Την Τρίτη 4 Δεκέμβρη, οι φοιτητές/τριες της Αρχιτεκτονικής Σχολής στα Τίρανα έμειναν έξω από τις ακαδημαϊκές αίθουσες και τα αμφιθέατρα, μποϊκοτάροντας τα μαθήματα, για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση στα δίδακτρα κατά 30 ευρώ για κάθε εξέταση που δεν συμμετείχαν.

Μέσα σε λίγες ώρες τα νέα διαδόθηκαν σε πολλές σχολές της πόλεις, και την επόμενη μέρα εκατοντάδες βρέθηκαν έξω από τις πόρτες του Υπουργείου Παιδείας απαιτώντας την κατάργηση αυτού του μέτρου. Ο αγώνας κορυφώθηκε την επόμενες μέρες, με δεκάδες χιλιάδες φοιτητές να διαδηλώνουν. Την ώρα μάλιστα που η αλβανική κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη να υποχωρήσει στο συγκεκριμένο αίτημα, νέα αιτήματα προκύπτανε μέσα από τις διαδηλώσεις με κέντρο την απαίτηση για μείωση ακόμα και στο μισό των ακαδημαϊκών διδάκτρων. Γρήγορα, οι διεκδικήσεις επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς, όπως η δημοκρατική συμμετοχή των φοιτητών στο Πανεπιστήμιο, η ανάγκη για υψηλότερη δημόσια δαπάνη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις φοιτητικές εστίες. Το αίτημα για δημόσια και δωρεάν παιδεία δεν άργησε να τεθεί στο τραπέζι και από τις πρώτες μέρες έγινε κοινός τόπος για όλους τους διαδηλωτές, αποδεικνύοντας τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος.

Ο λόγος που οι φοιτητές/τριες στην Αλβανία βγαίνουν στο δρόμο είναι ότι βιώνουν καθημερινά τα άμεσα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην παιδεία που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται από το καλοκαίρι του 2015 και έπειτα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βασίζονται στην αντίληψη ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των πανεπιστημίων για να διεκδικήσουν χρηματοδότηση, θα οδηγούσε ποιοτική αύξηση των παροχών των πανεπιστημίων. Η μόνη αύξηση που έχουν δει όμως οι φοιτητές/τριες στην Αλβανία είναι η συνεχόμενη αύξηση των διδάκτρων τους. Είναι προφανές πως πρόκειται απλά για δικαιολογίες ώστε να μειωθεί η κρατική χρηματοδότηση και να επωμιστούν οι φοιτητές την οικονομική επιβίωση των πανεπιστημίων τους. Τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις, οι φοιτητές ως καταναλωτές και η γνώση ως ένα εμπορικό προϊόν. Η τελευταία αύξηση για κάθε επανεξέταση των φοιτητών ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στη συλλογική συνείδηση. Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης και των ΜΜΕ να τους παρουσιάσουν ως αποτυχημένους τεμπέληδες, οι φοιτητές επιμένουν στον αγώνα τους, με αποτέλεσμα η διαδήλωση της Παρασκευής 7/12 να είναι η πιο μαζική διαδήλωση που έχει γίνει τα τελευταία 25 χρόνια χωρίς να την έχει καλέσει κάποιο κόμμα. Ένας από τους διαδηλωτές δήλωσε μάλιστα: «Ναι είμαι αποτυχημένος ακαδημαϊκά, αλλά δεν είναι δική μου ευθύνη. Είναι ευθύνη όσων με αναγκάζουν να δουλεύω 12 ώρες την ημέρα για να μπορώ να πληρώνω τα δίδακτρα του πανεπιστημίου».

Ο αυθορμητισμός και η αυτοοργάνωση είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος αυτού. Οι φοιτητές/τριες επέλεξαν να μην κάνουν καταλήψεις στα πανεπιστήμια αλλά να τα εγκαταλείψουν, ως μία συμβολική κίνηση, δείχνοντας ότι αρνούνται να τα αναγνωρίσουν ως δικούς τους χώρους, ακόμα και ως χώρους που παρέχουν τη δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης μέσα σε αυτούς. Κυριαρχεί μια γενικευμένη άρνηση για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Ακόμα και όταν ο πρωθυπουργός της Αλβανίας δήλωσε ότι θα δεχτεί όλα τα αιτήματα των φοιτητ(ρι)ών αν σταματήσουν τις διαδηλώσεις και δεχτούν να ξεκινήσουν διαπραγματευτικές διαδικασίες, το κίνημα δεν υπέκυψε. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι και να ήθελε να μπει σε διάλογο με την κυβέρνηση δεν υπάρχουν άτομα ή θεσμοί που να μπορούν να εκπροσωπήσουν αυτό το κίνημα καθώς καμία πολιτική οργάνωση δεν έχει κυρίαρχο ρόλο, ενώ δεν υπάρχει κάποιο κεντρικό συντονιστικό όργανο. Αντιθέτως, θα μπορούσε να πει κανείς πως επικρατεί μια γενική προσπάθεια να μην υπάρξει καμία σύνδεση με κανένα πολιτικό κόμμα, αν και η ανεξάρτητη φοιτητική οργάνωση LPU (Κίνηση για το Πανεπιστήμιο), που έχει υπάρξει ο μεγαλύτερος αντίπαλος της κυβέρνησης στην απόπειρα της να εφαρμόσει ακόμα πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο πανεπιστήμιο, φαίνεται να έχει μία σχετική επιρροή, κυρίως στη συνθηματολογία.

Για το μεγαλύτερο μέρος όσων συμμετέχουν στις διαδηλώσεις ο εχθρός έχει συγκεκριμένο πρόσωπο: αυτό του υπουργού Παιδείας, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι ευθύνες δεν μπορούν να καταλογιστούν προσωπικά, στο συγκεκριμένο άτομο που εφαρμόζει τις πολιτικές επιθέσεις στο πανεπιστήμιο, αλλά πρέπει να εντοπίσουν τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή την συνολική διαχείριση του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Η εξέγερση ενάντια στον υπουργό Παιδείας δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμη. Όλοι όσοι, προερχόμενοι από το καπιταλιστικό μπλοκ, θα βρεθούν, ή βρέθηκαν, στη θέση του εφάρμοσαν και θα εφαρμόσουν τις ίδιες πολιτικές επιλογές, με την ίδια συνέπεια. Η μόνη εναλλακτική είναι το φοιτητικό κίνημα μέσω των πιέσεων που θέτει να προκαλέσει κάποια ριζική αλλαγή.

Οι πιέσεις αυτές είναι όντως μεγάλες. Μπορεί μέχρι τώρα να μην έχει υπάρξει το αίτημα να πέσει η κυβέρνηση, όμως το γεγονός ότι για διαδοχικές βδομάδες οι φοιτητές/τριες βρίσκονται στους δρόμους –κερδίζοντας σιγά σιγά και την κοινή γνώμη– έχει αρχίσει να δημιουργεί πολιτικές ρωγμές. Το κίνημα αυτό έχει δημιουργήσει πολλές ελπίδες για αλλαγή σε κόσμο που έχει απογοητευτεί από την συνολικότερη πολιτική κατάσταση και από το αλβανικό status quo. Το στοίχημα είναι το κατά πόσο το φοιτητικό κίνημα θα εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που του δίνονται ώστε να πραγματοποιηθούν αυτές οι ελπίδες. Είναι πολύ κρίσιμο να ξεπεράσει το αυθόρμητο και αυτοοργανωμένο στάδιο και να ξεκινήσει να δομεί τους τρόπους για τη συνέχισή του. Για να υπάρξει μια οποιαδήποτε θετική παρακαταθήκη πρέπει να συγκληθούν συνελεύσεις, να προκύψουν χώροι πολιτικής συζήτησης και οργάνωσης που θα δώσουν στο κίνημα οξυγόνο για να συνεχίσει αλλά και θα συνδέσουν τους φοιτητές με τα υπόλοιπα κομμάτια της κοινωνίας και τους μαχόμενους ανθρώπους.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες