Η κυβέρνηση Σαμαρά ακολουθεί γραμμή κοινωνικά «αστραπιαίου πολέμου»: στη βάση των μνημονιακών δεσμεύσεων των ελλήνων καπιταλιστών προς τους διεθνείς δανειστές, απειλεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να ξεθεμελιώσει το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο νοσοκομείο, να καταστήσει πεδία ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας κρίσιμα αγαθά και υπηρεσίες όπως η ενέργεια και το νερό.
Μετά τη λαίλαπα των προηγούμενων μνημονιακών χρόνων –με τις μεγάλες εργατικές-λαϊκές απώλειες στους μισθούς, τις συντάξεις, τις εργασιακές σχέσεις– η σημερινή πολιτική της τρικομματικής δεν μπορεί να επιβληθεί με ειρηνικό-κοινοβουλευτικό τρόπο. Όχι τυχαία, ο Σαμαράς χρειάστηκε τέσσερεις επιστρατεύσεις απεργών (ΟΤΑ, λιμενικοί, μετρό, καθηγητές) μέσα σε ελάχιστους μήνες (όταν στα 30 χρόνια της μεταπολίτευσης έχουν γίνει συνολικά 11).
Αυταρχισμός
Η μέθοδος της επιστράτευσης των απεργών είναι τμήμα της γενικότερης αυταρχικής στροφής, του περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων που ενέχει η τεράστια επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα. Οι κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής είναι υποχρεωμένες να καταφεύγουν στο «μαστίγιο», γιατί οι καπιταλιστές δεν έχουν περιθώρια και δεν προτίθενται να καταφύγουν στο «καρότο», στις τακτικές κοινωνικού διαλόγου, που χαρακτήριζαν κυρίως την προηγούμενη περίοδο, με στόχο την οργάνωση συναινέσεων.
Το συμπέρασμα της παραπάνω διαπίστωσης είναι ότι οι εργατικές-λαϊκές νίκες, η επίτευξη ακόμα και μεταρρυθμιστικών-αμυντικών στόχων μεγάλων τμημάτων των μαζών, είναι στόχοι άμεσα συνδεδεμένοι με το καθήκον της ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά και, στην πραγματικότητα, της ανατροπής των μνημονίων.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει. Η κυβέρνηση Σαμαρά είναι καταδικασμένη από την πολιτική της να έρχεται διαδοχικά αντιμέτωπη με μεγάλους κοινωνικούς χώρους, που θα μπαίνουν σε κίνηση, αναμετρώντας τις δυνάμεις και τις συμμαχίες τους σε σύγκριση με το καθήκον να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Αυτό έγινε χθες με την ΟΛΜΕ, αυτό θα γίνει πιθανότατα αύριο με τα νοσοκομεία ή με τη ΔΕΗ…
Δεν είναι πρώτη φορά στην ιστορία. Όλες οι κυβερνήσεις του «μαστίγιου» ενάντια στην κοινωνία έπεσαν στην πρόσφατη ελληνική ιστορία με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Η μοίρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη κρίθηκε στα αμαξοστάσια της ΕΑΣ, η μοίρα του Σημίτη κρίθηκε στους δρόμους των τεράστιων διαδηλώσεων για το ασφαλιστικό της εποχής Γιαννίτση.
Πολιτικός αγώνας
Η αίσθηση ότι ο αγώνας στις μέρες μας δεν περιορίζεται σε συνδικαλιστικά όρια, αλλά είναι πλατύς πολιτικός αγώνας, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ο ίδιος ο κόσμος εκτιμά ότι πρέπει να ανατρέψει την τρικομματική, να ανατρέψει τα μνημόνια και αυτό συνδέεται άμεσα με την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Αυτός ο παράγοντας ερμηνεύει την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Μάη-Ιούνη του 2012, αυτός ο παράγοντας διατηρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ψηλά και τον αναδεικνύει ως βασικό πολιτικό αντίπαλο του μεγάλου στρατοπέδου που συσπειρώνεται πίσω από την τρικομματική.
Όμως η πολιτική, αλλά και εκλογική, νίκη της Αριστεράς δεν είναι δυνατόν να επέλθει μέσω κυρίως του κοινοβουλευτικού δρόμου. Η ψηφοθηρική διεύρυνση, αυτό που στα αστικά κόμματα διακυβέρνησης αποκαλούν πολιτική «μεσαίου χώρου», είναι ακατάλληλο εργαλείο για τη νίκη της Αριστεράς και ειδικά σε συνθήκες κρίσης όπως η σημερινή.
Γιατί, αφενός, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να αποτελέσει όπλο νίκης επί του «ενιαίου μετώπου» των αστικών πολιτικών δυνάμεων και, αφετέρου, γιατί ακόμα και αν υλοποιηθεί, οδηγεί σε μια πολύ αδύναμη κυβέρνηση της Αριστεράς. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά τα παραδείγματα της Κύπρου ή της Ιταλίας, όπου πρόσκαιρες και χωρίς κοινωνική δυναμική κυβερνήσεις της Αριστεράς αποδείχθηκαν πολιτικά καταστροφικές για την ίδια την Αριστερά.
Κλιμάκωση της αντίστασης
Αντίθετα, ο πιο αποτελεσματικός –και ίσως ο μοναδικός– δρόμος για την κυβέρνηση της Αριστεράς είναι η πάλη εδώ και τώρα για την κλιμάκωση του αγώνα και για τη νίκη ενός, δύο, τριών μεγάλων κοινωνικών χώρων. Που θα σπάνε το μνημονιακό «πρόγραμμα» και θα στέλνουν γενικό μήνυμα ελπίδας ότι η τρικομματική μπορεί να ανατραπεί.
Μόνο τέτοιες μεγάλες εργατικές-λαϊκές «πρωτοβουλίες» μπορούν να διαρρήξουν τα όρια της σημερινής πολιτικής συγκυρίας, να μετατρέψουν τη σήψη του Σαμαρά σε άτακτη πολιτική κατάρρευση, να μετατρέψουν τη δημοσκοπική «αντοχή» του ΣΥΡΙΖΑ σε καλπασμό ελπιδοφόρου πολιτικού ρεύματος που έρχεται με εντολή από τα κάτω για να τα αλλάξει όλα.
ΟΛΜΕ
Με την έννοια αυτή η απεργία της ΟΛΜΕ ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για την Αριστερά, για το λαϊκό αντιμνημονιακό ρεύμα, μια ευκαιρία που χάθηκε. Η στάση των άλλων μεγάλων συνδικάτων δεν ήταν μόνο εγκατάλειψη των συναδέλφων τους στην εκπαίδευση, ήταν χείρα βοηθείας στον Σαμαρά.
Το κύριο βάρος της ευθύνης για την υποχώρηση στην ΟΛΜΕ ανήκει στις πολιτικές ηγεσίες της Αριστεράς. Που υποτίμησαν τη δυναμική που αναπτύχθηκε στις συνελεύσεις των ΕΛΜΕ. Που υπερτίμησαν την πίεση του «κοινωνικού αυτοματισμού», ακόμα και όταν τα ΜΜΕ τροποποιούσαν τη στάση τους, διαισθανόμενα μια ευρύτερη κοινωνική ευαισθησία σχετικά με το μέλλον του δημόσιου σχολείου.
Το ΚΚΕ βγήκε εξαρχής και βιαίως έξω απ’ όλα τα καθήκοντα αντιμετώπισης της επίθεσης στην εκπαίδευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε αυτά που έπρεπε να κάνει, ακόμα και όταν οι δυνάμεις του στους καθηγητές πρωτοστατούσαν στο να εκφραστεί η δυναμική των συνελεύσεων.
Η εμπειρία αυτή είναι οδηγός προς αποφυγή λαθών στις μάχες που έρχονται. Γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην εκπαίδευση, στην υγεία, στις ιδιωτικοποιούμενες μεγάλες επιχειρήσεις κλπ, ο πόλεμος θα συνεχιστεί.
Πρωτοβουλίες
Η Αριστερά, και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει από τώρα να πάρει πρωτοβουλία για τη διαμόρφωση κοινωνικού μετώπου αντίστασης και ανατροπής, με προτεραιότητα την υπεράσπιση των δημόσιων σχολείων και των δημόσιων νοσοκομείων.
Θα πρέπει από τώρα να προετοιμαστεί για μεγάλες πολιτικές μάχες, με συγκρουσιακό χαρακτήρα, γιατί μόνον έτσι θα επιβληθούν τα αιτήματα του κόσμου μας. Του κόσμου που, ενώ κατηγορείται ότι «δεν τραβάει», έδωσε και θα δώσει ξανά τις ευκαιρίες για μεγάλες αναμετρήσεις.
Μια τέτοια παρέμβαση είναι η καλύτερη «προγραμματική» προετοιμασία «κυβερνησιμότητας» της Αριστεράς. Γιατί πρόγραμμα δεν είναι τα σχέδια επί χάρτου, αλλά οι καθαρές απαντήσεις για το τι, πώς, με ποιους και ενάντια σε ποιους, σκέφτεται να αλλάξει κανείς. Και ταυτόχρονα οι δεσμεύσεις μαζί με τον κόσμο, που δημιουργούν οι μάχες αυτές, είναι η πιο στέρεα βάση, ώστε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αν προκύψει, να μην αποδειχθεί «φούσκα» και εργαλείο μιας πρόσκαιρης χρήσης στα χέρια του συστήματος.
Μαζί με τα ζητήματα αυτά δημιουργείται πλέον ολοκάθαρα η ανάγκη για ένα μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η δέσμευση του Αλ. Τσίπρα ότι η επόμενη επιστράτευση θα αντιμετωπιστεί με πρόταση γενικής πολιτικής απεργίας, θα ήταν καλύτερα αν είχε διατυπωθεί μια βδομάδα νωρίτερα, πάνω στα γεγονότα της ΟΛΜΕ. Όμως διατηρεί την αξία της. Και βάζει όλους τους αγωνιστές της βάσης του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς μπροστά στα καθήκοντα και τις προϋποθέσεις που θα έχουμε να καλύψουμε, πιθανότατα, πολύ σύντομα.