Κατά το τελευταίο διάστημα ενισχύεται η τοποθέτηση εκ μέρους της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την οποία τα οικονομικά εργαλεία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν θα είναι ποιοτικά διαφορετικά από εκείνα των σημερινών μνημονιακών κυβερνήσεων.

Δημιουργείται η εντύπωση, ιδίως από την πλευρά του λεγόμενου «οικονομικού επιτελείου» και τις πρόσφατες εκφορές του, ότι η μεταβολή της κυβέρνησης θα επαχθεί όχι μια πραγματικά εναλλακτική οικονομική και πολιτική στρατηγική αλλά μια εναλλακτική χρήση των ιδίων εργαλείων και μέσων, στα οποία η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση διαπράττει εσφαλμένη χρήση ή και προχωρά με βάση ένα εσφαλμένο μείγμα κρατικών πολιτικών. Θα τονίσουμε ορισμένα σημεία αυτών των αντιλήψεων και τις αντιφάσεις τους.

  1. Το επιχείρημα των «ισοσκελισμένων  προϋπολογισμών» και του «πρωτογενούς πλεονάσματος»

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από το «οικονομικό επιτελείο» του ΣΥΡΙΖΑ στην δημοσιονομική σταθεροποίηση και στην διατήρηση και ενίσχυση του «πρωτογενούς πλεονάσματος». Προφανώς, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είναι θετικό πράγμα για μια οικονομία (καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ή οποιαδήποτε) είτε ο υπέρογκος εξωτερικός δανεισμός είτε η συσσώρευση δημοσίων ελλειμμάτων ή και αρνητικών εμπορικών ισοζυγίων. Όμως, θα πρέπει να διευκρινίζεται, πάντοτε, με ποια εργαλεία και με ποιες ταξικές συμμαχίες  αγωνίζεται μια κυβέρνηση και ένας κοινωνικοπολιτικός συνασπισμός για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και για τη δημοσιονομική ισορροπία και, ακόμη, αν η δημοσιονομική ισορροπία είναι αξία μεγαλύτερη από την κοινωνική ευημερία και την κοινωνική αναδιανομή.  Πρώτα απ’ όλα, θα χρειαστεί να θυμηθούμε ότι για αρκετές δεκαετίες (και ιδίως τα περίφημα «τριάντα ένδοξα» χρόνια του κεϊνσιανού καπιταλισμού) η ίδια η καπιταλιστική οικονομική ορθοδοξία δεχόταν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά δημοσίων ελλειμμάτων με οποιαδήποτε έννοια ή και πολύ μεγαλύτερα ποσοστά δημοσίου χρέους από τα ποσοστά 3% και 60% που έχει θέσει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και πρόσφατα ακόμη πιο έντονα με το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Τα «ελλείμματα» αυτά θεωρούνταν ότι είχαν μια αναπτυξιακή και κοινωνικά συνεκτική λειτουργία. Ακόμη και σήμερα, μια ισχυρή καπιταλιστική χώρα όπως η Ιαπωνία με «τεράστιο» δημόσιο χρέος λειτουργεί αναπτυξιακά με την καπιταλιστική έννοια και ενισχύει ακόμη και την κοινωνική συνοχή και σχεδόν κανείς δεν την ψέγει διεθνώς για την πορεία της. Συνεπώς, η μετάβαση στη λογική των «απολύτως πειθαρχημένων» δημοσιονομικών δεν είναι ταξικά ουδέτερη αλλά συνταυτίζεται απολύτως με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση του κεφαλαίου στις δαπάνες του κοινωνικού κράτους και ιδίως στις δαπάνες για τους «όχι απόλυτα φτωχούς» και «όχι απόλυτα περιθωριοποιημένους» και την ανάγκη «ελέγχου των κρατικών δαπανών», τις οποίες εισήγαγαν ήδη από τη δεκαετία του 1940 τα μέλη της εταιρείας του Μον Πελερίν και επιτυχημένα πια από το 1970, ο Χάγεκ, ο Φρίντμαν και η παρέα τους. Θα πρέπει, λοιπόν,  κάνοντας τις αναγκαίες πολιτικές σταθμίσεις να ξεκαθαρίσουμε το ακόλουθο: μια πολιτική σημαντικής αύξησης των κατώτατων μισθών και συντάξεων, μια πολιτική αποκατάστασης του διαλυμένου κοινωνικού κράτους, των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, μια πολιτική αποκατάστασης και ενίσχυσης των δημοσίων επιχειρήσεων και μάλιστα, ενδεχομένως, και αποζημιώσεων για την  επαναπόκτηση κάποιων από αυτές -παρά το ότι συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τη θέση ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης μπορεί να σημαίνει και επανάκτηση με συμβολικές και μόνο αποζημιώσεις-, μια πολιτική ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων και μέσω αυτών της περίφημης παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα είναι σε μια μεταβατική περίοδο όπου τα έσοδα από τη φορολογική και άλλες πολιτικές δεν θα έχουν ακόμη ενισχυθεί σημαντικά, μια πολιτική «πλεονασματική» ή «ελλειμματική»; Και είναι απολύτως αρνητικό το να έχουμε για κάποια χρόνια ελεγχόμενα «ελλείμματα» -ιδίως μάλιστα υπό την αίρεση και της πιθανής διακοπής χρηματοδότησης από τους δανειστές- ενόψει της ικανοποίησης των κοινωνικών και παραγωγικών αναγκών της χώρας; Μήπως, δηλαδή, η εμμονή στους «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς» συνεπάγεται και την πιθανή μελλοντική εγκατάλειψη ενός πολιτικού σχεδίου όχι μόνο προσανατολισμένου στην επίλυση της ανθρωπιστικής καταστροφής αλλά και στην επανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους στη χώρα μας και μεταβατικά και στην κοινωνική αλλαγή; Ας θυμηθούμε εδώ ότι η τρέχουσα ιδεολογική επίθεση στα όσα συνέβησαν επί ΠΑΣΟΚ μεταξύ 1981και 1989 χρησιμοποιεί το επιχείρημα των ελλειμμάτων και του δανεισμού για να καταγγείλει τη σοσιαλδημοκρατική αναδιανομή της περιόδου αυτής, την οποία παρουσιάζει ως καθαρά «πελατειακό» και λαϊκιστικό φαινόμενο. Όμως, τα «ελλείμματα» του πρώτου ΠΑΣΟΚ δεν οφείλονταν μόνο στη «διαφθορά» αλλά σε σημαντικό βαθμό και στην αναδιανεμητική του πολιτική.   

Επιπλέον, προκαλεί απορία η τοποθέτηση ότι θα μπορέσουμε να βγούμε μέσω μιας άλλης διαχείρισης από μια κατάσταση ελλειμματικών προϋπολογισμών και δημοσίων ελλειμμάτων αλλά και αρνητικών εμπορικών ισοζυγίων την ίδια στιγμή όπου υποστηρίζεται από την ίδια πλευρά με φανατισμό η παραμονή στην Ευρωζώνη και στο ευρώ ως «ισχυρό νόμισμα» και ως σύστημα οικονομικών και νομικών σχέσεων. Αποτελεί κοινό τόπο πια η θέση ότι η χρήση του ίδιου νομίσματος τόσο από οικονομίες με ισχυρότερη όσο και από χώρες με ασθενέστερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα ενισχύει την ανισομετρία των εμπορικών ισοζυγίων και το εμπορικό  πλεόνασμα των πιο ισχυρών καπιταλιστικών οικονομιών (η Γερμανία ενίσχυσε το εμπορικό της πλεόνασμα μεταξύ 2002 και 2011 κατά 265 %). Προφανώς, και πέρα από τα πολύ σοβαρά ζητήματα των στρατιωτικών εξοπλισμών και των «μιζών», των φοροαπαλλαγών για τους πλούσιους και των κρατικών «δανείων» και ενισχύσεων στις καταρρέουσες τράπεζες μετά το 2008, η εμπορική και παραγωγική/αναπτυξιακή κατάσταση μιας καπιταλιστικής χώρας έχει άμεσες συνέπειες στα δημόσια οικονομικά της. Αυτό το λέμε όχι από τη σκοπιά του «εθνικού» μας καπιταλισμού ή των «ανταγωνιστικών υποτιμήσεων» αλλά από τη σκοπιά της διαπίστωσης ότι η απαξίωση των κεφαλαίων μέσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης και η υποτίμηση της εργατικής δύναμης είναι λογικό να συμβαίνουν με τη μεγαλύτερη ένταση στους πιο αδύνατους κρίκους της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης. Άρα, ακόμη και από τη θέση της «δημοσιονομικής σταθερότητας» μιας καπιταλιστικής οικονομίας, πολύ περισσότερο από τη θέση μιας οικονομίας που λειτουργεί μεταβατικά προς άλλες κοινωνικές μορφές, η άποψη της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως αντιφατική.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί η άποψη ότι κανένα «πρωτογενές πλεόνασμα» θεμελιωμένο στην κοινωνική λεηλασία, στην υποτίμηση της εργατικής δύναμης και στην αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης δεν είναι επιθυμητό ούτε και επιδιώξιμο. Αυτό θα πρέπει να το δηλώσουμε καθαρά.             

  1. Το ζήτημα του «κρατισμού» και η κοινωνική οικονομία

Ήδη από το 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ η καταψήφιση των θέσεων και τροπολογιών της «Αριστερής Πλατφόρμας» και ιδίως η διαφορά ανάμεσα στον «δημόσιο έλεγχο» και στη «δημόσια ιδιοκτησία» για τις τράπεζες και τις ιδιωτικοποιούμενες δημόσιες επιχειρήσεις άνοιξαν μια επικίνδυνη επιχειρηματολογία. Βασικό στοιχείο κριτικής στον όντως (και ορθώς) εκτεταμένο κατάλογο επιχειρήσεων υπό εθνικοποίηση/κοινωνικοποίηση ή επανεθνικοποίηση της άποψης της «Αριστερής Πλατφόρμας» αποτέλεσε η θέση ότι η «εθνικοποίηση» μεγάλου τμήματος της οικονομίας αποτελεί επανάληψη και επανεπιβεβαίωση του «σοβιετικού μοντέλου», του αποτυχημένου μοντέλου του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο σοσιαλισμός του «21ου αιώνα» θα στηριχθεί στην κοινωνική και όχι στην κρατική οικονομία.  Είναι, όμως, έτσι; Και τι σημαίνει η έμφαση στην «κοινωνική οικονομία» ως τρίτου πυλώνα μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού τομέα; 

Ας ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι για μας ο δημόσιος τομέας και στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας σε μεταβατική κατεύθυνση, αλλά πολύ περισσότερο σε μια σοσιαλιστική μεταβατική οικονομία, προϋποθέτει τον εργατικό έλεγχο, τη δημοκρατική και συμμετοχική διάσταση του κρατικού σχεδίου και τη συμπερίληψη της βούλησης του εργατικού/λαϊκού και κινηματικού παράγοντα και την απόρριψη του γραφειοκρατικού «σοβιετικού» μοντέλου. Δεν βρίσκεται εδώ η διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις. Το πρόβλημα ξεκινά από τη λογική κατά την οποία ο κοινωνικός τομέας αντιστοιχεί βασικά στο συνεταιριστικό τομέα. Χωρίς να διαφωνεί κανείς με τα αλληλέγγυα, συνεταιριστικά και αλληλοβοηθητικά πειράματα και την ανάγκη σημαντικής ενίσχυσής τους, είναι απολύτως παράλογο να θεωρήσει κανείς ότι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και μεγάλες δραστηριότητες δημοσίων επενδύσεων είναι δυνατόν να μη στηριχθούν στο δημοκρατικά και φιλοκοινωνικά  δομημένο και τροποποιημένο κράτος ως πυρήνα (αλλά όχι αποκλειστικό διαχειριστή) του δημόσιου χώρου. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία σοσιαλιστική μετάβαση αλλά ούτε καν φιλολαϊκή ή αναδιανεμητική μεταβατική πολιτική  χωρίς ένα ισχυρό και με έντονη οικονομική δραστηριότητα κράτος ως πυρήνα του Δημοσίου. Η αντίθετη άποψη, γυρνώντας τυπικά σε θεωρήσεις του ουτοπικού σοσιαλιστικού ονείρου πριν από τον Μαρξ ή σε λογικές «κοκκινων θυλάκων» τύπου Χολογουέι, υποτιμά την ισχύ και την ενοποιητική ικανότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της καπιταλιστικής αγοράς αλλά και παραμελεί την αναπόφευκτη ανάγκη συσσώρευσης οικονομικής ισχύος σε έναν δημοκρατικό και αυτοδιαχειριζόμενο κρατικό μηχανισμό και χώρο (στα όρια ανάμεσα στο αστικό και το σοσιαλιστικό κράτος) και ιδίως σε συνθήκες σύγκρουσης με το ντόπιο και το διεθνές ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Χωρίς αυτή τη συσσώρευση ισχύος αλλά και τη συνεργασία κρατικού/δημόσιου και συνεταιριστικού τομέα, όχι μόνο δεν μπορείς να καταγάγεις νίκες κατά του συγκεντροποιημένου και διεθνοποιημένου αντιπάλου αλλά και αποδέχεσαι την πιθανότητα απλώς να αναπαράγεις μια δυναμική εναλλακτική μορφή του «λαϊκού» ή συνεταιριστικού καπιταλισμού όπου μια δυναμική επιχειρηματική ομάδα κυριαρχεί κεκαλυμμένα σε μια πλειοψηφία «λαϊκών εταίρων» ή «μετόχων».

Επιπλέον, η πολεμική κατά του ιδιοκτησιακού κρατισμού είναι σε θέση να νομιμοποιήσει από το παράθυρο τη νεοφιλελεύθερη κριτική στο «διογκωμένο κράτος» αλλά και να δώσει μια ελευθεριακή εσάνς στο μικροαστικό ιδιοκτησιακό «αντικρατισμό». Ας θυμηθούμε εδώ ότι ακόμη και η ακραία νεοφιλελεύθερη Αίυν Ραντ θεωρούσε τον εαυτό της «ελευθεριακό».

Η άποψη αυτή περί «κοινωνικής οικονομίας» συναντά από μια άλλη πλευρά και την «κριτική στον κεϊνσιανισμό», η οποία μπορεί να πάρει πολλές όψεις. Ενώ είναι απόλυτα ορθό το επιχείρημα ότι το «κεϊνσιανό» συμβόλαιο ανέσχεσε την κοινωνική επανάσταση στη Δύση και σε αυτό ακριβώς απέβλεψε από την αρχή και επίσης είναι ορθό το ότι εμείς ως Αριστερά σήμερα ούτε θέλουμε ούτε και μπορούμε να εισαγάγουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο κεϊνσιανού τύπου (το οποίο εξάλλου απορρίπτει φανατικά και το κεφάλαιο), είναι απολύτως παράλογο να αποκλείσει κανείς τη λήψη μέτρων σε μια πρώτη φάση από μια μεταβατική κυβέρνηση της Αριστεράς που παλαιότερα θα αποκαλούνταν «κεϊνσιανά» όπως η συσχέτιση μεταξύ της αύξησης των μισθών και της τόνωσης της παραγωγικής δραστηριότητας ή η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων ως πυρήνα και ατμομηχανή της ανάπτυξης ή η στροφή σε δημόσια και κοινωφελή αγαθά. Η διαφορά από τον κεϊνσιανισμό, εθνικό ή διεθνή, έγκειται όχι στο «συλλογικό εθελοντισμό» ή στην «οικονομία των Μ.Κ.Ο.» αλλά στη γνήσια σύνδεση της δημόσιας οικονομίας με τις κοινωνικές ανάγκες και όχι με τον «καταναλωτισμό» και στην ένταξή της σε ένα μεταβατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα, εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές.

  1. Το ζήτημα του «δημόσιου χρέους»

Κλείνουμε αυτό το σημείωμα με την επισήμανση -στην οποία και θα επανέλθουμε- ότι καμία «μη μονομερής» διαχείριση ή διαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους δεν είναι εφικτή χωρίς αποφασιστικές μονομερείς ενέργειες εντός του έθνους-κράτους από μια κυβέρνηση της Αριστεράς (κατάργηση βασικών μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων, αποκατάσταση κοινωνικής και συνδικαλιστικής ισορροπίας, επανοικειοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων ως εργαλείων ανάπτυξης κ.λπ.). Όχι μόνο η λογική των «μη μονομερών ενεργειών» υπερτιμά τη δυνατότητα κάμψης του ευρωζωνικού νεοφιλελευθερισμού από ένα ευρωπαϊκό κίνημα (του οποίου η εμβέλεια και ο συντονισμός δεν έχει ακόμη αναδειχθεί) ή από τη σύγκλιση της Ευρωαριστεράς, αλλά και υπερτιμά την σε ριζικά άλλες πολιτικές διεθνείς συνθήκες δυνατότητα επιστροφής σε έναν διεθνή νεοφορντισμό και νεοκεϊνσιανισμό -τον  οποίο στα λόγια εξορκίζει- και ιδίως τη δυνατότητα ενός νέου Σχεδίου Μάρσαλλ σε γεωπολιτικές συνθήκες ριζικά διαφορετικές. Αν όντως θεωρούμε καταδικασμένη την πιθανότητα «επιστροφής στον Κέινς» και την επικρίνουμε ως «εθνική λύση», γιατί ενισχύουμε μια στρατηγική «αλλαγής της αρχιτεκτονικής του ευρώ» όπως αυτή του ΚΕΑ, η οποία αποτελεί τον ιδεότυπο του ευρωζωνικού «ουτοπικού νεοκεϊνσιανισμού»; Και γιατί καλλιεργούμε την αυταπάτη ότι ακόμη και μια μορφή εξουσίας των εργαζομένων μπορεί να εδραιωθεί μέσα στο ιμπεριαλιστικό ευρωζωνικό πλαίσιο, το οποίο είναι πασιφανώς αντίθετο δομικά όχι μόνο σε μια μορφή συστημικής αλλαγής αλλά και στην παραμικρή βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και των «φτωχών» σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρωζώνης; Ρητορικές ερωτήσεις που αναζητούν πραγματικές απαντήσεις…           

Ετικέτες