Η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία έχει σημαδευτεί από ένα νέο και ιδιαίτερο κίνημα, το κίνημα «της σαρδέλας», το οποίο έχει κατεβάσει στους δρόμους αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, πολλοί από αυτούς νεολαίοι, με αποκορύφωμα τη μεγάλη διαδήλωση στη Ρώμη στις 14 Δεκέμβρη.
Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, πρέπει να πάρουμε υπόψη δύο στοιχεία: από τη μία, τη σημασία και τη θετική πλευρά αυτών των κοινωνικών διαδηλώσεων ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό παρά τη γενικόλογη φύση των αιτημάτων τους. Και από την άλλη τους στόχους εκείνων που πήραν την πρωτοβουλία για αυτό το κίνημα, που συνδέονται με το Δημοκρατικό Κόμμα και υποστηρίζονται από μια εφημερίδα σαν την Repubblica, όπως και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται το κίνημα.
Χαμηλός βαθμός πολιτικοποίησης
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το κίνημα γεννήθηκε στην Μπολόνια, στην Εμίλια-Ρομάνια, την περιφέρεια που κυβερνήθηκε σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο από το Ιταλικό ΚΚ και στη συνέχεια από τους διάφορους κεντροαριστερούς σχηματισμούς. Σε αυτήν την περιφέρεια, στις 26 Γενάρη, θα γίνουν οι εκλογές για το Περιφερειακό Συμβούλιο και τον πρόεδρό του και για πρώτη φορά είναι πιθανό να κερδίσουν τα δεξιά κόμματα, με επικεφαλής τη Λέγκα του Σαλβίνι. Αυτό θα σήμαινε μια πολιτική ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και πιθανά να οδηγήσει σε πτώση την δεύτερη κυβέρνηση Κόντε, που υποστηρίζεται από το Δημοκρατικό Κόμμα και το Κίνημα 5 Αστέρων. Είναι σαφές γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα δείχνει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για το κίνημα της σαρδέλας.
Αλλά εξακολουθεί να ισχύει ότι στην Ρώμη, όπως και σε άλλες κινητοποιήσεις της σαρδέλας, είδαμε μια μαζική θετική αντίδραση ενάντια στην άνοδο του ρατσισμού, του αντιδραστικού δηλητηρίου και του «κυριαρχικού» εθνικισμού του Σαλβίνι και της Δεξιάς, στην κοινωνία και στους θεσμούς. Και η νεολαία βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αυτής της αντίδρασης.
Ο βαθμός της πολιτικοποίησης αυτού του κινήματος είναι ακόμα χαμηλός και οι οργανωτές του επιδιώκουν σκόπιμα να το περιορίσουν σε ένα επίπεδο γενικής κι επιφανειακής κριτικής στο μίσος και την απανθρωπιά της ρητορικής της αντιδραστικής Δεξιάς, ή σε ένα επίπεδο υπεράσπισης του συνταγματικού δημοκρατικού πλαισίου. Πρόκειται δηλαδή για μια μάχη που διεξάγεται αποκλειστικά στο επίπεδο της κοινής γνώμης (δεν είναι τυχαίο ότι δεν γίνονται διαδηλώσεις αλλά μόνο στατικές συγκεντρώσεις που κρατούν λίγες ώρες σε πλατείες, με μουσική και κάποιες γενικόλογες ομιλίες από τις εξέδρες).
Δεν προωθούνται εμφανείς στόχοι, ούτε προτείνονται χώροι για συζήτηση και βάθεμα μιας πλατφόρμας αιτημάτων που θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την δεύτερη κυβέρνηση Κόντε, η οποία στα περισσότερα ζητήματα παραμένει σε συνέχεια με τις πολιτικές της πρώτης κυβέρνησης Κόντε, που υποστηριζόταν από την Λέγκα του Σαλβίνι.
Ριζοσπαστικοποιώντας τα αιτήματα
Στην πραγματικότητα, το Δημοκρατικό Κόμμα φοβάται μια ριζοσπαστικοποίηση των συνθημάτων και μια κριτική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας που προώθησε το ίδιο και που προκάλεσαν την κοινωνική αθλιότητα που επέτρεψε την ανάπτυξη διάφορων ακροδεξιών κινημάτων. Η ομάδα των διοργανωτών από την Μπολόνια συμπεριφέρεται με συνέπεια απέναντι σε αυτό το αίτημα [του Δημοκρατικού Κόμματος]. Ο ακραία «κάθετος» τρόπος λειτουργίας τους δεν είναι συνεπώς ένα δευτερεύον, συγκυριακό στοιχείο: λογοδοτεί σε μια λογική και μια συγκεκριμένη επιλογή: να εμποδιστεί η ανάδυση δημόσιων, ανοιχτών, δημοκρατικών χώρων συζήτησης και διαλόγου που θα ευνοούσαν μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών ιδεών και πολιτικών απόψεων, που αντανακλούν διαφορετικά κοινωνικά συμφέροντα.
Στη διάρκεια των ίδιων εβδομάδων, η ταξική και αντικαπιταλιστική Αριστερά (με την Sinistra Anticapitalista να παίζει ένα σημαντικό ρόλο) επεδίωξε να ανοίξει ένα νέο δρόμο για ενότητα στη δράση. Αφετηρία ήταν μια πανεθνική συνέλευση που έγινε στις 7 Δεκέμβρη στη Ρώμη (με τη συμμετοχή περίπου 400 ανθρώπων), όπου συμμετείχαν 7-8 «πανεθνικές» οργανώσεις και περίπου 20 τοπικές συλλογικότητες. Η συνέλευση καθόρισε μια κοινή πλατφόρμα κοινωνικού αγώνα, ως κοινή «βάση εργασίας» για τους ερχόμενους μήνες: Ενάντια στις στρατιωτικές δαπάνες και τις μιλιταριστικές πολιτικές, υπέρ της απασχόλησης (μείωση του ωραρίου χωρίς μείωση μισθών, εθνικοποίηση των μεγάλων εταιριών και εργοστασίων που προχωράνε σε απολύσεις και «αναδιαρθρώσεις», κατάργηση των διαταγμάτων για την ασφάλεια, ανατροπή της αντιμεταρρύθμισης Φορνέρο στο συνταξιοδοτικό σύστημα).
Αυτή η ταξικά συνειδητή Αριστερά θα πρέπει να προσπαθήσει να μπει μπροστά και στον αγώνα για κοινωνικά και δημοκρατικά ζητήματα, επιχειρώντας μια επανεκκίνηση της κινητοποίησης της εργατικής τάξης ενώ ταυτόχρονα θα βρίσκεται σε επαφή με τα δημοκρατικά αισθήματα που ζωντάνεψαν με τη μαζικότητά τους τις πλατείες στη διάρκεια των συγκεντρώσεων της σαρδέλας. Το ζήτημα είναι να επιχειρήσουμε να ριζοσπαστικοποιήσουμε τα αιτήματά τους, υποστηρίζοντας την οικοδόμηση ενός μεγάλου κοινωνικού αγώνα ενάντια στην ακροδεξιά αλλά και ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας και ενάντια σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που, και σήμερα όπως και χθες, εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές.
*Στέλεχος της Sinistra Anticapitalista