Ενάντια στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά και τη "μνημονιακή αριστερά"
1. Είναι από τις λίγες φορές τα τελευταία χρόνια, όπου το αποτέλεσμα των επερχόμενων εθνικών εκλογών είναι λίγο-πολύ δεδομένο ως προς το ποιο κόμμα θα βγει πρώτη δύναμη και νικητής των εκλογών. Ιδιαίτερα μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, η νίκη της ΝΔ θεωρείται βέβαιη ενώ το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στο εάν έχει ο ΣΥΡΙΖΑ δυνατότητες μείωσης της διαφοράς με τη ΝΔ ή εάν στην επόμενη βουλή θα εκπροσωπούνται έξι ή επτά κόμματα. Γι αυτό και στις 7 Ιούλη ψηφίζουμε με το βλέμμα στραμμένο στην «επόμενη μέρα» και στην ανάγκη κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης απέναντι τόσο στην ακραία νεοφιλελεύθερη ΝΔ όσο και στο μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν συμφωνήσει «στρατηγικά» στο μονόδρομο της διαρκούς λιτότητας, του αυταρχισμού, του ρατσισμού και της προσχώρησης στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΝΑΤΟ και ΕΕ στην περιοχή, με τους ανταγωνισμούς της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης για τον έλεγχο των ΑΟΖ να οξύνονται επικίνδυνα.
2. Η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ -είτε αυτοδύναμη είτε με τη στήριξη/ανοχή άλλων πρόθυμων μνημονιακών δυνάμεων- είναι σίγουρο ότι θα είναι επιθετική απέναντι στον κόσμο της εργασίας, τη νεολαία, τους πρόσφυγες και τους/ις μετανάστες/τριες. Είναι σίγουρο επίσης ότι θα είναι επιθετική ως προς τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, το περιβάλλον και το δημόσιο πλούτο. Αυτό είναι κατανοητό αφενός από τη δημόσια παρουσία στελεχών της ΝΔ και αφετέρου -και ίσως πιο σημαντικά- από τους δεκαέξι προγραμματικούς άξονες που αποτελούν μνημείο ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Η δυνατότητα του Μητσοτάκη να έχει αυτόν τον πολιτικό αέρα δημιουργήθηκε από τη μνημονιακή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ντε φάκτο νεοφιλέλευθερη πολιτική του.
3.Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι που καλούν σήμερα στην κυβερνητική εξουσία τους πιο αυθεντικούς εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού υπό την ηγεσία του Μητσοτάκη. Που θα έχει, καταρχήν, να βαδίσει πάνω στο δρόμο που «έστρωσε» ο Τσίπρας και περιγράφεται στις συμφωνίες με τους δανειστές. Όμως, προσοχή: Δεν θα είναι, απλά, «συνέχεια». Ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να μετατρέψει την πολιτική ήττα του Τσίπρα, εκμεταλλευόμενος και την αποθάρρυνση ενός ευρύτερου κόσμου, σε στρατηγική ήττα του κινήματος κοινωνικής αντίστασης. Σε στρατηγική ήττα των ιδεών, των συνηθειών, ακόμα και των συμβόλων της Αριστεράς σε κάθε εκδοχή της.
Η «συνέχεια» της μνημονιακής-νεοφιλελεύθερης πολιτικής θα επιχειρηθεί με σημαντική επιτάχυνσή της. Γι’ αυτό πανηγυρίζουν προκαταβολικά οι «αγορές». Κανείς δεν γνωρίζει σήμερα αν ο Κυρ. Μητσοτάκης θα τα καταφέρει σε αυτόν το στόχο, που σίγουρα υιοθετεί.
Δεν είναι δεδομένο. Όπως ο Τσίπρας έκανε λάθος, ερμηνεύοντας την αδυναμία του κόσμου να ανατρέψει την πολιτική του σαν συναίνεση του κόσμου προς την κυβέρνησή του, έτσι και ο Μητσοτάκης είναι πιθανό να βρεθεί μπροστά στη διαπίστωση ότι είναι άλλο η απογοήτευση από τον Τσίπρα και τελείως άλλο να αποδεχθεί αυτός ο ίδιος κόσμος έναν καλπασμό ενάντια στα βασικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
4. Από τη σκοπιά των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας, των εργαζομένων, της νεολαίας, των λαϊκών στρωμάτων, το βασικό ερώτημα λοιπόν είναι εάν και με ποιον τρόπο «την επόμενη μέρα» θα υπάρχει η δυνατότητα οργάνωσης αντιστάσεων και διεκδικήσεων. Εάν, δηλαδή, θα υπάρχει η δυνατότητα για μία αντιπολίτευση «από τα κάτω και από τα αριστερά», διότι είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσουμε αναχώματα στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ο ενδεχόμενος εγκλωβισμός στη λογική του «μικρότερου κακού» και της εκλογικής στήριξης του Τσίπρα για να «μην έρθει ο Κούλης», είναι τελείως αδιέξοδος, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι δεν μπορεί να είναι πολιτικό εργαλείο για τους/ις εργαζόμενους/ες ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, αντιθέτως, υπήρξε εξαιρετικό εργαλείο επιβολής και συνέχειας της μνημονιακής πολιτικής.
5. Το ΜέΡΑ 25, παρότι καταφέρνει να προσελκύσει μία ψήφο αντιμνημονιακής δυσαρέσκειας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι εμφανίζεται ως μια επιλογή «στα αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα αρχηγοκεντρικό μόρφωμα, χωρίς οργανώσεις και μέλη, χωρίς παρέμβαση σε γειτονιές και χώρους δουλειάς και με ένα πολιτικό πρόγραμμα μιας «ανθρώπινης» διαχείρισης της λιτότητας χωρίς τις ρήξεις που απαιτούνται για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων. Αντίστοιχα, η Πλεύση Ελευθερίας, παρότι υιοθετεί κάποια αντιμνημονιακά αιτήματα, με την πολιτική επιλογή διαχωρισμού «ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά» και την πολιτική στάση «χαϊδέματος» των εθνικιστικών συλλαλητηρίων για τη συμφωνία των Πρεσπών, δεν μπορεί να είναι χρήσιμο πολιτικό στήριγμα για τον κόσμο μας.
6. Σε αυτές τις συνθήκες, αντικειμενικά, το βάρος για την οργάνωση των αντιστάσεων την «επόμενη μέρα» πέφτει στις πλάτες της Αριστεράς. Δυστυχώς, το ΚΚΕ στάθηκε κάτω από τις απαιτήσεις ενός ευρύτερου αριστερού δυναμικού και όλο το προηγούμενο διάστημα δεν πήρε πραγματικές πρωτοβουλίες συσπείρωσης δυνάμεων με στόχο την αντεπίθεση του κινήματος αλλά αρκέστηκε σε μονότονα καλέσματα κομματικής ενίσχυσης, με αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές να μην καταφέρει να αυξήσει την επιρροή του, παρά την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη όμως και οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν έχουν καταφέρει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, συνεχίζοντας να αναπαράγουν μία κατάσταση κατακερματισμού δυνάμεων. Δυστυχώς, ούτε ενόψει των βουλευτικών εκλογών, δεν έγινε εφικτή η εκλογική συνεργασία της ΛΑΕ με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, παρά τις προσπάθειες τμημάτων και στους δύο σχηματισμούς. Από τη μία η επιμονή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μία γραμμή «καθαρότητας» και σεχταρισμού, λειτουργεί υπονομευτικά για κάθε ενωτική προσπάθεια. Από την άλλη, τα δεξιά λάθη της ηγεσίας της ΛΑΕ το προηγούμενο διάστημα δε βοηθούσαν την ενίσχυση μιας ενωτικής προοπτικής για την Αριστερά.
7. Οι εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δείχνουν τον επείγοντα χαρακτήρα μιας παρέμβασης σε ανώτερο επίπεδο. Η κυβέρνηση Τσίπρα, συνεχίζοντας την πολιτική του Σαμαρά για τον «άξονα» με το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία στην Αίγυπτο, έχει προσδεθεί σταθερά στην ουρά των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στο σχεδιο αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της Αν. Μεσογείου και της ευρύτερης γεωπολιτικής ανακατανομής ισχύος στην περιοχή. Ο κίνδυνος «θερμού επεισοδίου», ή και χειρότερα πολεμικής αναφλεξης για τις ΑΟΖ, τις εξορύξεις και τους αγωγούς, είναι πιο φανερός από ποτέ.
Εξίσου φανερή είναι και η ανάγκη παρέμβασης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με καθαρή γραμμή: Όχι πόλεμος για τις ΑΟΖ και τις εξορύξεις. Όχι στο ΝΑΤΟ και τους εξοπλισμούς. Όχι στον αντιδραστικό «άξονα» με το κράτος του Ισραήλ, στην ουρά των ΗΠΑ και της ΕΕ. Πολιτική ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς της περιοχής.
8. Θεωρούμε ότι η αντιμετώπιση της επερχόμενης εκλογικής μάχης, πρέπει να αποτελέσει ένα βήμα, ένα «στιγμιότυπο», σε μία πορεία για την ανασυγκρότηση ενός χώρου της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που θα μπορέσει να είναι χρήσιμο εργαλείο για την οργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης την επόμενη μέρα, σε μία κατεύθυνση ενωτική και με αξιώσεις μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης.
Οι κοινές αγωνιστικές εμπειρίες στο αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό κίνημα, στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα, στο εργατικό κίνημα, στα κινήματα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και τους πλειστηριασμούς, αποτελούν την κοινή μας κληρονομιά. Πιο πρόσφατα ακόμα, η εμπειρία της συγκρότησης ενωτικών αριστερών ριζοσπαστικών δημοτικών σχημάτων και η σημαντική εκλογική τους καταγραφή αποδεικνύει την ύπαρξη ενός σημαντικού δυναμικού αγωνιστών/τριών σε όλη την Ελλάδα που συνεχίζει να δραστηριοποιείται ενεργά.
Το αναγκαίο πολιτικό πρόγραμμα μιας τέτοιας διαδικασίας, οι αναγκαίες πολιτικές αιχμές, δεν μπορούν να είναι απλά μια «ξαναζεσταμένη» εκδοχή αθροίσματος «αντικαπιταλιστικών μπούλετ», ούτε μπορεί να διαπερνάται από έναν εκτός συγκυρίας «αριστερό» κυβερνητισμό. Αντίθετα, χρειάζεται να είναι ένα αποτελεσματικό πολιτικό εργαλείο για την οργάνωση κοινωνικών αντιστάσεων, που θα ενσωματώνει και θα επιδιώκει να πολιτικοποιεί τα αιτήματα του κόσμου στην κατεύθυνση της ρήξης με τους κάθε λογής αστικούς ή «ρεαλιστικούς» μονοδρόμους. Ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα θεωρούμε ότι είναι πλέον κοινό κτήμα, αν όχι όλων, των περισσότερων δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Το προηγούμενο διάστημα, με ευθύνη της ηγεσίας της ΛΑΕ, με την απεύθυνσή της στα εθνικά ακροατήρια και το αλληθώρισμα προς πατριωτικές μέχρι εθνικιστικές δυνάμεις, η ΛΑΕ τιμωρήθηκε στις ευρωεκλογές από τον κόσμο της Αριστεράς. Από τη μεριά μας είχαμε υποστηρίξει σταθερά μία άλλη κατεύθυνση στην προοπτική μιας μαζικής, ενωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς και προειδοποιήσαμε έγκαιρα ότι η γραμμή που είχε επιλεγεί θα ήταν καταστροφική. Παρολαυτά, στις γραμμές της ΛΑΕ συνεχίζει να δραστηριοποιείται ένα σημαντικό κομμάτι αγωνιστών/τριών που έχουμε δώσει πολλούς αγώνες μαζί και, επιπλέον, έχει υπάρξει προσπάθεια επαναπροσανατολισμού της ΛΑΕ στην κατεύθυνση της αριστερής πολιτικής. Για αυτό το λόγο, αυτή τη στιγμή επιλέγουμε την εκλογική στήριξη της ΛΑΕ και καλούμε σε ψήφο ενίσχυσής της.
Έχουμε συναίσθηση των αδυναμιών και των δυσκολιών για όλες τις δυνάμεις της ανατρεπτικής Αριστεράς και γνωρίζουμε τα όρια των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων μικρότερων δυνάμεων. Ωστόσο, είμαστε πεπεισμένοι/ες ότι οι πρωτοβουλίες «της επόμενης μέρας» θα ξεκινήσουν από δυνάμεις που βρίσκονται σε αυτούς τους σχηματισμούς και από άλλες δυνάμεις ευρύτερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό το καθήκον είναι το πιο ουσιαστικό μέσα στις συνθήκες που διμορφώνονται. Η ψήφος στην κάλπη της 7ης Ιούλη είναι μόνο ο «πρόλογος» για τις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες, αμέσως μετά.