Μπροστά σε αιματηρές προοπτικές
Το μήνυμα από τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό είναι σαφές: η κυβέρνηση Μητσοτάκη δίνει τα πάντα για να οργανώσει μια μετάβαση του ελληνικού καπιταλισμού προς την «ανάπτυξη», χωρίς να κρύβει ότι για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες αυτή η προοπτική θα είναι κυριολεκτικά αιματηρή.
Οι πόροι του διαβόητου Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν αποκλειστικά για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Ο Σταϊκούρας δεν δίστασε να υπογραμμίσει ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να επιταχύνει την πολιτική μείωσης της φορολόγησης των κερδών και των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, ενώ στους κλάδους που σχετίζονται με την «πράσινη μετάβαση» η επιδότηση μισθού και εισφορών για την «απασχόληση» εργατών (19 ως 29 χρονών) θα μπορεί να φτάνει ακόμα και στο 100%.
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τις εργατικές/λαϊκές ανάγκες, θα πρωταγωνιστεί το… ψαλίδι. Η μείωση (!!) των δημόσιων δαπανών για την υγεία (κατά περισσότερα από 800 εκατ. ευρώ) είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Όχι τυχαία, η συζήτηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας κυριάρχησε στη Βουλή. Οι απώλειες από τον Covid αντιμετωπίζονται πλέον με κραυγαλέο κυνισμό. Γι’ αυτό έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι οι σχεδόν 20.000 νεκροί μέχρι σήμερα, είναι απολογισμός εποχής πολέμου.
Οι απώλειες του ελληνικού στρατού στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το 1940, ήταν περίπου 12.000 νεκροί στρατιώτες και αξιωματικοί. Ο αμερικανικός στρατός, στις χειρότερες μέρες της «κλιμάκωσης» του πολέμου στο Βιετνάμ, είχε 5.000 νεκρούς ετησίως, και αυτός ο απολογισμός στοίχειωνε την αμερικάνικη κοινωνία για δεκαετίες. Στον 21ό αιώνα, στην Ελλάδα που είναι χώρα-μέλος της ΕΕ, περίπου 20.000 άνθρωποι έχουν πεθάνει προσπαθώντας να αναπνεύσουν, έχοντας φροντίδα και υποστήριξη που πλέον ομολογείται δημόσια (μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα) ότι είναι τραγικά κατώτερη του αναγκαίου, αλλά και του επιστημονικά εφικτού.
Παρά τον ηρωικό αγώνα των γιατρών και νοσηλευτών, το ποσοστό θνητότητας στις ΜΕΘ έχει εκτοξευτεί από το 58% στο 85%, το διαθέσιμο προσωπικό στην Εντατική ή στην Αυξημένη Φροντίδα είναι υπο-εξαπλάσιο του θεωρούμενου στην Ευρώπη ως αναγκαίου, ενώ οι ιδιαίτερα απειλητικές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις έχουν εκτοξευτεί στο υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αυτά τα στοιχεία -που αφορούν μέρος μόνο ενός συνολικότερου προβλήματος- αρκούν για να πείσουν για το επείγον και κοινωνικά αναγκαίο της μεταφοράς μεγάλων δημόσιων πόρων προς την Υγεία και κυρίως προς την ενίσχυση των μεγάλων δημόσιων νοσοκομείων και του τομέα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Και σε αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση Μητσοτάκη μειώνει τις δαπάνες για τα νοσοκομεία! Οι ευθύνες της είναι κυριολεκτικά εγκληματικές.
Η απειλή της μετάλλαξης Όμικρον θα απαιτούσε κάθε διαθέσιμο μέσο: ενίσχυση του ΕΣΥ, ενίσχυση των τεστ και συγκροτημένων διαδικασιών ιχνηλάτησης, ενίσχυση των δημόσιων μέσων μεταφοράς, ενίσχυση των δημόσιων σχολείων, μέτρα ασφάλειας στους χώρους εργασίας κ.ο.κ. Αντ’ αυτών η κυβέρνηση επιμένει στο τραγούδι της «ατομικής ευθύνης» και βαδίζει προς το πιθανότατα επερχόμενο λοκντάουν, με την προσοχή στραμμένη στις επιπτώσεις στην οικονομία και όχι στο κριτήριο της προστασίας της ζωής των απλών ανθρώπων.
Ασφαλώς ο κυνισμός της Δεξιάς δεν εξαντλείται στα ζητήματα της πανδημίας. Ο πληθωρισμός, που προσέγγισε το 5%, ροκανίζει κάθε απόθεμα λαϊκής αποταμίευσης. Οι παγωμένοι μισθοί και συντάξεις ροκανίζονται ακόμα πιο γρήγορα από τις ραγδαίες ανατιμήσεις, από το κύμα της ακρίβειας στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης που είναι κατά πολύ δριμύτερο από τον επίσημο πληθωρισμό. Μετά τις εργατικές νίκες στην e-food και στην Cosco, όποιος έχει μάτια βλέπει ότι ο κόσμος μας αυθόρμητα στρέφει τις ελπίδες του προς το μοναδικό «γιατρικό»: τη διεκδίκησης ουσιαστικών αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις. Η αναθέρμανση της εργατικής-απεργιακής δράσης σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η γειτονική Ιταλία, είναι μια διεθνής προειδοποίηση.
Η ΝΔ γνωρίζει αυτή την απειλή και προετοιμάζεται για να την αντιμετωπίσει: με ενίσχυση του αντιαπεργιακού οπλοστασίου του κράτους και των εργοδοτών, με αύξηση της ελαστικότητας στις εργασιακές σχέσεις, με περισσότερη «ελευθερία» για μαζικές απολύσεις, με ενίσχυση της γραφειοκρατικοποίησης των συνδικάτων. Αυτό είναι το νόημα του νόμου Χατζηδάκη. Η μάχη για την ανατροπή αυτού του κομβικού νόμου, είναι μια υποχρέωση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, μάχη που θα έχει συνέπειες καθοριστικές για μια μακρά περίοδο.
Όμως υπάρχει ένας τομέας όπου ο προϋπολογισμός του Μητσοτάκη είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος. Οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς, από τα 3,35 δισ. ευρώ το 2020, ανέβηκαν στα 5,5 δισ. το 2021, ενώ θα εκτοξευτούν στα 6,5 δισ. το 2022. Και αξίζει να θυμίσουμε ότι αυτός ο πακτωλός είναι μόνο ένα τμήμα των δαπανών για τους εξοπλισμούς, που «ποτίζονται» και από πολλές άλλες δαπάνες και κονδύλια μυστικά και αδιαφανή. Την ίδια στιγμή, με παρέμβαση του τραμπικού γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ, «τροπολογήθηκε» ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί πιο πλουσιοπάροχα η κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Στην Αλεξανδρούπολη, στη Σούδα, στη Λάρισα, στο Στεφανοβίκι, στο Άκτιο, προωθούνται ταχύτατα οι εργασίες αναβάθμισης των βάσεων, που δείχνουν αναμφίβολα ότι ο ελλαδικός χώρος γίνεται το κέντρο της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Πολιτική
Αυτές οι εμπειρίες τροποποιούν τις πολιτικές σκέψεις και τα ανακλαστικά πλατειών στρωμάτων του πληθυσμού.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την αμέριστη στήριξη της κυρίαρχης τάξης και δι’ αυτής τη «φιλική» αντιμετώπιση των ΜΜΕ, όπως και τη διατήρηση μιας πλατιάς επιρροής στα (ανώτερα κυρίως) μεσοστρώματα, ώστε να μπορεί να διατηρεί την πεποίθηση ότι παραμένει πρώτο κόμμα. Όμως συσσωρεύει απώλειες. Με σημείο καμπής το φετινό καταστροφικό καλοκαίρι και με επιτάχυνση λόγω της κυνικής αντιμετώπισης της πανδημίας και της ακρίβειας, η πτώση της κυμαίνεται μεταξύ 3 και 5 μονάδων, ακόμα και στις πιο φιλοκυβερνητικές μετρήσεις. Με δεδομένο ότι οι δυσκολίες θα κλιμακωθούν στο χειμώνα που έρχεται, εμφανίζεται το πολιτικό πρόβλημα για τις ευρύτερες καθεστωτικές δυνάμεις: η ΝΔ θα δώσει μάχη για να παραμείνει πρώτο κόμμα, αλλά είναι πλέον απίθανο ότι θα είναι κόμμα ικανό να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Στην πραγματικότητα οι ελπίδες του Μητσοτάκη για να ανανεώσει την πολιτική κυριαρχία του, στηρίζονται πλέον στην ανικανότητα του Τσίπρα να συγκροτήσει ισχυρή εναλλακτική λύση.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, βυθισμένη στα πεπραγμένα της του 2015-19, έχει τελεσίδικα αποφασίσει να αντιμετωπίσει εκλογοκεντρικά αυτή τη σκληρή και απαιτητική συγκυρία. Θεωρεί ότι η προοπτική της ανατροπής του Μητσοτάκη θα κριθεί στην εκλογική συμπεριφορά των κεντρώων ψηφοφόρων. Αυτή είναι η βάση της αφήγησης περί «προοδευτικής κυβέρνησης» που σπρώχνει τον Τσίπρα όλο και πιο βαθιά στην αγκαλιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όμως μεγάλα τμήματα του κόσμου έχουν πλέον την καθοριστική εμπειρία ότι η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα προωθήθηκε στην Ευρώπη μέσα από τη σύγκλιση της σοσιαλδημοκρατίας και της Δεξιάς. Το τάχα σκληρό «αντιπολιτευτικό ροκ» του Τσίπρα εξαντλείται στη ρητορική και στο θεαθήναι. Η κεντροαριστερή στρατηγική οδηγεί ευθέως στην «προγραμματική αντιπολίτευση», δηλαδή στην πιο συναινετική αντιπολίτευση από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Με αυτά τα υλικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συγκροτήσει τον εργατικό/λαϊκό κόσμο σε πολιτικό ρεύμα σύγκρουσης με τον Μητσοτάκη, κάτι που είναι απαράβατη προϋπόθεση για την απόσπαση μεσοστρωμάτων από την ουρά της κυρίαρχης τάξης και έτσι την απόσπαση κεντροαριστερών ψηφοφόρων από τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Παραβιάζοντας ακόμα και τη δική τους πολιτική εμπειρία του 2010-15, τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βαδίζουν προς μια πολιτική ήττα από έναν αντίπαλο που θα ήταν εφικτό να συντριβεί.
Αυτά τα κενά του «δικομματισμού», όπως προέκυψε από τις εκλογές του 2019, τροφοδότησαν το ενδιαφέρον για την αλλαγή ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ. Τα δημοσκοπικά «ευρήματα» που προαναγγέλουν μια πρωταγωνιστική «επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στις εξελίξεις» είναι εν πολλοίς τεχνητά (παρουσιάστηκαν σαν ομοβροντία και πριν ο Ανδρουλάκης αποκαλύψει στοιχειωδώς τις προθέσεις και τις βασικές πολιτικές του). Η νίκη του Ανδρουλάκη στηρίχτηκε στις επιλογές των λοχαγών και των ταγματαρχών του «κομματικού» ΠΑΣΟΚ, εκείνων των «ατσαλάκωτων» στελεχών που πέρασαν από την παπανδρεϊκή περίοδο στον «εκσυγχρονισμό» και από εκεί στον μνημονιακό νεοφιλελευθερισμό. Ήδη ο νέος πρόεδρος πλαισιώνεται από τους ανθρώπους του Σημίτη και του Βενιζέλου, υπό την ανοχή των «παπανδρεϊκών» που συνεχίζουν να παρεπιδημούν. Αυτός ο κορμός δεν μπορεί και δεν πρόκειται να χτίσει ξανά μαζικό κόμμα. Άλλος θα είναι ο ρόλος του: οι «γέφυρες» που θα χτίζουν συναινέσεις στη βάση της καθεστωτικής γραμμής, η αξιοποίηση του ρόλου του τρίτου κόμματος ώστε να αποφασιστεί το «χρώμα» των κυβερνήσεων συνεργασίας, εάν και όταν τα πολιτικά και εκλογικά δεδομένα το κάνουν αναγκαίο. Οι γεφυροποιοί είναι εδώ και θα έχουν να αξιοποιήσουν, τόσο προς τα δεξιά τους όσο και προς τα αριστερά τους, τις δεξιότητες που απέκτησαν μέσα στη μεγάλη «σχολή» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Στα αριστερά όλου αυτού του σκηνικού, υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες διεργασίες. Στο εσωτερικό του ΚΚΕ, η συζήτηση «ανοίγει θέματα» με σημασία για τον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό ενός κρίσιμου δυναμικού. Η επιχείρηση «συμπόρευση με το ΚΚΕ» αποδείχθηκε περιορισμένης ευθύνης, μιας και ουσιαστικά αποτελούσε ατομικά καλέσματα ένταξης στα υπάρχοντα πλαίσια του ΚΚΕ. Πιο ενδιαφέροντα είναι κάποια «ανοίγματα» στην κατεύθυνση της κοινής δράσης σε συγκεκριμένους χώρους. Αυτά, πιστεύουμε, θα πρέπει να ενισχυθούν.
Το ΜΕΡΑ25, ενόψει του συνεδρίου του, ριζοσπαστικοποιεί το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα του, περιλαμβάνοντας και κάποιες αυτοκριτικές για «αυταπάτες» στην κρίσιμη περίοδο του 2015 και σχετικά με τις πιθανότητες «αυτορύθμισης» της ΕΕ. Θα προσπαθήσει να δώσει την ερχόμενη εκλογική μάχη, αναζητώντας ακροατήρια στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως όλες αυτές οι διεργασίες είναι «λίγες», περπατάνε με βήμα σαλιγκαριού, μένοντας κάτω από τις ανάγκες της συγκυρίας. Ένα πολιτικό δυναμικό που καθορίστηκε από την εμπειρία της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, την αποτυχία της ΛΑΕ και τις περιπέτειες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν έχει άλλο δρόμο από την επιμονή στις πρωτοβουλίες ανασύνταξης της κινηματικής αντίστασης. Και μόνο μέσα από αυτόν το δρόμο θα μπορέσει να διαπιστώσει το εάν είναι εφικτές γενικότερες πολιτικές ή και εκλογικές πρωτοβουλίες. Μέσα σε μια πολιτική περίοδο που θα είναι κάθε άλλο παρά ομαλή.