Η κατάσταση στη Λιβύη παραμένει «στο κόκκινο», παρά τον κύκλο διπλωματικών πρωτοβουλιών.

Οι δυσκολίες είχαν φανεί από την πρώτη συνάντηση στη Μόσχα, που επιχείρησε να προωθήσει ένα σχέδιο εκεχειρίας. Με δεδομένες τις καλές σχέσεις της Ρωσίας με τον πολέμαρχο Χαφτάρ, τη συμμαχία της Τουρκίας με την κυβέρνηση Σάρατζ και το γεγονός ότι η συνάντηση ήταν προϊόν κοινής ρωσο-τουρκικής πρωτοβουλίας, είχε διαμορφωθεί η αίσθηση μιας επανάληψης της Συρίας: Εκεί Πούτιν και Ερντογάν υποστηρίζουν «αντίπαλες» δυνάμεις, αλλά αξιοποιούν την (έμμεση ή άμεση) παρουσία τους στη χώρα, για να σχεδιάζουν κοινά αποδεκτές λύσεις και να τακτοποιούν από κοινού συμφέροντα, ζώνες επιρροής κ.ο.κ. 

Το κλίμα ανατράπηκε, όταν ο Χαφτάρ πρώτα «ζήτησε χρόνο» κι έπειτα αρνήθηκε να υπογράψει τη συμφωνία εκεχειρίας, που είχε δεχτεί νωρίτερα ο Σάρατζ. Ήταν η πολλοστή φορά που ο «στρατηγός» τορπίλιζε μια συνεννόηση, επιβεβαιώνοντας όσους τον θεωρούν υπερ-φιλόδοξο και απρόβλεπτο στην προσπάθειά του να κερδίσει την εξουσία. 

Διάσκεψη Βερολίνου

Τη σκυτάλη πήρε η πρωτοβουλία Γερμανίας-ΟΗΕ. Ήταν πολύ πιο φιλόδοξη, καθώς έφερε στο ίδιο τραπέζι όλα τα κράτη που εμπλέκονται άμεσα (Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία) ή πιο έμμεσα (Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) στο πλευρό της μιας ή της άλλης πλευράς, όπως και τις μεγαλύτερες διεθνείς δυνάμεις (Κίνα, ΗΠΑ). Το γεγονός ότι όλοι αυτοί κατέληξαν σε κείμενο συμφωνίας δημιούργησε μια πρόσκαιρη αίσθηση «αποκλιμάκωσης». Στο κοινό ανακοινωθέν οι συμμετέχοντες δεσμεύονταν να εργαστούν για τον τερματισμό κάθε ξένης εμπλοκής, για αυστηρότερη επιβολή του εμπάργκο όπλων, για εξασφάλιση διαρκούς εκεχειρίας και στήριξης μιας επανεκκίνησης της «πολιτικής διαδικασίας» για μια πιο μόνιμη λύση. Με δεδομένο το «κουβάρι» αντιτιθέμενων συμφερόντων, θεωρήθηκε σημαντικό βήμα μπροστά. 

Οι πιο παρατηρητικοί αναλυτές εντόπιζαν ότι οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενες λιβυκές παρατάξεις δεν συμμετείχαν (ήταν παρούσες στο Βερολίνο, αλλά αρνήθηκαν να βρεθούν στο ίδιο τραπέζι και δεν συνυπέγραψαν το κείμενο) και αυτό αρκούσε για να κρατά κανείς μικρό καλάθι. Οι ακόμα πιο παρατηρητικοί θα εκτιμούσαν τη σημασία που είχε η ταυτόχρονη διαδήλωση οπαδών του Χαφτάρ και οπαδών του Σάρατζ στο Βερολίνο. Οι μεν φωνάζοντας «Ερντογάν ο αρχηγός των τρομοκρατών» και οι δε «Όχι στο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Λιβύη». Από κοινού όμως κατήγγειλαν τη συνάντηση ως «ξένη παρέμβαση», κάτι που έκανε σαφές ότι και στις δυο πλευρές υπάρχουν αδιάλλακτοι που αντιλαμβάνονται κάθε συμβιβασμό ως «ήττα».  

Ήταν επίσης εμφανές ότι το κείμενο του Βερολίνου θύμιζε «ευχολόγιο». Με τα λόγια αναλυτή του Αλ Τζαζίρα, είναι «μια συμφωνία κυρίων που θα εφαρμοστεί μόνο αν η πρόθεση είναι ειλικρινής ή θα καταρρεύσει σύντομα με αλληλοκατηγορίες για παραβιάσεις». Και σε αυτό το σημείο οι πιο προσεκτικοί θα εντόπισαν τις διαφορές μεταξύ ηγετών που κατά τα άλλα «συμφώνησαν»: τη μονομερή έμφαση του Μακρόν στην ανάγκη να σταματήσει η αποστολή φιλοτούρκων μαχητών από τη Συρία στην Τρίπολη, την απάντηση του Ερντογάν για την ποικιλία στην προέλευση των χιλιάδων μισθοφόρων του Χαφτάρ με τη βιτριολική επισήμανση ότι «φαίνεται πως το Άμπου Ντάμπι στρατολογεί από όπου βρίσκει» (που έδειχνε ανοιχτά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) και την εγκράτεια του Λαβρόφ για τις προοπτικές της συμφωνίας, ενός ανθρώπου που και γνωρίζει καλά τις προθέσεις του Χαφτάρ και κινείται στην παράδοση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής να προαναγγέλλει προδιαγεγραμμένες εξελίξεις με τη μορφή «προειδοποίησης».

Άλλωστε οι διαπραγματεύσεις εξελίσσονταν ήδη στη σκιά μιας νέας κλιμάκωσης του Χαφτάρ, που κινητοποίησε τις δυνάμεις του για τον τερματισμό της παραγωγής κι εξαγωγής πετρελαίου, χρησιμοποιώντας τον έλεγχο των βασικών πετρελαϊκών περιοχών ως μέσο πολιτικού εκβιασμού και προς τα μέσα και προς τα έξω. Μια μέρα μετά τη συμφωνία, οι δυνάμεις του επίδοξου πραξικοπηματία ανακοίνωσαν ότι πιστές στην κυβέρνηση Σάρατζ πολιτοφυλακές παραβίασαν την εκεχειρία κι ότι ετοιμάζονται «να απαντήσουν με πλήρη ισχύ». 

Όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλήθεια στους ισχυρισμούς για το «ποιος το ξεκίνησε» έχει μικρή σημασία. Το ζήτημα είναι ότι η εύθραυστη εκεχειρία δείχνει να καταρρέει κι ότι ο στρατός του Χαφτάρ δηλώνει έτοιμος όχι για απλή «ανταπόδοση», αλλά για σαρωτική επίθεση…

Διεθνείς ανταγωνισμοί

Ήταν εξαρχής σαφές ότι οι περίφημες «διεθνείς επιτροπές υλοποίησης της συμφωνίας» θα ήταν ένα τραπέζι ανταγωνιστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των ξένων εμπλεκόμενων δυνάμεων (εκεί εντάσσεται και η προθυμία Δένδια να συμμετέχει ελληνικός στρατός σε «ειρηνευτικές» δυνάμεις στη Λιβύη). Άλλωστε η έξωθεν υποστήριξη που απολαμβάνουν και οι δύο πλευρές αφορά μεγάλες «δουλειές» που έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρας.

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Σάρατζ υποστηρίχθηκε αρχικά από την ΕΕ, με στόχο να βρεθεί ένα «θεσμικό» κυβερνητικό κέντρο το οποίο θα έδινε επίφαση νομιμότητας στις άθλιες συμφωνίες των Βρυξελλών με τους δουλέμπορους-βασανιστές, που αναβαθμίστηκαν σε «ακτοφυλακή», και τα κολαστήρια που αναβαθμίστηκαν σε «κέντρα κράτησης μεταναστών». Μέσα από τη στενή συνεργασία για το κυνήγι απελπισμένων ανθρώπων, η Ιταλία απέκτησε πιο στενές σχέσεις με την κυβέρνηση Σάρατζ, αποσκοπώντας σε προνομιακή πρόσβαση στον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας.

Αντίστοιχα, η υποστήριξη Μακρόν στον στρατηγό Χαφτάρ προέκυψε καθώς οι δυνάμεις του απέκτησαν τον στρατιωτικό έλεγχο στις περισσότερες πετρελαϊκές περιοχές της χώρας, δημιουργώντας ευκαιρίες  επαναπροσανατολισμού της ροής του «μαύρου χρυσού» από την Ιταλία προς τη Γαλλία. Η άνοδος του Χαφτάρ έγινε εφικτή με τη στήριξη δυνάμεων όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, που αναζητούσαν έναν «Σίσι της Λιβύης» για να αποκαταστήσει την αυταρχική «σταθερότητα» νεκροταφείου. Αντίστοιχα, Κατάρ και Τουρκία υποστηρίζουν τον Σάρατζ στην προσπάθεια να διευρύνουν την επιρροή τους στην περιοχή.

Σε αυτό το μίγμα προστέθηκε ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, με τον Ερντογάν να «εξαργυρώνει» τη στήριξη στον Σάρατζ με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και τον Μητσοτάκη να δίνει στήριξη στον Χαφτάρ για να αποσπάσει τη δέσμευση ότι ο «στρατηγός» θα το ακυρώσει. Οι εμπόλεμες δυνάμεις στη Λιβύη εμπορεύονται ανθρώπινες ζωές, πετρέλαια και πολιτική επιρροή για να κερδίσουν τις πλάτες ξένων δυνάμεων, που συμμετέχουν σε αυτό το αδίστακτο παιχνίδι.  

Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, φαίνεται ότι η διαπραγμάτευση γι’ αυτά τα διεθνή συμφέροντα μπορεί να παραμείνει «ένοπλη» στο πεδίο της Λιβύης και αυτό μπορεί να φέρει σε άμεση σύγκρουση και τους διεθνείς «παίκτες». 

Η ελληνική κυβέρνηση και ο... φίλος Χαφτάρ

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζει κανείς τι ειπώθηκε «στους διαδρόμους» του Βερολίνου, που μπορεί να ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τα συναινετικά ευχολόγια της επίσημης ανακοίνωσης. Αυτό που γνωρίζουμε όλοι είναι το ευχαριστήριο tweet του Χαφτάρ μετά τη Διάσκεψη, που έγραφε «Ένας φίλος στην ανάγκη είναι ένας πραγματικός  φίλος» και απεικόνιζε τον Μητσοτάκη, τον Μακρόν και τον πρίγκιπα διάδοχο των ΗΑΕ Μοχάμεντ Μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναχιάν. Η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να μην προσκλήθηκε στο Βερολίνο, αλλά φρόντισε να συναντηθεί με τον Χαφτάρ στην Αθήνα, που επέλεξε να συνομιλήσει με Δένδια-Μητσοτάκη πριν παραστεί στη διεθνή διάσκεψη. Η επιβεβαίωση του άτυπου «μετώπου» επιβεβαιώθηκε έμμεσα από τον υπουργό Επικρατείας, Γ. Γεραπετρίτη, ο οποίος, αφού καυχήθηκε για τις «ευχαριστίες» του Χαφτάρ, επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει λόγο στο λιβυκό ζήτημα όχι μόνο μέσω της συμμετοχής στα όργανα της ΕΕ (όπου ο Μητσοτάκης απειλεί με βέτο κάθε λύση που δεν ικανοποιεί το ελληνικό αίτημα για ακύρωση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου!), αλλά και «στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μέσω της συμμάχου Γαλλίας»… Την ίδια μέρα άλλωστε έγινε γνωστή η ελληνική στήριξη στη γαλλική πρωτοβουλία για αποστολή πολεμικής ναυτικής δύναμης στα Στενά του Ορμούζ… Μια άλλη «φαεινή ιδέα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η αποστολή πυραύλων Patriot στη Σαουδική Αραβία, για τις αιματηρές ανάγκες του σκοτεινού κατάμαυρου Βασιλείου των Σαούντ στην Υεμένη και την ευρύτερη περιοχή, φαίνεται να μπαίνει (προσωρινά;) στο συρτάρι μετά τις «επιχειρησιακές» ενστάσεις του Γενικού Επιτελείου. 

Ειλικρινείς αρθρογράφοι –ανεξαρτήτως συμφωνίας ή διαφωνίας τους με την ακολουθούμενη τακτική, με όρους αποτελεσματικότητας– παραδέχονται πλέον ανοιχτά ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει επενδύσει σχεδόν αποκλειστικά στην προοπτική… στρατιωτικής νίκης του Χαφτάρ στον λιβυκό εμφύλιο. Στην καλύτερη περίπτωση, ο στρατός του επίδοξου πραξικοπηματία χρησιμοποιείται ως «αντιπρόσωπος», ώστε η όποια συμφωνία να οδηγήσει σε ματαίωση της τουρκο-λιβυκής συμφωνίας και αυτό ομολογείται ρητά από κυβερνητικά χείλη ότι ιεραρχείται υψηλότερα από την προοπτική ειρήνευσης στην πολύπαθη χώρα.

Είναι μια πολιτική που απαιτεί αντιπολεμική αντιπολίτευση από τα αριστερά κι όχι «εθνική» κριτική για… «απουσία» ή «έλλειψη σθένους». Το ελληνικό κράτος είναι «σθεναρά παρόν» στην λιβυκή κρίση. Αλλά  αυτό δεν είναι για καλό…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες