Ανακοίνωση της Διεθνιστικής Εργατικής Αριστεράς

Οι εκλογές της 21ης Μαΐου υπήρξαν, πράγματι, ένας «πολιτικός σεισμός» που παράγει αποτελέσματα τα οποία θα χρειαστεί να ανατρέψουμε με συστηματικό και αποφασιστικό πολιτικό αγώνα.

1. Ο Μητσοτάκης πέτυχε μια πραγματική πολιτική νίκη, που πήρε απρόσμενες διαστάσεις λόγω της κατάρρευσης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.

Το κοινωνικό στήριγμα αυτής της πολιτικής επιτυχίας της Δεξιάς, υπήρξε η κινητοποίηση της κυρίαρχης τάξης και των εύπορων ανώτερων μεσοστρωμάτων που έχουν τη δυνατότητα να συμπαρασύρουν κάποια μαζικά «ακροατήρια». Η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Μητσοτάκη έχει δώσει την ευκαιρία της αιματηρής αύξησης της κερδοφορίας των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων και η διανομή των 50 δισ. των ευρωπαϊκών πόρων και των 10 δισ. των «απευθείας αναθέσεων» έδωσαν την ευκαιρία για ένα ευρύτερο πάρτι στον κόσμο των επιχειρήσεων.

Η υποστήριξη της κυρίαρχης τάξης στον Μητσοτάκη δεν υπήρξε μια ανέφελη υπόθεση. Στις στιγμές όπου καταγράφονταν οι μεγάλες πραγματικές αποτυχίες της κυβέρνησης μετά το 2019 (στον τραγικό απολογισμό της πανδημίας, στις παρακολουθήσεις/υποκλοπές, στα Τέμπη κλπ) εκφράστηκαν τα ερωτηματικά και οι αμφιβολίες για τις πραγματικές πολιτικές δυνατότητες της ηγεσίας Μητσοτάκη στη ΝΔ, που πήραν τη μορφή των προετοιμασιών για την πιθανότητα κυβερνήσεων «ευρύτερης συναίνεσης».

Αυτοί οι προβληματισμοί και αυτές οι προετοιμασίες έμεναν σε δεύτερο πλάνο, περιμένοντας τη δοκιμασία της κάλπης. Η αίσθηση της επικινδυνότητας των συνθηκών για τον ελληνικό καπιταλισμό στο άμεσο προσεχές μέλλον, προέτρεψε τους καπιταλιστές και τις ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες τους να στοιχηθούν ενόψει της κάλπης πιο αποφασιστικά υπέρ του Μητσοτάκη, υπέρ της ΝΔ, του κόμματος που στήριζε τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις με τις λιγότερες ιδεολογικοπολιτικές αντιφάσεις και αναστολές.

Σε αυτό το έδαφος ο Μητσοτάκης έχτισε τη σκληρή προεκλογική καμπάνια της ΝΔ. Που δεν έκρυψε την πρόθεση να επιταχύνει τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, δεν έκρυψε αλλά αντίθετα πρόβαλε το «φράχτη» στον Έβρο, τα pushback στο Αιγαίο, τους μαζικούς εξοπλισμούς κ.ο.κ. Αυτή η καμπάνια υπήρξε αποτελεσματική, κατόρθωνε να προσθέσει στοχευμένα τμήματα στην εκλογική επιρροή του Μητσοτάκη, κυρίως γιατί δεν συναντούσε μαζικό και πειστικό αντίπαλο δέος από τη μεριά της αντιπολίτευσης και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε το αποτέλεσμα της προοπτικής μιας νέας αυτοδυναμίας του Μητσοτάκη, παρά τις διαδοχικές επιθέσεις και την κυνική αδιαφορία του σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και λαϊκών μαζών.

2. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει τον Μητσοτάκη στο δικό του γήπεδο, σε αυτό των απολίτικων και γενικόλογων κριτηρίων καταλληλότητας για τη «διακυβέρνηση». Απέσυρε από την προεκλογική σύγκρουση όλα τα γνωρίσματα, χρώματα και σύμβολα της Αριστεράς, απέφυγε κάθε αιχμή ταξικής αναφοράς, τάζοντας win-win «λύσεις» που θα ικανοποιούσαν (δήθεν) τους πάντες, υποβάθμισε τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τον κόσμο της εργασίας. Η αμφιλεγόμενη, αλλά κρίσιμη για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, επιλογή της διεκδίκησης μιας «προοδευτικής-δημοκρατικής» κυβέρνησης, παρέμεινε ως το τέλος ένα ομιχλώδες νεφέλωμα αφού ο Τσίπρας απέφυγε να ορίσει (ή και να προσπαθήσει να επιβάλει…) κάθε προγραμματική συγκεκριμενοποίησή της, ακόμα και ως προς τον πιο προφανή αποδέκτη αυτής της πρότασης, το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη.

Όλα αυτά υπογράμμιζαν το βασικό μειονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα: το πρόβλημα της αξιοπιστίας. Το «γραμμάτιο» της προδοσίας του 2015 και οι πικρές εμπειρίες των εργαζομένων και των συνταξιούχων από τη μνημονιακή κυβέρνηση του 2015-19 (πχ ο νόμος Κατρούγκαλου για το Ασφαλιστικό) δεν έχουν ακόμα αποπληρωθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το αποτέλεσμα ήταν μια πρωτοφανής κρίση αποσυσπείρωσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, ένα φαινόμενο «τους ζυγούς λύσατε», που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από τα minimum των δημοσκοπικών προβλέψεων, την ώρα που η ΝΔ ξεπερνούσε τα maximum των δημοσκοπικών προβλέψεων, και αναδείκνυε την πολιτική του Τσίπρα ως τον βασικό παράγοντα μιας σημαντικής πολιτικής νίκης του Μητσοτάκη.

Η απόσυρση της πολιτικής εμπιστοσύνης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εκφράστηκε στην κάλπη της 21/5, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια διαφορετική πολιτική θέση: από τις εκλογές του Ιούνη και μετά, θα είναι υπό αμφισβήτηση ο ρόλος του ακόμα και ως η καθοριστική δύναμη στις γραμμές της αντιπολίτευσης.

3. Στις εκλογές της 21/5 καταγράφηκε η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ σε ενεργό πολιτικό ρόλο. Η δυναμική αυτής της επιστροφής θα κριθεί στις εκλογές του Ιούνη, αλλά και στις μετεκλογικές αναπόφευκτες διεργασίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόκειται για μια ακόμα «χορηγία» του Αλ. Τσίπρα: η μετά το 2015 στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ενίσχυε στην πράξη τις πιθανότητες επιβίωσης του εγχώριου «τμήματος» του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος.

Η ενίσχυση της θέσης της ηγεσίας Ν. Ανδρουλάκη περιπλέκει τις σχέσεις των 2 κομμάτων, αλλά προσωρινά: οι φωνές από το εσωτερικό τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΠΑΣΟΚ, που προτείνουν μια προοπτική «σοσιαλδημοκρατικής ανασύνθεσης» δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν.

4. Απέναντι στην άγρια πολιτική του Μητσοτάκη και παρά την υποτονική και ακραία εκλογοκεντρική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλη την κυβερνητική περίοδο της ΝΔ υπήρξαν σημαντικές μαζικές αντιστάσεις από τα κάτω: οι αγώνες στην εκπαίδευση και στο χώρο της υγείας, οι διαδηλώσεις ενάντια στην καταστολή στις γειτονιές, στις σχολές και στα σχολεία, οι νικηφόροι απεργιακοί αγώνες (στην E-Food, στην Cosco κλπ), το μεγάλο κίνημα μετά το έγκλημα στα Τέμπη κ.ο.κ. Αυτές ήταν οι συντεταγμένες της πραγματικής αντιπολίτευσης, του πιο επικίνδυνου αντίπαλου που είχε να αντιμετωπίσει ο Μητσοτάκης.

Σε αυτή τη δύναμη αναφέρονταν οι εκλογικές παρεμβάσεις της μάχιμης Αριστεράς.

Το ΚΚΕ πέτυχε μια αξιοσημείωτη αύξηση των δυνάμεών του, σε σύγκριση με τις εκλογές του 2019. Από τις 299.550 ψήφους και το 5,3% σε 425.000 ψήφους και το 7,23%. Είναι ένα αντικειμενικά ενθαρρυντικό στοιχείο, που ελπίζουμε να αναπαραχθεί και να ενισχυθεί στην επόμενη κάλπη. Όμως σε σύγκριση με παλιότερες επιδόσεις του ΚΚΕ (όπως οι 536.000 ψήφοι και το 8,48% στις εκλογές του 2012, που ήταν το «κατώφλι» της σύγχρονης πολιτικής περιόδου), αλλά και τη μαζική απόσυρση της εκλογικής εμπιστοσύνης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η επίδοση δεν πρέπει να θεωρηθεί αρκετή. Η οργανωτική δύναμη του ΚΚΕ αντικειμενικά θα έπρεπε να ωθεί σε υψηλότερες φιλοδοξίες και την ανάληψη μεγαλύτερων ευθυνών στη μαζική πολιτική.

Το «ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη», παρά τις αντίθετες προβλέψεις, έχασε οριακά τη δυνατότητα εκπροσώπησης στη Βουλή. Ελπίζουμε αυτό το αποτέλεσμα να «διορθωθεί» στην επόμενη κάλπη, στις 25 Ιούνη.

Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων ψηφοδελτίων της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, παρά το δραστήριο ρόλο τους μέσα στο μαζικό κίνημα, περιορίστηκαν για άλλη μια φορά σε ποσοστά καταγραφής αισθητά κάτω από το όριο «ορατότητας» του 1%. Αυτή η τακτική εκλογικής παρέμβασης, που έχει επαναληφθεί πολλές φορές με τα ίδια αποτελέσματα, θα πρέπει να επανεξεταστεί.

Σε ό,τι μας αφορά, θα αντιμετωπίσουμε την επόμενη εκλογική μάχη με την ίδια γραμμή: καλούμε σε ψήφο ενίσχυσης της μάχιμης Αριστεράς, με στόχο να ενισχυθούν οι αντιπολιτευτικές φωνές που υποστηρίζουν και μέσα στη Βουλή τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες με κριτήριο τα ταξικά συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

5. Η πολιτική προοπτική που άνοιξε στις εκλογές της 21/5 είναι μια κυβέρνηση αυτοδυναμίας της Δεξιάς υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή θα είναι μια επικίνδυνη κυβέρνηση ακραίας επιθετικότητας. Ενώ το εκλογικό αποτέλεσμα της ακροδεξιάς (ενίσχυση Βελόπουλου, εμφάνιση «Νίκης» κ.ά.) υπενθυμίζει ότι παραμονεύουν πάντα και αυτές οι αντιδραστικές εφεδρείες του συστήματος.

Όμως δεν θα πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση της ΝΔ θα είναι επίσης μια ασταθής και ευάλωτη κυβέρνηση. Το 2024 θα είναι μια περίοδος σκληρής δοκιμασίας για τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο πραγματικός κοινωνικός συσχετισμός δύναμης στην ελληνική κοινωνία είναι εκείνος που αναδείχθηκε μετά το έγκλημα στα Τέμπη, με τις συγκλονιστικές μαζικές διαδηλώσεις και τις απεργιακές δράσεις. Αυτή η πραγματικότητα θα έρθει ξανά στο προσκήνιο στη δράση κατά της κυβερνητικής πολιτικής, πέρα από τον παραμορφωτικό φακό της εκλογικής διαδικασίας. Οι αναλύσεις περί γενικής συντηρητικοποίησης, ή περί «ορμπανοποίησης» της ελληνικής κοινωνίας, είναι απολύτως λανθασμένες ή πολιτικά αποπροσανατολιστικές.

Αυτή τη σκοπιά θα πρέπει να ενισχύσουμε στις εκλογές της 25ης Ιούνη:

-Μαύρο στη ΝΔ και στον Μητσοτάκη

-Καμιά εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ

-Ψήφο στην Αριστερά.

Όμως, πάνω απ’ όλα, θα πρέπει από σήμερα να ετοιμαζόμαστε για την αγωνιστική/κινηματική αντιμετώπιση της επόμενης απαιτητικής περιόδου. Όπου η ενότητα στη δράση της Αριστεράς μέσα στο μαζικό κίνημα αλλά και στον πολιτικό αγώνα θα είναι το βασικό γνώρισμα κάθε σοβαρής και έντιμης τακτικής.

ΔΕΑ

23 Μαΐου 2023

Ετικέτες