Το κοινωνικό-πολιτικό εκκρεμές εξακολουθεί να «ζαλίζει» στη Λατινική Αμερική.
Η εξέγερση στη Χιλή συνεχίζεται με νέες προκλήσεις, ενώ αντιμετωπίζει μια καταστολή βγαλμένη από τις μέρες του Πινοσέτ. Στη Βολιβία ένα πραξικόπημα υπενθυμίζει σε πόσο «άγρια» εποχή έχει μπει η υπο-ήπειρος, αλλά αντιμετωπίζει μια αντίσταση που θυμίζει τις μεγάλες αγωνιστικές παραδόσεις της. Ακόμα και στη ζοφερή Βραζιλία του Μπολσονάρο, η έξοδος του Λούλα από τη φυλακή ανοίγει τη συζήτηση για τις δυνατότητες του κινήματος αντίστασης. Σε όλες τις περιπτώσεις, αναδεικνύεται η αγριότητα της δεξιάς παλινόρθωσης, οι αδυναμίες των δυνάμεων του «ροζ κύματος», αλλά και η επιστροφή της μαχητικής διάθεσης των «από κάτω» που συγκλόνισε τον πλανήτη και μερικά χρόνια πριν. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, το μέλλον της πολύπαθης υπο-ηπείρου θα γραφτεί στους δρόμους…
Βολιβία: Αντίσταση στο πραξικόπημα!
Όταν ο Έβο Μοράλες προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να επικυρώσει εκεί τη δυνατότητά του να διεκδικήσει μια νέα θητεία (μετά την ήττα του στο σχετικό δημοψήφισμα), ο Καναδός μαρξιστής, ειδικός σε θέματα Λατινικής Αμερικής, Τζέφρι Γούμπερ έγραφε:
«Ο Μοράλες κατά πάσα πιθανότητα θα κερδίσει τις εκλογές, αλλά υπάρχει μια ανησυχητική τάση, που μας υπενθυμίζει τις νέες δυναμικές της Δεξιάς… Επειδή η Δεξιά βλέπει ότι δεν πρόκειται να νικήσει… χρησιμοποιεί αυτή την κίνηση του Μοράλες γύρω από το σύνταγμα για να περιγράψει τη Βολιβία ως δικτατορία… λέει “δεν μπορείτε να περιμένετε τίποτα από την έκβαση των εκλογών του 2019”… Αυτό για το οποίο προϊδεάζει λοιπόν μια τέτοια τακτική είναι η πιθανότητα πολύ τρομακτικών εξελίξεων. Στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν αποκλείονται καθόλου…» («Η υποχώρηση του ροζ κύματος στη Λατ. Αμερική», περιοδικό «Κόκκινο», τεύχος 11).
Παρά τις όποιες αφορμές (η ιστορία με το «πάγωμα» της καταμέτρησης) και τις «τεχνικές» αναλύσεις στον αστικό Τύπο για το κατά πόσο ήταν(!) πραξικόπημα, αυτό που συνέβη στη Βολιβία μετά τις εκλογές είχε οργανωθεί και προαναγγελθεί έμμεσα από καιρό.
Το πραξικόπημα
Από τη «στιγμή» του «παγώματος» της καταμέτρησης, η αντιπολίτευση κατέφυγε σε εξωκοινοβουλευτική επίθεση. Αμφισβήτησε αμέσως το τελικό αποτέλεσμα, δεν αποδέχτηκε ούτε τη λύση της επανακαταμέτρησης και κατέβασε τον κόσμο της στους δρόμους να απαιτήσει την ανατροπή του Έβο Μοράλες. Όταν η σύγκρουση μεταφέρθηκε στο «πεζοδρόμιο», ο Κάρλος Μέσα (ο κεντροδεξιός εκλογικός αντίπαλος του Μοράλες) γρήγορα εκτοπίστηκε από μια άλλη προσωπικότητα: τον (αυτοαποκαλούμενο) «μάτσο» Καμάτσο. Είναι ο ακροδεξιός ηγέτης μιας «επιτροπής πολιτών» από την Σάντα Κρουζ, την πλούσια (και εχθρική προς τον Μοράλες) επαρχία στα ανατολικά, που είχε αναλάβει το έργο της «εξωκοινοβουλευτικής» ανασυγκρότησης της Δεξιάς. Το αντιπολιτευτικό κίνημα γρήγορα ηγεμονεύτηκε από τους οπαδούς, τις μεθόδους και τις τακτικές του Καμάτσο, με τις άγριες εγκληματικές επιθέσεις σε στελέχη του MAS, τις εφόδους και τις πυρπολήσεις σπιτιών κ.ο.κ. Το όργιο τρομοκρατίας και αντι-ιθαγενικού ρατσισμού βρήκε γρήγορα συμπαραστάτη στην αστυνομία, που προχώρησε σε μαζική «ανταρσία» κατά της κυβέρνησης και πέρασε στο πλευρό των ακροδεξιών συμμοριών. Ενώ οι μπάτσοι ξήλωναν από τις στολές τους την ιθαγενική σημαία, οι οπαδοί του Καμάτσο έκαιγαν την ίδια σημαία κι έγραφαν συνθήματα στα πανεπιστήμια ότι «θα πεταχτούν έξω οι ιθαγενείς». Αυτή η «συμβολική» βία περιγράφει τον στόχο της πραγματικής, τρομακτικής, βίας που ασκήθηκε τις μέρες της ανατροπής του Μοράλες από αστυνομία και ακροδεξιές συμμορίες.
Στη Βολιβία υπάρχει παρελθόν νεοφασισμού. Στη σύγκρουση του 2008-2010 (απόπειρα απόσχισης των ανατολικών επαρχιών) είχε αναδυθεί η UJC, μια παραστρατιωτική νεολαιίστικη οργάνωση με ανοιχτά ναζιστικά σύμβολα (μέσα από τις γραμμές της αναδύθηκε και ο Καμάτσο) που συνεργάζεται με τους φρανκικούς φαλαγγίτες της Falange Socialista Boliviana. Ο διαβόητος πολυεκατομμυριούχος Μπράνκο Μαρίνοβιτς θεωρείται ο «χορηγός» των νεοφασιστικών οργανώσεων της Σάντα Κρουζ. Τα τελευταία χρόνια, αναδύεται κι ένα ακροδεξιό ρεύμα φανατικών Ευαγγελιστών Χριστιανών, που θεωρεί «σατανική» την κυβέρνηση Μοράλες (και την ιθαγενική «θεοποίηση» της «Μητέρας Γης»). Αυτούς εξέφραζε ο Καμάτσο, όταν γονάτιζε με τη Βίβλο και δήλωνε ότι «ο Θεός επέστρεψε στο Προεδρικό Μέγαρο».
Με τον Καμάτσο να περιφέρεται ως «ηγέτης» πάνω σε περιπολικό (και να δηλώνει ότι «δεν του καίγεται καρφί» για τις κριτικές του Κάρλος Μέσα στις βίαιες πρακτικές) και τις επιθέσεις και τις απειλές να κλιμακώνονται ανεξέλεγκτα, η στρατιωτική ηγεσία «πρότεινε» στον Μοράλες να παραιτηθεί. Ένα πραξικόπημα μεγαλογαιοκτημόνων-αστυνομίας-νεοφασιστών βρήκε τη «σεμνή» υποστήριξη και του στρατού.
Παρότι ο Μοράλες είχε αποδεχθεί νέες εκλογές, όταν ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (το «μακρύ χέρι» των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική) δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα, τελικά υποχρεώθηκε σε παραίτηση (όπως και ο αντιπρόεδρος Λινέρα και οι υπόλοιποι στη σειρά διαδοχής) και κατέφυγε στο Μεξικό που του προσέφερε πολιτικό άσυλο.
Η δεξιά βουλευτής Ζανίν Ανιές (επίσης γεμάτη αναφορές στο χριστιανισμό και μίσος για τους ιθαγενείς) ανακηρύχθηκε πρόεδρος (με την απουσία των βουλευτών του MAS), το Συνταγματικό Δικαστήριο την αναγνώρισε (όπως και οι περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γερμανία κλπ) και η ίδια πλέον έχει ορκίσει «μεταβατική κυβέρνηση» και οργανώνει συναντήσεις με τις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία, σώματα στα οποία έδωσε με διάταγμα το "ακαταδίωκτο" για όσα θα πράξουν κατά διαδηλωτών που αντιμάχονται στο πραξικόπημα.
Η ηγεσία του MAS
Ο Μοράλες και η ηγεσία του MAS έδειξαν να αιφνιδιάζονται απόλυτα από την κλιμάκωση της επίθεσης. Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ αν το κύμα παραιτήσεων είχε κάποιο πολιτικό σκεπτικό «συλλογικού ανένδοτου», αν ήταν συντεταγμένη υποχώρηση ή αποτέλεσμα πανικού απέναντι στην άγρια απειλή. Ακόμα και η διαφυγή του Έβο δεν ήταν σαφές αν αποτελούσε «παραίτηση» ή κάποια πρόθεση «διεξαγωγής του αγώνα από έξω» (όπως επιχείρησε ο εξόριστος μετά την ανατροπή του από το στρατό Μανουέλ Σελάγια στην Ονδούρα το 2008).
Όταν τοποθετήθηκε το ίδιο το κόμμα κατά τις κρίσιμες ώρες, η ανακοίνωση ήταν θολή ως προς τις προθέσεις, με ενδεικτικό το απόσπασμα: «Τις ερχόμενες μέρες, το κυνηγητό των συντρόφων μας θα συνεχιστεί. Ευθύνη μας είναι να προστατεύσουμε ο ένας τον άλλο σαν οικογένεια… Σήμερα είναι η ώρα της αλληλεγγύης, αύριο θα είναι η ώρα της αναδιοργάνωσης και των επόμενων βημάτων σε έναν αγώνα που δεν θα τερματιστεί με αυτά τα θλιβερά γεγονότα. Το σύνθημά μας είναι “αντισταθείτε/αντέξτε σήμερα για να αγωνιστείτε και πάλι αύριο”».
Από το Μεξικό, ο Μοράλες δήλωνε αφενός ότι η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή από το Κογκρέσο, άρα δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι πλέον πρόεδρος, κι αφετέρου ότι υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, αλλά το έκανε με τη θέλησή του «για να αποφευχθεί η αιματοχυσία».
Ο Αργεντίνος μαρξιστής Μαρτίν Μοσκέρα, επικρίνοντας και όσους κράτησαν «ίσες αποστάσεις» και όσους «παραιτήθηκαν του δικαιώματος στην κριτική», σχολίασε τις μέρες της παράλυσης:
«Αγωνιζόμαστε για να νικήσουμε και για να νικήσουμε πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα από τις εμπειρίες μας. Αυτό που έκανε χθες ο Έβο θυμίζει αυτό που έκαναν ο Χουάν Περόν το 1955 απέναντι στο πραξικόπημα ή ο Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1973 (και το αντίθετο αυτού που έκανε ο Τσάβες το 2002). Αυτές οι παραιτήσεις και υποχωρήσεις, όπως και του Έβο, δεν απέτρεψαν καμιά αιματοχυσία, αντίθετα άφησαν τις κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις και κινήματα μαζί με τις λαϊκές τάξεις στο έλεος της βάρβαρης αντιδραστικής βίας. Οι εκτελέσεις του 1955 και η γενοκτονία του Πινοσέτ αποδεικνύουν αυτή την πραγματικότητα. Οι αντεπαναστάσεις γεννούν τη βία, όχι οι επαναστάσεις. Το κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος ανάμεσα στις δύο δεν συγκρίνεται».
Ήταν μια παρέμβαση που θύμιζε τις προειδοποιήσεις του Αλταμιράνο στον Αλιέντε, όταν κι εκείνος πίστευε ότι «αποφεύγει την αιματοχυσία» κι ο σύντροφός του στο ΣΚ έλεγε ότι η αντεπίθεση είναι η μοναδική ελπίδα να αποφευχθεί/περιοριστεί.
Οι ιστορικές αναφορές ή οι παρεμβάσεις από έξω κι από μακριά καμιά φορά δεν αρκούν να δώσουν απαντήσεις σε σκληρά ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Αλλά στην περίπτωση της Βολιβίας, οι ίδιοι οι «από κάτω» έδειξαν ότι καταλαβαίνουν ενστικτωδώς ποια πρέπει να είναι η απάντηση.
Η αντίσταση
Τις ίδιες περίπου μέρες που κυκλοφορούσε η σχετική αμφίσημη ανακοίνωση του MAS, στην ιθαγενική εργατούπολη του Ελ Άλτο, ένα «κάστρο» κινηματικής μαχητικότητας έξω από την πρωτεύουσα, οι κοινωνικές οργανώσεις και οι συνελεύσεις γειτονιών κήρυσσαν πόλεμο ενάντια στο πραξικόπημα. Καλούσαν το λαό «να σχηματίσει επιτροπές αυτοάμυνας, να οργανώσει οδοφράγματα και να μείνει σε διαρκή κινητοποίηση», έδιναν στους πραξικοπηματίες «48 ώρες για να εγκαταλείψουν τα πόστα τους», απαιτούσαν από την αστυνομία να σεβαστεί το σύνταγμα και συμπλήρωναν ότι «αν δε συμμορφωθεί, καλούμε στη συγκρότηση συνδικαλιστικής-λαϊκής αστυνομίας για την υπεράσπιση του λαού και των θεσμών».
Αυτό το «πρόγραμμα» ανακοινώθηκε σε μια συγκέντρωση που δονούνταν από την ιαχή «τουφέκια, πολυβόλα – το Άλτο δεν θα πέσει!». Ξέσπασαν διαδηλώσεις –με επικεφαλής τα θρυλικά «Κόκκινα Πόντσο», την ιθαγενική πολιτοφυλακή που τσάκισε την αντιδραστική επίθεση του 2008– όπου ο κόσμος φώναζε «τώρα ναι, εμφύλιος πόλεμος!». Οι «ταπεινοί» της Βολιβίας δεν τον επεδίωκαν, αλλά αναγνώριζαν ότι τους τον κήρυξαν και πρέπει να απαντήσουν αντίστοιχα. Τα συνδικάτα οργανώνονται ενάντια στο πραξικόπημα, απειλώντας με γενική απεργία που θα παραλύσει τα πάντα, ενώ ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για «παραδόσεις» ολόκληρων αστυνομικών τμημάτων στους διαδηλωτές.
Η Βολιβία δεν έχει μόνο πλούσια «αντεπαναστατική» παράδοση (τα όσα αναφέραμε για τη δράση κι οργάνωση νεοφασιστών). Έχει να αντιπαραβάλει και πλούσια «επαναστατική» παράδοση. Είναι η χώρα όπου τα «Κόκκινα Πόντσο» ματαίωσαν την τελευταία αντιδραστική ανταρσία το 2008, όπου η εργατική συνομοσπονδία COB έφτασε το 2003-2005 να συγκαλέσει τα όργανά της με το ερώτημα αν η διέξοδος από την κρίση (μετά τις διαδοχικές ανατροπές προέδρων) βρίσκεται στην κατάληψη της εξουσίας από την ίδια.
Παρά την απονέκρωση και τη διάβρωση στα χρόνια της διακυβέρνησης Μοράλες, αυτές οι ριζοσπαστικές παραδόσεις επανεμφανίστηκαν τη στιγμή του κινδύνου. Και χωρίς να μπορεί να τεκμηριωθεί, θα ισχυριστούμε ότι η αποτυχία του Γκουαϊδό στη Βενεζουέλα, η ήττα του Μάκρι στην Αργεντινή, αλλά –κυρίως!– οι εξεγέρσεις στο Εκουαδόρ και τη Χιλή βοήθησαν κι αυτές τους «από κάτω» στη Βολιβία να βρουν το σθένος να σηκώσουν το γάντι.
Προοπτικές
Το μέλλον είναι ρευστό. Και οι πιο σκληροί επικριτές (από αριστερά) του Έβο κατανοούν εύκολα το επίδικο της συντριβής του πραξικοπήματος. Αυτή η «μεταβατική κυβέρνηση» μισαλλόδοξων φανατικών θρησκόληπτων, νεοφασιστών, άγριων ρατσιστών και αγροβιομηχάνων είναι θανάσιμη απειλή. Έχουμε ξαναγράψει, σχολιάζοντας την πολύπαθη υπο-ήπειρο, ότι οι αντιλήψεις της λατινοαμερικανικής Δεξιάς δίνουν κυριολεκτικό κι ανατριχιαστικό νόημα σε φράσεις που λέγονται ανέξοδα και κατά τις κυβερνητικές εναλλαγές στην Ευρώπη όπως «ρεβανσισμός» και «ιδιοκτησιακή αντίληψη της χώρας».
Ανεξαρτήτως προθέσεων, ο Μοράλες αποτελεί αυτή τη στιγμή σύμβολο της πάλης και το MAS είναι το μαζικότερο κόμμα στο οποίο αναφέρεται η αντίσταση. Με αυτή την έννοια, το πώς θα επιλέξει ο ίδιος και η κομματική ηγεσία να κινηθούν θα βαρύνει στις εξελίξεις. Η κοινωνική βάση «ξεπέρασε» την ηγεσία ως προς την αντίσταση στο πραξικόπημα, αλλά το κάνει στο όνομα της «υπεράσπισής» της και δεν υπάρχουν ισχυρές οργανωμένες δυνάμεις στα αριστερά του MAS.
Είναι σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ της Δεξιάς και του MAS για το ενδεχόμενο νέων εκλογών και για την τύχη του Μοράλες. Το MAS δεν δείχνει πρόθυμο να δώσει συνέχεια σε μια συνθήκη «δυαδικής εξουσίας», ενώ και στο στρατόπεδο της Δεξιάς αρχίζει να εμφανίζεται και πάλι ένα ρεύμα «εθνικής συνεννόησης», σε σύγκριση με τον ρεβανσιστικό τριομφαλισμό των πρώτων ημερών μετά την παραίτηση του Μοράλες και πριν τα γεγονότα στο Ελ Άλτο.
Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι μπορεί να υπάρξει «συμφιλίωση» και ομαλές εκλογές μετά τα όσα προηγήθηκαν. Αν προκύψει ένα τέτοιο σενάριο θα οφείλεται (παραδόξως) σε εκείνους που δήλωσαν έτοιμοι για «εμφύλιο πόλεμο». Αυτούς πήρε υπόψη η βολιβιανή Δεξιά για να ξανανοίξει τη συζήτηση για «ομαλή διέξοδο» και να αναζητήσει γέφυρες με το MAS.
Αλλά η λύση κάποιας «ομαλής διεξόδου» παραμένει δύσκολη κι αμφιλεγόμενη (ως προς το περιεχόμενό της) για να θεωρηθεί θετική. Και κυρίως –ανεξαρτήτως εκτιμήσεων του καθένα– η άβυσσος που αποκαλύφτηκε μεταξύ των δύο κοινωνικών στρατοπέδων τις καυτές αυτές μέρες δεν θα γεφυρωθεί με συνεννοήσεις κορυφής. Υπάρχουν πολλοί που έχουν κάθε λόγο να επιδιώκουν μια νέα αναμέτρηση –και από τα πάνω και δεξιά κι από τα κάτω και αριστερά. Δυστυχώς, οι πρώτοι δείχνουν πιο πρόθυμοι και πιο οργανωμένοι να επιχειρούν σε κάθε ευκαιρία… Ελπίζουμε να χτίσουν μια αντίστοιχη διάθεση κι οργάνωση και οι «δικοί μας», οι δεύτεροι…
Χιλή: Λαϊκή αυτο-οργάνωση απέναντι σε καταστολή και ελιγμούς
Ο Πινιέρα υποχρεώθηκε να άρει την απαγόρευση κυκλοφορίας και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Χιλή. Φυσικά το έπραξε αφού αυτά τα μέτρα είχαν καταργηθεί στην πράξη από 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους στη γενική απεργία στο Σαντιάγκο.
Η καταστολή ωστόσο συνεχίζεται με αγριότητα. Το Εθνικό Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καταθέτει εκθέσεις-κόλαφο για την κυβέρνηση, ενώ μέλη του παραδέχονται ότι παρουσιάζουν μόνο μέρος της εικόνας, καθώς είναι αδύνατο να καταγραφούν όλα όσα έπραξε ο κρατικός μηχανισμός. Ακόμα και ο ΟΗΕ έστειλε κλιμάκιο στη χώρα. Χιλιανοί αθλητές και Χιλιανές καλλιτέχνιδες αξιοποιούν το «βήμα» που τους δίνεται σε βραβεύσεις και τελετές για να καταγγείλουν διεθνώς ότι «στη Χιλή μας βασανίζουν και μας βιάζουν».
Παρά την καταστολή (και τις υποχωρήσεις του Πινιέρα με την υπόσχεση φιλολαϊκών μέτρων και τις παραιτήσεις υπουργών), οι διαδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται με αμείωτη ένταση και με μέσο αυτοάμυνας «τις μόνες λύσεις του άοπλου λαού: τη δημιουργικότητα και το μέγεθος της κινητοποίησης», όπως έγραψε αγωνίστρια.
Μετά την ήττα της μετωπικής επίθεσης («αντιμετωπίζουμε έναν αδίστακτο εχθρό»), απέτυχε και η προσπάθεια να διαιρεθούν οι διαδηλωτές σε «ταραξίες» (που πάνε γυρεύοντας, αν συνεχίσουν να διαδηλώνουν) και εκείνους «που έχουν θεμιτές δυσφορίες» (και εισακούστηκαν, οπότε μπορούν να επιστρέψουν σπίτια τους). Όλοι συνέχισαν να διαδηλώνουν κι αντιμετώπισαν μαζί την ίδια καταστολή.
Έτσι πρόσφατα ο Πινιέρα αναδιπλώθηκε ρητορικά εκ νέου. Για πρώτη φορά παραδέχθηκε ότι «Υπήρξε καταφυγή σε δυσανάλογη βία, διαπράχθηκαν καταχρήσεις ή αδικήματα και δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα όλων», ασκώντας μια κάποια (αυτό)κριτική για την κατασταλτική βία.
Στο επίκεντρο έχει έρθει το ζήτημα του νέου Συντάγματος. Το συγκεκριμένο αίτημα έχει προϊστορία στη Χιλή, καθώς παρέμεινε σχεδόν άθικτο το Σύνταγμα του Πινοσέτ. Η συγκεκριμένη προϊστορία σε συνδυασμό με μια εξέγερση που δεν αφορά κάποια επιμέρους αιτήματα, αλλά διακατέχεται από τη γενικευμένη διάθεση «να αλλάξουν τα πάντα στη χώρα», έχει κάνει το σχετικό αίτημα υπόθεση χιλιάδων ανθρώπων.
Δεν πρόκειται πλέον για τις γενικόλογες αναφορές της κεντροαριστεράς στην ανάγκη «αλλαγών στο Σύνταγμα» ως τμήμα του κυβερνητικού της προγράμματος. Δεν αφορά πλέον μόνο τους αγωνιστές και διανοούμενους που οργανώνονταν στο παρελθόν γύρω από αυτό το ζήτημα στο «Φόρουμ για μια Συντακτική Συνέλευση», κυρίως σε επίπεδο επεξεργασιών και προπαγάνδας. Καθώς το σύνθημα συζητιέται και διατυπώνεται από μια μαζική εξέγερση, γίνεται αντικείμενο πραγματικής πολιτικής πάλης.
Η πιο ισχυρή απόδειξη του βάρους που πήρε το αίτημα για νέο Σύνταγμα είναι η πρόθεση της κυβέρνησης να ανοίξει τη σχετική συζήτηση. Κάπου εδώ εμφανίζονται και οι πιθανές παγίδες γύρω από ερωτήματα όπως «ποιος», «πώς» και «τι».
Ο Πινιέρα ανακοίνωσε δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2020 για την ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος: «Εάν το αποφασίσουν οι πολίτες, θα προχωρήσουμε προς την κατάρτιση νέου Συντάγματος, του πρώτου επί δημοκρατίας». Η μετατόπιση του κυβερνητικού σχεδιασμού προς την προσπάθεια να βρεθεί ομαλή διέξοδος και να εκτονωθεί η ανεξέλεγκτη κρίση είναι εμφανής.
Η στάση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και των κομμάτων της Αριστεράς (Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΚΚ, Πλατύ Μέτωπο) απέναντι στον ελιγμό έχει σημασία. Συζητιέται ένα δεύτερο δημοψήφισμα για τη «μέθοδο» της συνταγματικής αλλαγής, που μπορεί να λειτουργήσει ως «τυράκι» για να κερδηθεί η συμμετοχή και δυνάμεων της Αριστεράς στους κυβερνητικούς ελιγμούς.
Η Καρίνα Νοχάλες, ακτιβίστρια του Φεμινιστικού Συντονισμού 8Μ, αν και συμμεριζόταν τη σημασία του αιτήματος για Συντακτική Συνέλευση, προειδοποιούσε πριν ακόμα αρχίσουν αυτοί οι ελιγμοί: «Η Συντακτική Συνέλευση εμπεριέχει το ρίσκο να κατανοήσουμε τον πολιτικό αγώνα με έναν πολύ τυπικό τρόπο: “αλλάξαμε το Σύνταγμα κι άρα αλλάξαμε τη χώρα”». Αρκετοί αγωνιστές κάνουν λόγο για Συντακτική Συνέλευση «του λαού» για να περιγράψουν μια άλλη κατεύθυνση κι επιχειρούν να δώσουν ένα άλλο περιεχόμενο σε αυτή την πρόταση, πολύ διαφορετικό από μια κοινοβουλευτική διαβούλευση.
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη αφορά τη δράση των ίδιων των από κάτω, στο στόχο να ελέγξουν οι ίδιοι την πορεία της δράσης τους. Ξεκινώντας από αυθόρμητες συναντήσεις στους σταθμούς του μετρό (ως κοινό σημείο αναφοράς και συνάντησης των ανθρώπων της ίδιας γειτονιάς) που μετατρέπονται σταδιακά από άτυπες συζητήσεις μεταξύ αγωνιστών σε μαζικές συνελεύσεις, μια νέα λέξη εμφανίστηκε στις γειτονιές της Χιλής: Τα «cabildos populares» (λαϊκά συμβούλια)…
Βραζιλία: Ο Λούλα εκτός φυλακής
Με μια διάταξη που διευκολύνει όσους καταδικασθέντες «επιχειρούν να αποδείξουν την αθωότητά τους», ο Λούλα βγήκε από τη φυλακή μετά από 580 μέρες, σε αναμονή των τελικών εφέσεων για τις ποινές του.
Η απελευθέρωση του Λούλα δεν σημαίνει το τέλος των περιπετειών και της ομηρίας του. Είναι προσωρινή, σε αναμονή των εφέσεων, ενώ αντιμετωπίζει και άλλες 7 διώξεις. Αξίζει να θυμόμαστε ότι κλείστηκε στη φυλακή ακριβώς επειδή ήταν ο μόνος υποψήφιος του PT που μπορούσε να επικρατήσει της Δεξιάς και της ακροδεξιάς στις προηγούμενες εκλογές. Τίποτα δεν αποκλείει να ξαναστοχοποιηθεί από το κράτος, αν κριθεί ξανά «ενοχλητικός».
Παρ’ όλα αυτά, η έξοδός του από τη φυλακή παραμένει μια πολύ σημαντική είδηση από τη ζοφερή Βραζιλία του Μπολσονάρο. Όχι μόνο ως έξοδος από τη φυλακή ενός αθώου θύματος μιας πολιτικής πραξικοπηματικής σκευωρίας. Αλλά και για το σήμα που στέλνει: Ο κόσμος που τον περίμενε έξω από τη φυλακή και τα πλήθη που τον υποδέχτηκαν στις πρώτες του εμφανίσεις πανηγυρίζοντας είναι ενδεικτικά.
Ο Βραζιλιάνος επαναστάτης μαρξιστής Βαλέριο Αρκάρι εξήγησε το διαβρωτικό ρόλο που έπαιζε η κράτηση του Λούλα στην εργατική αυτοπεποίθηση: «Ο Λούλα είναι ένα σύμβολο για τα πολιτικοποιημένα κι έμπειρα τμήματα της εργατικής τάξης, που με τη σειρά τους επηρεάζουν και τη νεότερη γενιά… Γι’ αυτούς το ότι ο Λούλα σαπίζει στη φυλακή είναι μια απόδειξη της δύναμης του κράτους και της άρχουσας τάξης» («Πόσο βαριά η ήττα;», περιοδικό Κόκκινο, τεύχος 12). Με αυτή την έννοια, η σημασία της απελευθέρωσης του Λούλα βρίσκεται στο αν θα λειτουργήσει «αντίστροφα» σε αυτό το κλίμα αποθάρρυνσης και σύγχυσης.
Ο αρχικός ενθουσιασμός ή μια τόνωση της αυτοπεποίθησης των «από κάτω» είναι καλοδεχούμενη εξελίξη. Αλλά για τις προοπτικές του κινήματος, ο Αρκάρι γράφει σήμερα: «είναι μια εξέλιξη που θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία που θα αποφασίσει να ακολουθήσει ο Λούλα. Η θέση που θα πάρει ο Λούλα στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Μπολσονάρο είναι το μεγαλύτερο άγνωστο στη σημερινή πολιτική συγκυρία».
Αν ο Βραζιλιάνος ηγέτης εννοεί πραγματικά ότι «το κίνημα “Λευτεριά στον Λούλα” πρέπει να μετασχηματιστεί σε κάτι πολύ ευρύτερο» κι αυτό ενεργοποιήσει την κοινωνική βάση του PT στο δρόμο, θα είναι μια καλοδεχούμενη εξέλιξη. Αλλά αξίζει να θυμόμαστε την πρόσφατη προϊστορία. Η απάντηση της ηγεσίας του PT στην κρίση της Ντίλμα Ρούσεφ και την αντεπίθεση της Δεξιάς ήταν από το 2013-2014 το λεγόμενο σχέδιο «Λούλα 2018»: δηλαδή η παθητική προσδοκία της επόμενης κάλπης, όπου η δημοφιλία του Λούλα θα επαρκούσε να αντισταθμίσει όσα (δεν) έκανε το PT και για τους «από κάτω» και απέναντι στην αντεπίθεση των «από πάνω». Ήταν μια προοπτική που άφησε την επίθεση των αντιπάλων ανενόχλητη, τελικά υποτίμησε τα μέσα στα οποία θα καταφύγει και οδήγησε σε ήττα.
Αν η παρουσία του Λούλα συμβάλει στη μετατροπή της δημοφιλίας του συνθήματος «Fora Bolsonaro» (έξω ο Μπολσονάρο) σε συγκεκριμένη δράση, τα νέα θα είναι σπουδαία. Αν όμως αξιοποιηθεί για ένα… «Λούλα 2022», όχι μόνο δεν θα προσφέρει στο κίνημα, αλλά θα ρισκάρει να διαπιστώσει (ξανά) ότι αυτή η εκλογοκεντρική στρατηγική μπορεί να μην αφεθεί να φτάσει καν ως τις κάλπες.
Στην αντικαπιταλιστική Αριστερά η συζήτηση οφείλει να στραφεί στις τακτικές που θα συνδέσουν τις ηρωικές προσπάθειες των «πρωτοποριών» που σηκώνουν σήμερα το κύριο βάρος της ριζοσπαστικής αντίστασης στους δρόμους με την ενεργοποίηση της μεγάλης κοινωνικής βάσης του «λουλίσμο»…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά