Έρχεται η ώρα να προσθέσουμε άλλο ένα κεφάλαιο στην ωραία ιστορία των πανεπιστημιακών κινημάτων. Αυτό της απεργίας των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ του 2013. Της κινητοποίησης, που στέκεται όρθια επί δέκα εβδομάδες απέναντι στην εφαρμογή του Μνημονίου στα πανεπιστήμια, κάνοντας ακόμη και αυτούς που πρωτοστάτησαν στη διοργάνωσή της, να τρίβουν τα μάτια τους.
Η εντός και εκτός Βουλής αντιπολίτευση, η Αριστερά και ένας κόσμος ολόκληρος, κινημάτων και συνδικάτων, απαθών και στρατευμένων, αισιόδοξων και απελπισμένων, ανέμεναν τον θερμό Σεπτέμβρη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση σίγουρη για την έκβαση της μάχης, πανηγύρισε όταν την έκλεισε γρήγορα-γρήγορα. Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί, αργά-αργά, χωρίς να πολυφαίνεται καθαρά πως μια χούφτα απολυμένοι, 1.349 εργαζόμενοι, ένα ασήμαντο κλάσμα από τα εκατομμύρια άνεργους και απολυμένους στην Ελλάδα, την έφερναν σε ένα απρόβλεπτο αδιέξοδο. Οι δύο αρμόδιοι υπουργοί αδυνατούσαν ως την ώρα του τυπογραφείου, να παραδώσουν στην Τρόικα ολοκληρωμένες τις λίστες των απολύσεων.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, οδηγούμενη στην αρχή από την έπαρση του νικητή, διαβεβαίωνε στις αρχές του Σεπτέμβρη πως οι απολύσεις είναι ζήτημα ολίγων ημερών. Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, η έπαρση έδινε τη θέση της στον πανικό του πολιτικά αφερέγγυου υπουργού, απέναντι στην Τρόικα και τον πρωθυπουργό. Κάθε Παρασκευή δηλωνόταν πως τη Δευτέρα ανοίγουν τα ΑΕΙ και παραδίδονται οι λίστες της διαθεσιμότητας. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, κατέστρεφαν το ένα μετά το άλλο, τα τελευταία απομεινάρια νομιμότητας και τήρησης των συνταγματικών προϋποθέσεων, του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων, του εργατικού δικαίου. Αλλά καταστρέφονταν και τα ίδια χάρη στην επινοητικότητα των απεργών. Το αδιανόητο έγινε μέρος αυτής της πορείας. Ο αγώνας δρόμου και ο εκβιασμός του υπουργείου, για την υπέρβαση της προσφυγής στο ΣτΕ, υπό τον φόβο της δικαίωσης των απολυμένων, η χρήση κάθε συκοφαντίας εναντίον πρυτάνεων, πανεπιστημιακών και εργαζομένων (θυμηθείτε τα περί πλαστών πτυχίων που ποτέ δεν παρουσιάστηκαν από τον υπουργό), η χυδαία αλλά μάλλον αναποτελεσματική ηλεκτρονική πλατφόρμα ατομικής δήλωσης αυτοαπόλυσης, ο πραξικοπηματικός βιασμός των νόμων και του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα με την πρόβλεψη για τιμωρία απεργών ή μη απογραμμένων με αργία με αναδρομική ισχύ (!)∙ η αναδρομική δηλαδή τιμωρία ενός πλημμελήματος με ποινή κακουργήματος που όμως δεν εμπόδισε τριακόσιους απεργούς να αντισταθούν, η προαναγγελθείσα είσοδος των εισαγγελέων στα ΑΕΙ που ακόμη δεν συνέβη, η κλήση πρυτάνεων στη ΓΑΔΑ, οι με τυμπανοκρουσίες επάλληλες αναγγελίες από τα καθεστωτικά ΜΜΕ λήξης της απεργίας, έναρξης των εγγραφών, έναρξης του ακαδημαϊκού εξαμήνου οι οποίες δεν υπήρξαν, η προσφυγή στα δικαστήρια για να προσδιοριστεί ως καταχρηστική η απεργία, που δεν προσδιορίστηκε ως τέτοια, η παραπομπή των απεργών σε πειθαρχικά συμβούλια της μέσης εκπαίδευσης καθώς δεν έβρισκαν πρόθυμους να απολύσουν συναδέλφους τους στην ανώτατη, όλα τούτα συγκροτούν το σκηνικό της εκτροπής και της αντίστασης το οποίο κτίστηκε μέσα σε αυτές τις δέκα εβδομάδες. Με ένα υπουργείο πανικόβλητο πλέον απέναντι σε έναν ευφυή Δαυίδ, το οποίο προσφεύγει στον αυταρχισμό εκδίδοντας αποφάσεις ωσάν βασιλικός επίτροπος και ένα κίνημα που δεν υποτάσσεται, στέκεται περήφανο και ενωμένο σε έναν μακρύ απεργιακό αγώνα.
Κάπου ανάμεσα, λίγοι ευτυχώς, ιδιοτελείς ή ανιδιοτελείς, κλείνουν τα μάτια μπροστά στο κουρέλιασμα της Δημοκρατίας, του Συντάγματος, των νόμων, της κατεδάφισης των ΑΕΙ, του μέλλοντος της Παιδείας και οικτίρουν τους απεργούς γιατί δεν ανοίγουν τα βομβαρδισμένα από τις απολύσεις ιδρύματα. Οι πολλοί, οι φοιτητές, οι γονείς, ο κόσμος απέξω δεν συμπαραστέκεται ούτε διαμαρτύρεται. Άλλοτε κοιτάει με συμπάθεια, άλλοτε αμήχανα, σκέπτεται ότι και άλλοι προηγήθηκαν και άλλοι θα ακολουθήσουν. Έχει ο καθένας, η καθεμιά απολυμένους, χωρίς δουλειά στην οικογένειά του. Αναρωτιέται που θα βγάλει αυτή η μοναχική πορεία των δύο κορυφαίων πανεπιστημίων της χώρας, του Καποδιστριακού και του Μετσοβίου. Περιμένει!
Το απεργιακό αυτό κίνημα δεν ακολούθησε τα συνήθη πολιτικά εργαλεία της μεταπολιτευτικής συνδικαλιστικής παράδοσης εντός ή εκτός ΑΕΙ. Εκεί έγκειται η συλλογική ευφυΐα. Η απεργία συγκροτήθηκε σε πρωτοβάθμια βάση, συμπορεύτηκε με την ομοσπονδία των συλλόγων των διοικητικών, με όσους συλλόγους καθηγητών και φοιτητών το θέλησαν, εγκατέλειψε πίσω το κυβερνητικό προεδρείο της ομοσπονδίας των καθηγητών, συμμάχησε αρκετές φορές με τη σύνοδο των πρυτάνεων αλλά και με πολλά σωματεία σε απεργία. Με τους εργαζόμενους της ΕΡΤ περπάτησε μαζί από την πρώτη στιγμή, αλλά και με τους απεργούς των εταιρειών τηλεφωνίας, με τους καθηγητές της Μέσης εκπαίδευσης. Εφάρμοσε έναν νέου τύπου συντονισμό συλλόγων με κοινές συνελεύσεις, παραβιάζοντας μία αποστεωμένη γραφειοκρατική τυπικότητα, την οποία παρακολουθούμε κατά κανόνα ακόμη και μεταξύ θυγατρικών συνδικάτων ενιαίων οργανισμών. Δεν διεκδίκησε και δεν καθορίστηκε από ουδεμία συμφωνία κορυφής μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων που συμμετείχαν σε αυτόν τον αγώνα, αντίθετα την επέβαλε. Δεν υπήρξε ουδεμία απόφαση γενικής συνέλευσης στην οποία να εμφανίστηκαν πλαίσια και αντιθετικές προτάσεις παρατάξεων, προσανατολισμένα στην κεντρική κομματική γεωγραφία. Αυτοί οι απεργοί, δεν είχαν κανένα κόμπλεξ να φορέσουν θεατρικές μάσκες και να περπατήσουν ειρηνικά στους δρόμους, ούτε να υποδεχθούν πρωτοετείς φοιτητές και γονείς σε αίθουσες τελετών ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης όλα μαζί σε κοινές εκδηλώσεις. Για πρώτη φορά, από όσο θυμόμαστε δεκάδες συνελεύσεις του ΕΜΠ και του ΕΚΠΑ, εργαζομένων και καθηγητών να εκδίδουν ομόφωνες αποφάσεις. Εξασφαλίστηκε έτσι στη μικροκλίμακα των ΑΕΙ αυτό που ο ελληνικός λαός ζητούσε από το 2010, και οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να δώσουν. Το παλλαϊκό μέτωπο των απλών ανθρώπων, για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών.
Όμως, παράλληλα μαζί με αυτά τα ενδιαφέροντα και θετικά πρωτόγνωρα φαινόμενα, άλλη μία αγωνιστική παράδοση ταμπού της μεταπολίτευσης έσπασε. Το φοιτητικό κίνημα δεν έδωσε τον τόνο, καθυστέρησε να συνταχθεί και δεν καθόρισε την εξέλιξη της απεργίας. Ζούμε την μοναδική, από το 1973, πανεπιστημιακή κινητοποίηση (η οποία ίσως αποδειχθεί ιστορικής σημασίας) που την τύχη της και τη μορφή της, δεν την καθόρισαν μέχρι στιγμής, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες. Τους λόγους θα μπορέσουμε να τους καταλάβουμε κάποτε.
Είναι μια απεργία χαμηλής πτήσης. Μίας πτήσης όμως που μπόρεσε να ελιχθεί επιτυχώς μεταξύ άλλων, ετούτες τις δέκα εβδομάδες, χωρίς να προσκρούσει σε «πρωτοσέλιδα» που υπό άλλες συνθήκες θα την είχαν προσγειώσει αναγκαστικά: Την απεργία της ΟΛΜΕ, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την υπόθεση «Χρυσή Αυγή», τη μάχη της ΕΡΤ, την ψήφο δυσπιστίας στη Βουλή και βέβαια τον ορυμαγδό των επιθέσεων που δέχθηκε και δέχεται συστηματικά με τα non paper του Υπουργείου Παιδείας και την καθημερινή εκφώνησή τους από τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Η επιτυχία αυτής της κινητοποίησης προσδιορίζεται από την επίτευξη ενός μοναδικού στόχου. Είναι η κατάρρευση της αντισυνταγματικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης μέσω της αποτυχίας της απόλυσης των 1.349 εργαζομένων των ΑΕΙ, πρωτίστως των υπό αργία που δεν υπέγραψαν τις δηλώσεις, των κατηγοριών εργαζομένων που καταργούνται, όσων μοριοδοτούνται, όλων ανεξαιρέτως. Μπορεί αυτό να σημαίνει ανάκληση των απολύσεων, μπορεί να σημαίνει απολύσεις που δεν θα υλοποιηθούν ποτέ, μπορεί να σημαίνει αδρανοποίηση ή κατάργηση της ΚΥΑ, μπορεί ακόμη να σημαίνει ότι θα τελειώσουμε με όλα αυτά, με συνολική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Το σίγουρο είναι ότι η σύγκρουση θα διαρκέσει πολύ. Το κίνημα των πανεπιστημίων απέδειξε ότι έμαθε να ελίσσετε επιτυχώς και να νικάει συνεχώς στα σημεία. Ας το βοηθήσουμε να συνεχίσει προς έναν νικηφόρο τερματισμό.
*Ο Νίκος Μπελαβίλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ