Ο αριθμός των απεργιακών συγκεντρώσεων είναι ένα σημαντικό δείγμα για τη συμμετοχή στην απεργία. Οι συγκεντρώσεις, ανάλογα με τη συμμετοχή του κόσμου, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες.
Στην πρώτη κατεβαίνει ο σκληρός πυρήνας των μυημένων, συνήθως των οργανώσεων της Αριστεράς και κυμαίνεται περίπου στα 3.000 άτομα. Στην δεύτερη κατηγορία συμμετέχει ο πολιτικοποιημένος και πιο συνειδητοποιημένος κόσμος και κυμαίνεται περίπου στα 20.000 άτομα. Αντίθετα, στην τρίτη κατηγορία η συμμετοχή είναι μαζική, επειδή η πλειονότητα του κόσμου της εργασίας αποφασίζει ότι αξίζει να χάσει το μεροκάματο ή είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει δυναμικά τα αιτήματα για τα οποία κινητοποιείται και κυμαίνεται περίπου στα 50.000 άτομα. Τέτοιου τύπου συγκεντρώσεις έχουμε να δούμε από το τέλος του 2012, με εξαίρεση την μαζική κινητοποίηση που έγινε τον Ιούλιο του 2015, στο Σύνταγμα, προκειμένου να υπερασπιστεί ο λαός το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα.
Με βάση αυτή την προσέγγιση, πως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις δύο πρόσφατες 24ωρες απεργίες και συγκεντρώσεις-πορείες; Όσον αφορά την Απεργία της 12-11-2015, οι εκτιμήσεις είναι ότι η συμμετοχή του κόσμου στην πορεία έφτασε τις 20.000 (ΠΑΜΕ:10.000, ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ: 5.000, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: 5.000). Γενικά, μπορούμε, στην εν λόγω απεργία, να κρίνουμε τις συγκεντρώσεις και τις πορείες ως αξιοπρεπείς και ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν, παρ’ ότι δεν υπήρχε ορατός στόχος-διακύβευμα. Σε ότι αφορά την Απεργία της 3-12-2015 και κατ’ επέκταση τις συγκεντρώσεις, κρίνεται ως μη επιτυχής. Η συμμετοχή του κόσμου στην πορεία ήταν μικρότερη, σε σχέση με την προηγούμενη φορά, φτάνοντας περίπου τις 15.000, με το ΠΑΜΕ να κρατά τις δυνάμεις του.
Ως πρώτα γενικά συμπεράσματα, που μπορούν να εξαχθούν, είναι κατά τη γνώμη μου, τα εξής: 1) Παρά την αόριστη αντίδραση και αγανάκτηση προς την κυβέρνηση, εντούτοις υπάρχει ακόμη στάση αναμονής προς αυτή, 2) Δεν υπάρχει συγκεκριμένος και ρεαλιστικός στόχος από μεριάς των συνδικάτων, ο οποίος θα κινητοποιεί τον κόσμο για κάποιο σκοπό, 3) Έγιναν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα δύο απεργίες, χωρίς κανένα συγκεκριμένο μήνυμα τόσο για τον κόσμο όσο και προς την κυβέρνηση, 4) Δεν δουλεύτηκαν καλά οι απεργίες, από άποψη ενημέρωσης και οργάνωσης, ιδιαίτερα η δεύτερη, 5) Εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι παράγοντες της μη κινητοποίησης (η ήττα που έχει δεχτεί ο κόσμος της εργασίας, η φυσική και οικονομική κόπωση, η έλλειψη απτών αποτελεσμάτων, η απογοήτευση, η απόσυρση, η έλλειψη στόχων και ηγεσίας στο συνδικαλιστικό επίπεδο κλπ.), 6) Η απειλή και ο φόβος της καταστροφής που αφοπλίζουν το κοινωνικό κίνημα. Όλα αυτά δεν σημαίνει ότι σταματά η ταξική πάλη. Απλά παίρνει άλλες μορφές.
Εν κατακλείδι, είναι προτιμότερο να έχουμε λιγότερες, αλλά στοχευμένες απεργίες, καλύτερα προετοιμασμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να φανεί η δυσαρέσκεια μέσω μιας επίδειξης δύναμης, παρά να έχουμε απεργίες πυροτεχνήματα. Επίσης, η λογική του «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» δεν ισχύει. Υπό αυτή την έννοια, η ενίσχυση της αίσθησης του κόσμου της εργασίας ότι δεν κινδυνεύουμε από κατάρρευση, ίσως τελικά τον οδηγήσει να βγει πιο επιθετικά για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, επειδή δεν θα φοβάται. Διότι, ο φόβος είναι παγίδα και κακός σύμβουλος.