H μόνη πραγματική, η μόνη κρίσιμη απόφαση για την υπόθεσή μας πάρθηκε από τον Παύλο Φύσσα, εκείνη τη νύχτα που στάθηκε να αντικρίσει κατάματα το τέρας στη λεωφόρο Τσαλδάρη στην Αμφιάλη, καθορίζοντας ανεπιστρεπτί το μέλλον, το δικό του, των φονιάδων του, όλων μας. Το ότι η συμμορία που τον δολοφόνησε ήταν βραχίονας μιας ανοιχτά ναζιστικής οργάνωσης, της πιο εφιαλτικής του μεταπολέμου, με ρίζες στους μηχανισμούς της Χούντας και με παραστρατιωτική-δολοφονική δράση από τη δεκαετία του 1990, το ξέρουν πια όλοι όποια και αν είναι η απόφαση της δίκης.
Στα 1998, σαν μέλος (κι εκπρόσωπος) ενός μεγάλου κινήματος φοιτητών και εργαζομένων ενάντια στην ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, εγώ και δύο συνάδελφοί μου γνωρίσαμε στο κεφάλι και στο κορμί μας τη δολοφονική βία των ταγμάτων της Χρυσής Αυγής.
Λίγο μετά από εκείνη την απόπειρα δολοφονίας, και όσο ακόμα ήμουν στην εντατική, η πρώτη αντίδραση του τότε Υπουργού Δημοσίας Τάξεως του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Ρωμαίου, για μια δολοφονική ενέργεια που έγινε μπροστά στα δικαστήρια μέρα-μεσημέρι και δεν είχε καν καταγραφεί στο βιβλίο συμβάντων του οικείου Αστυνομικού Τμήματος, ήταν πως επρόκειτο για μια σύγκρουση «ακροκινούμενων ομάδων».
Όταν αργότερα, μετά από επίμονες προσπάθειες, ασκήθηκε εν τέλει δίωξη εναντίον ενός από τους περίπου δέκα δράστες της δολοφονικής απόπειρας, αυτός διέφυγε τη σύλληψη για 7 ολόκληρα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως υπό την ηγεσία του μετέπειτα (και νυν) Μ. Χρυσοχοΐδη διέρρεε στον Τύπο πως η οργάνωση διέθετε ισχυρά ερείσματα στο εσωτερικό της αστυνομίας και δήλωνε πως η σύλληψη του δράστη ήταν «ζήτημα τιμής» για τις διωκτικές αρχές.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι πράξεις και οι παραλείψεις των διωκτικών αρχών όχι μόνο δεν αποκατέστησαν, αλλά εξέθεσαν ακόμα περισσότερο τη δημοκρατική «τιμή» της ελληνικής αστυνομίας. Όχι μόνο γιατί ο φυγόδικος Ανδρουτσόπουλος τελικά παραδόθηκε οικειοθελώς, αλλά και γιατί οι αυξανόμενες επιθέσεις και προκλήσεις των χρυσαυγιτών σπανίως διώχθηκαν. Την ώρα που, κατά τις δίκες για την επίθεση του 1998, εγώ, η οικογένειά μου, τα άλλα θύματα της επίθεσης και οι δικηγόροι μας αντιμετωπίζαμε την τρομοκρατία και τις απειλές των χρυσαυγιτών εντός και εκτός της δικαστικής αίθουσας, την ίδια ώρα οι επιθέσεις ενάντια σε αριστερούς συνδικαλιστές πλήθαιναν και εκείνες ενάντια σε μετανάστες άρχιζαν να παίρνουν το χαρακτήρα οργανωμένων πογκρόμ, ενώ η παροιμιώδης ανοχή των δυνάμεων της τάξης συνοδευόταν πια από την ενεργητική επιχειρησιακή σύμπραξη ενάντια σε αντιφασιστικές συγκεντρώσεις.
Στα χρόνια της κρίσης που σημάδεψαν τη δεκαετία του 2010, η έμπρακτη ανοχή και υπόθαλψη της φασιστικής βίας, ενισχύθηκε από την ενεργητική υιοθέτηση βασικών ιδεολογικών της πυλώνων και πρακτικών από το ίδιο το κράτος στις επιχειρήσεις του «Ξένιου Δία», τη φονική φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων της χώρας μαζί με τη Φρόντεξ και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους πρόσφυγες, αλλά και στη σκληρή καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων και στη συντονισμένη επιχείρηση στιγματισμού των μεταναστών ως εγκληματιών ή υγειονομικής βόμβας από κυβερνήσεις και μεγάλα ΜΜΕ, αλλά και αποχρωματισμού και “κανονικοποίησης” των ρατσιστικών πογκρόμ και επιθέσεων που άρχισαν να παίρνουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
Εκείνος που ήμουν, όταν δέχτηκα μαζί με τους συντρόφους μου το χτύπημα του 1998, αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει πως αυτά που μάθαμε από τους μεγάλους, τους γονείς και τους παππούδες μας, για τις φασιστικές παρακρατικές συμμορίες του μεταπολέμου, τους ΜΑΥδες του Εμφυλίου και τα Τάγματα Ασφαλείας της Κατοχής δεν ανήκαν σε κάποιο παρελθόν που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Οι επιβιώσεις και οι μεταμορφώσεις του φασισμού μπορούσαν όχι μόνο να αποκτούν νέους τρόπους διασύνδεσης και συναλλαγής με το «βαθύ κράτος», αλλά και να απειλούν μέχρι και σήμερα την πολιτική και φυσική μας υπόσταση.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε ως σήμερα, αναγκάστηκα, αναγκαστήκαμε ακόμα να καταλάβουμε ότι εκείνη η πεποίθηση, πως ο φασισμός ανήκε στο παρελθόν ενώ στο παρόν επιβίωναν μοναχά κάποια «σταγονίδιά» του που αργά ή γρήγορα θα εξαλείφονταν, ήταν απλά προϊόν μιας ιστορικής παρένθεσης των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης, στις οποίες μας έτυχε να ζήσουμε ως παιδιά ή έφηβοι. Όταν χτύπησαν εμάς το 1998, στα πλαίσια μιας εκπαιδευτικής κινητοποίησης ενάντια στον πρώτο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, η Χρυσή Αυγή ήταν ακόμα ένα δολοφονικό καρφί στο ρόπαλο του κράτους, μια περιθωριακή αγέλη που δρούσε ως τσούρμο αγανακτισμένων πολιτών στο πλάι των ΜΑΤ ενάντια στους διαδηλωτές, και σιγά-σιγά ως τάγμα εφόδου στα μετόπισθεν.
Μετά την είσοδό τους στο κοινοβούλιο το 2012, πολλοί πίστεψαν ή έλπισαν πως η βίαιη δράση της Χρυσής Αυγής θα περιοριζόταν, ή και θα σταματούσε. Ωστόσο, στα χρόνια των μνημονίων, θρεμμένη από τη ραγδαία εξαθλίωση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας και από το δηλητήριο του μίσους προς τους αδύναμους και τους διαφορετικούς με το οποίο εμβολιαζόταν τακτικά στο μεταξύ η ελληνική κοινωνία από επιφανείς εκπροσώπους του δημοσιογραφικού κόσμου και του πολιτικού συστήματος, ταϊσμένη από κρατικά κονδύλια και ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες η Χρυσή Αυγή μετατρεπόταν πλέον σε ένα καλοστημένο μηχανισμό ο οποίος ήταν σε θέση πια να επιδιώξει με κοινοβουλευτικό μανδύα το διακηρυγμένο στόχο της κατάργησης του κοινοβουλευτισμού, αναπτύσσοντας τάγματα εφόδου στις γειτονιές, στα σχολεία και στους δρόμους της χώρας για την τρομοκράτηση των πολιτικών της αντιπάλων και των πιο αδύναμων κομματιών του κόσμου της δουλειάς. Έτσι φτάσαμε στα εγκλήματα του 2013.
Με χρήση των παραδοσιακών ναζιστικών τεχνικών παραστρατιωτικής οργάνωσης και δράσης, αλλά και των σύγχρονων μέσων δικτύωσης και προπαγάνδας, οργάνωσαν με κέντρο τις λαϊκές συνοικίες του Πειραιά και της Αθήνας ένα κύμα παραστρατιωτικής τρομοκρατίας με οργανωμένα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, και επιθέσεις σε λαϊκές αγορές, γειτονιές, σχολεία και σχολές που κορυφώθηκαν με τις δολοφονίες του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα. Μέχρι και τις 19 Σεπτεμβρίου του καταραμένου 2013, η Χρυσή Αυγή ήταν πια «μέινστριμ», η δράση της παρουσιαζόταν τακτικά με τρόπο ουδέτερο από τηλεοπτικά δελτία και εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, στις δημοσκοπήσεις «κάλπαζε» με διψήφια ποσοστά, ενώ οι εκπρόσωποι του «ακραίου κέντρου» φλέρταραν με το ακροατήριό της πλασάροντας την ιδέα μιας μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής» και υιοθετώντας την ατζέντα της.
Πριν παραστώ σε αυτή τη δίκη ως μάρτυρας, για να θέσω υπόψη του δικαστηρίου και του κόσμου που παρακολουθούσε τη δίκη όψεις ενός παρελθόντος που κι εγώ ο ίδιος θα προτιμούσα να θάψω στο παρελθόν, αναμετρήθηκα με τις μνήμες από τις δίκες του Ανδρουτσόπουλου, τη στρατιωτική παράταξη και χαιρετισμούς, τις απειλές και τους προπηλακισμούς εναντίον της οικογένειάς μου, μαρτύρων, δημοσιογράφων, δικηγόρων, του ίδιου του δικαστηρίου.
Γνώρισα όμως την κυρία Μάγδα, και μαζί της τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τη δίκη, τους αγωνιστές του αντιφασιστικού κινήματος που συνέλεγαν, συνδύαζαν και παρουσίαζαν στοιχεία και μαρτυρίες για τις εγκληματικές πράξεις που ερευνούσε το δικαστήριο, μια κοινότητα οργάνωσης και μεταβίβασης της συλλογικής γνώσης και μνήμης που βοήθησε να λάμψει η αλήθεια σε έναν αγώνα αντοχής πεντέμισι χρόνων και εκατοντάδων δικασίμων, συγκροτώντας ταυτόχρονα ένα ευρύτερο δίκτυο πληροφόρησης και δράσης σε όλη τη χώρα και διεθνώς.
Θέτοντας, από το βήμα του μάρτυρα, υπόψη του δικαστηρίου και του κόσμου που παρακολούθησε τη δίκη ό,τι είχα ζήσει και καταλάβει από τη γνωριμία μου με τη φασιστική βία, θυμίζοντας ενοχλητικές για την υπεράσπιση μνήμες για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής και τις σχέσεις της με το κράτος, είχα την ευκαιρία και την τιμή να συνεισφέρω στο πλήθος των μαρτυριών και το εύρος των στοιχείων που τεκμηρίωσαν την ενοχή της εγκληματικής οργάνωσης, ξεπληρώνοντας έτσι ένα ελάχιστο μέρος του χρέους στη μνήμη των παιδιών που δολοφονήθηκαν αλλά και όλων των άλλων, των επιζώντων, σαν εμάς, που αναμετρήθηκαν και αναμετριούνται με το τέρας του φασισμού.
Αναμένοντας την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, είναι η πρώτη φορά από το καλοκαίρι του 1998 που σηκώνω ανάλαφρα τη δυσάρεστη ετικέτα του «θύματος» ή του «επιζώντα» της φασιστικής βίας, ακριβώς γιατί τη μοιράστηκα με τόσους και τόσες που εφτά χρόνια τώρα (ανα)συγκρότησαν έναν πλατύ αντιφασιστικό δημόσιο χώρο στις γειτονιές, στα σχολεία, στις σχολές, στα γήπεδα, στους χώρους δουλειάς, στους δρόμους, αναχαιτίζοντας τη δολοφονική δράση της ναζιστικής συμμορίας.
Στη γραμμή μιας μακράς ακολουθίας μνημών τραγικών και ηρωικών, νιότης και ζωής που κόπηκαν νωρίς, που συνδέουν το θρήνο της μάνας του Τάσου Τούση με τη φωνή της κυρίας Μάγδας σε ένα τραγούδι συλλογικό που είναι συνάμα μοιρολόι για τους νεκρούς μας και κάλεσμα στη μάχη για τη συντριβή των ταγμάτων του μίσους και του κοινωνικού ερέβους, αυτός ο αγώνας έχει ήδη νικήσει πριν από την έκδοση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου και, σε τελική ανάλυση, ανεξάρτητα από αυτήν.
Η πρόταση αθώωσης της εισαγγελέα ήταν πολύ χρήσιμη, για να μας θυμίζει πως, όποια και αν είναι η τελική ετυμηγορία, ζούμε σε μια εποχή στην οποία η «κοινοτοπία του κακού» ενδύεται ξανά, με την ίδια ευκολία, το κοστούμι του γραφειοκράτη, την εισαγγελική τήβεννο, το κράνος του μπάτσου και την εξάρτυση του καραβανά. Ήταν χρήσιμη για να μας θυμίζει πως, σε μια χώρα που το ίδιο το κράτος υιοθετεί την ατζέντα και τις πρακτικές του ναζισμού στήνοντας στρατόπεδα συγκέντρωσης και πυροβολώντας ή πνίγοντας μετανάστες στα σύνορα με την ανοχή ή τη στήριξη μεγάλου κομματιού των ΜΜΕ και της κοινωνίας, η καταδίκη της ναζιστικής συμμορίας θα σηματοδοτούσε μια σημαντική στιγμή του αντιφασιστικού αγώνα.
Από αυτή τη σκοπιά, η μόνη πραγματική, η μόνη κρίσιμη απόφαση για την υπόθεσή μας πάρθηκε από τον Παύλο Φύσσα, εκείνη τη νύχτα που στάθηκε να αντικρίσει κατάματα το τέρας στη λεωφόρο Τσαλδάρη στην Αμφιάλη, καθορίζοντας ανεπιστρεπτί το μέλλον, το δικό του, των φονιάδων του, όλων μας. Το ότι η συμμορία που τον δολοφόνησε ήταν βραχίονας μιας ανοιχτά ναζιστικής οργάνωσης, της πιο εφιαλτικής του μεταπολέμου, με ρίζες στους μηχανισμούς της Χούντας και με παραστρατιωτική-δολοφονική δράση από τη δεκαετία του 1990, το ξέρουν πια όλοι όποια και αν είναι η απόφαση της δίκης.
Πρόκειται για μια εγκληματική συμμορία που με επιθέσεις σε μετανάστες και συνδικαλιστές ανέλαβε για χρόνια να τρομοκρατεί όσους μπορούσαν να απειλήσουν την κερδοφορία ή να κλονίσουν την κυριαρχία του ελληνικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Κι αυτό το ξέρουν όλοι. Ιδιαίτερα κατά την πολιτική της άνοδο, τη δράση της συμμορίας υπέθαλπε η αστυνομία, την «ξέπλυναν» και την πρόβαλαν μεγάλα ΜΜΕ, την χάιδευαν ή την ενίσχυαν ισχυροί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες. Κι αυτό το ξέρουν πια όλοι.
Εν τω μεταξύ, σε αυτά τα επτά χρόνια, το καρκίνωμα του φασισμού έχει προλάβει να κάνει πολλαπλές μεταστάσεις στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα και το κοινωνικό σώμα. Κι αυτό το βλέπουν όλοι. Από αυτή τη σκοπιά, από την απόφαση του δικαστηρίου δεν θα κριθεί η αποκατάσταση ή η δικαίωση της μνήμης των θυμάτων, όσο η εντιμότητα και η ευθυκρισία του δικαστηρίου. Είτε το δικαστήριο δεχθεί την εισαγγελική πρόταση, ανοίγοντας το δρόμο για την ανασυγκρότηση της Χρυσής Αυγής με κρατική ενίσχυση και προσβάλλοντας βάναυσα τη μνήμη των θυμάτων, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, είτε δεχτεί την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης στέλνοντας στη φυλακή την ηγεσία της μαζί με τους μαχαιροβγάλτες και τους οργανωτές των ταγμάτων της Χρυσής Αυγής, θα είναι η απόφαση του Παύλου Φύσσα εκείνο το βράδυ της 19ης Σεπττέμβρη 2013 να ορθώσει το ανάστημά του στην οργανωμένη βία του φασισμού, το μέτρο με το οποίο θα μετράμε το ανάστημα, το δικό μας και των άλλων.
Την επιμέλεια του κειμένου έκανε ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Ο Δημήτρης Κουσουρής δουλεύει ως ιστορικός στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Μεταξύ άλλων, έχει γράψει το βιβλίο Δίκες των Δοσιλόγων, 1944–1949 (Πόλις 2014).