στον παρόντα ιστορικό χρόνο!
[i] Υπήρχε και υπάρχει, βεβαίως, και μία άποψη που ήδη από την αρχή της πολιτικής κρίσης και της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης θεωρούσε ότι δεν υπήρχε καμία προοπτική στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν και σίγουρα όχι εντός πλαισίου διεκδίκησης «κυβέρνησης της Αριστεράς» – πλην, όμως, αυτή η άποψη απείχε και απέχει, εξ αντικειμένου, από κάθε είδους πολιτικές εξελίξεις.
*Δημοσιεύτηκε στις 30/8/23 στο kamini.gr