70 χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ
Τον Απρίλη του 1949 ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, ή αλλιώς, η Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Οι 12 ιδρυτικές χώρες-μέλη ήταν οι Βέλγιο, Βρετανία, Γαλλία, Δανία, ΗΠΑ, Ισλανδία, Ιταλία, Καναδάς, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Ολλανδία, Πορτογαλία. Ο διακηρυγμένος στόχος τους ήταν η ανάσχεση της επιρροής της ΕΣΣΔ στον μεταπολεμικό κόσμο, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Το ΝΑΤΟ ιδρυόταν ως ο πολεμικός βραχίονας των συμμαχικών σχέσεων που είχε διαμορφώσει το «δυτικό» τμήμα των νικητών του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πεδίο της οικονομίας οι σχέσεις αυτές ενισχύονταν από το Σχέδιο Μάρσαλ, μέσω του οποίου οι ΗΠΑ ανέλαβαν τμήμα του κόστους -και μεγαλύτερο τμήμα των ωφελημάτων- κατά την «ανοικοδόμηση» του καπιταλισμού στην κατεστραμμένη και πολιτικά ασταθή μεταπολεμική Ευρώπη.
Στις ψυχροπολεμικές συνθήκες της εποχής, οι ηγέτες των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ ισχυρίζονταν ότι αναλαμβάνουν το έργο της «υπεράσπισης της δημοκρατίας». Βέβαια, η συμμετοχή της Πορτογαλίας, της πιο πολύχρονης στρατιωτικής δικτατορίας στο ευρωπαϊκό έδαφος, αποδείκνυε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν σκέτη και ακραία δημαγωγία.
Ο Λόρδος Ίσμεϊ, ο Βρετανός πρώτος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, δήλωνε (με τον κυνισμό που χαρακτηρίζει τη βρετανική διπλωματία) ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία φτιάχτηκε για να κρατά στην Ευρώπη «τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω». Όμως το 1955, όταν ο γερμανικός καπιταλισμός είχε πλέον σταθεροποιηθεί, η -τότε- Δυτική Γερμανία έγινε επισήμως μέλος του ΝΑΤΟ και στην κρίση που ακολούθησε φτιάχτηκε ως αντίπαλο δέος το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας», η στρατιωτική συμμαχία των χωρών της ανατολικής Ευρώπης με την ΕΣΣΔ.
Το Φλεβάρη του 1952 προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ η Ελλάδα και η Τουρκία. Απαντώντας στο ερώτημα τι γυρεύουν αυτές οι δύο χώρες της ανατολικής Μεσογείου μέσα σε μια Συμμαχία που αυτοπροσδιοριζόταν ως «βορειοατλαντική», ο Ντιν Άτσεσον, ο τότε υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ, απαντούσε: «Για να το καταλάβετε αρκεί ένα βλέμμα στο χάρτη… Φρουρούν τις ανατολικές προσβάσεις στη Μεσόγειο και πλευροκοπούν τις χερσαίες οδούς από τη Ρωσία προς τη Μέση Ανατολή». Ο ανταγωνισμός στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου είχε γίνει σταδιακά παγκόσμιος, και έτσι η προσοχή του ΝΑΤΟ στρεφόταν και προς πολλές άλλες περιοχές, πέρα από τη δυτική και κεντρική Ευρώπη και τη βασική γραμμή επαφής των δύο στρατοπέδων που η άθλια γλώσσα της εποχής ονόμασε «Σιδηρούν Παραπέτασμα».
Με την προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας, συγκροτήθηκε η διαβόητη «Νοτιοανατολική πτέρυγα» του ΝΑΤΟ, που για καιρό είχε το στρατηγείο της στην Ιταλία.
Την προσχώρηση της Ελλάδας υπέγραψε (υπό τα χειροκροτήματα της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς) η κυβέρνηση των Πλαστήρα-Σοφ. Βενιζέλου, δηλαδή μια «κεντρώα» κυβέρνηση. Σήμερα που αυγατίζουν οι θαυμαστές του Κέντρου, σήμερα που ο Τσίπρας βάζει ως στόχο να ενσωματώσει αυτόν τον πολιτικό χώρο ως προϋπόθεση για να μπορέσουμε, λέει, «να αλλάξουμε τον κόσμο», αξίζει να θυμόμαστε ότι μια από τις πιο αντιδραστικές καθεστωτικές επιλογές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία φέρει την υπογραφή της κεντρώας παράταξης.
Οι συνέπειες ήταν ευεργετικές για την κυρίαρχη τάξη, αλλά επώδυνες για τον κόσμο από τα κάτω, όπως και καθοριστικές για την πολιτική ζωή στα 70 χρόνια που ακολούθησαν.
Μιλιταρισμός
Με τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ το «πολεμικό δόγμα» του ελληνικού κράτους αφοσιώθηκε στην αντιμετώπιση του «από βορράν κινδύνου». Μέχρι το 1985 ο ελληνικός στρατός οργανωνόταν και παρατασσόταν προς αντιμετώπιση των υποθετικών (και ανύπαρκτων) απειλών από τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία. Το μίσος απέναντι σε αυτούς τους γειτονικούς λαούς έγινε σήμα κατατεθέν της ψυχροπολεμικής ακροδεξιάς, αλλά και κεντρικό σημείο της «διαπαιδαγώγησης» που εξέπεμπε επί δεκαετίες ο στρατός και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους.
Στο ελληνικό έδαφος αναπτύχθηκαν οι νατοϊκές -στην πράξη αμερικανικές- στρατιωτικές βάσεις, με καθεστώς λειτουργίας απολύτως ανεξέλεγκτο και αδιαφανές. Ακόμα και σήμερα είναι αδύνατο να απαντηθεί με πειστικότητα το ερώτημα αν στις βάσεις τα «υπο-στρατηγικά» όπλα του ΝΑΤΟ που έχουν αναπτυχθεί, περιλαμβάνουν τα λεγόμενα «μικρά» πυρηνικά. Το καθεστώς που διέπει τις αμερικανικές βάσεις αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικό στις πολιτικές εξελίξεις. Στη δεκαετία του ’80, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου εκλέχτηκε στην κυβέρνηση καβάλα στο μεγάλο ριζοσπαστικό κύμα της Μεταπολίτευσης, περιλαμβάνοντας στα συνθήματά του το «Όχι στις βάσεις του θανάτου!». Ο Ανδρέας Παπανδρέου όχι μόνο διαιώνισε τις βάσεις, αλλά τις διέσπειρε κι «εκσυγχρόνισε» το πλαίσιο λειτουργίας τους, καθιστώντας τες πιο «βιώσιμες». Μετά το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα, στα πλαίσια της γενικότερης μνημονιακής στροφής του, έστησε την «εποχή Πάιατ», που έκανε το ελληνικό έδαφος ένα απέραντο αμερικανονατοϊκό εργοτάξιο, μεγεθύνοντας παλιότερες βάσεις (Σούδα) και δημιουργώντας νέες και εξαιρετικά επικίνδυνες (Αλεξανδρούπολη). Αυτή η ανθεκτικότητα του καθεστώτος των βάσεων αναδεικνύει την ύπαρξη της αμοιβαιότητας των συμφερόντων μεταξύ της αμερικανονατοϊκής πλευράς και της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, αμοιβαιότητα συμφερόντων που λειτουργεί ως μαγνήτης προσανατολισμού του πολιτικού-κυβερνητικού προσωπικού κάθε απόχρωσης.
Το ΝΑΤΟ από την αρχή της ιστορίας του έθεσε ως στόχο την πρωτοκαθεδρία στους εξοπλισμούς και τις πολεμικές τεχνολογίες. Το καταστατικό του ορίζει ως υποχρέωση της κάθε χώρας-μέλους να διαθέτει ένα σεβαστό ποσοστό του ΑΕΠ στις λεγόμενες «αμυντικές δαπάνες». Αυτή η φιλομιλιταριστική επιλογή αποδείχθηκε εξίσου ανθεκτική και διαχρονική. Χώρες ρημαγμένες από τον πόλεμο και τη φτώχεια επέλεξαν να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τις κοινωνικές δαπάνες και να διαθέτουν επί δεκαετίες πολύτιμους πόρους για μαζικές αγορές όπλων και πυρομαχικών. Ασφαλώς οι επιλογές των προμηθειών περιορίζονταν στο ασφυκτικά νατοϊκό πλαίσιο. Στη δεκαετία του ’80, ο Α. Παπανδρέου εξαγγέλοντας ένα κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα (την «αγορά του αιώνα») δήλωσε την πρόθεση της κυβέρνησής του για «πολυδιάστατη» εξοπλιστική πολιτική, λέγοντας (υπό το χειροκρότημα, τότε, του Χαρίλαου Φλωράκη) ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να αγοράσει σουηδικά (!) πολεμικά αεροσκάφη. Περιττό να θυμίσουμε ότι τελικά κατέληξε στα F-15 και τα F-16. Στο 2018 (δηλαδή στο τέλος της κυβερνητικής θητείας του Αλ. Τσίπρα), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα ήταν η 2η στην κατάταξη των χωρών-μελών της Συμμαχίας ως προς τις αναλογικές πολεμικές δαπάνες (2,23% του ΑΕΠ), πίσω μόνο από τις ΗΠΑ που διέθεταν το 3,39% του ΑΕΠ, ενώ η Γερμανία ξόδευε για εξοπλισμούς το 1,23% του ΑΕΠ της.
Η εξοπλιστική πολιτική του ευρωατλαντισμού έχει πολλές πτυχές. Ο τομέας των όπλων λειτούργησε κατά περιόδους ως «λοκομοτίβα» για το σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η ηγεσία του ΚΚΣΕ διαπίστωνε (με αφορμή τον «πόλεμο των άστρων» του Ρόναλντ Ρίγκαν) ότι δεν έχει μείνει πίσω μόνο στον τομέα των όπλων, αλλά και συνολικότερα στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας στην παραγωγή και στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, και η διαπίστωση αυτή επιτάχυνε την κατάρρευση του καθεστώτος της ΕΣΣΔ. Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, η πίεση για τους εξοπλισμούς μέσα στο στρατόπεδο του ΝΑΤΟ κάθε άλλο παρά χαλάρωσε. Υπήρξε παροιμιώδης η βαναυσότητα του Τραμπ που απαιτώντας απ’ όλα τα μέλη της Συμμαχίας να αναλάβουν τις ευθύνες τους, δεν δίστασε να καταγγείλει τη Γερμανία ως «λαθρεπιβάτη του ΝΑΤΟ».
Καταστολή
Όσοι σήμερα είναι πρόθυμοι να υποβαθμίζουν την πολιτική σημασία των εξοπλισμών (στο όνομα, συνήθως, των «αναγκαιοτήτων» του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού…) οφείλουν να θυμηθούν μια βασική πολιτική θέση που προκύπτει άμεσα από την πείρα του παγκόσμιου κινήματος, και ιδιαίτερα από την ιστορία του ΝΑΤΟ: Οι εξοπλισμοί δεν περιορίζονται στην απόκτηση κάποιων «σκληρών» προϊόντων (των όπλων), αλλά ο μιλιταρισμός επεκτείνεται αποφασιστικά στη «σοφτ πάουερ», δημιουργεί δίκτυα και σχέσεις που μπορούν να επεμβαίνουν (εν δυνάμει και καθοριστικά) στις πολιτικές εξελίξεις.
Οι διαδικασίες κοινής εκπαίδευσης των αξιωματικών στα όπλα του ΝΑΤΟ, οι διαρκείς κοινές ασκήσεις, οι συντονιστικές πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες του μηχανισμού της Συμμαχίας, δημιούργησαν το έδαφος για την ανάπτυξη ακροδεξιών στρατοκρατικών πολυεθνικών δικτύων και «εθνικών» παραστρατιωτικών οργανώσεων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Ευρώπη μάθαινε την ύπαρξη του πολυεθνικού δικτύου Gladio που, υπό την «καθοδήγηση» του νατοϊκού στρατηγείου στη Νάπολη, ετοίμαζε πραξικόπημα στην Ιταλία, αν η ιταλική κυβέρνηση έχανε τελικά τον έλεγχο των εξελίξεων μέσα στη δριμύτατη σύγκρουση με το μεγάλο εργατικό κίνημα και την ισχυρή Αριστερά της εποχής στη γειτονική χώρα. Η επιχείρηση «Κόκκινη Προβιά», σε συνεργασία με τους ντόπιους φασίστες και τους υπερ-συντηρητικούς καθολικούς της Δεξιάς, εξαπέλυσε ένα πρωτοφανές κύμα ακροδεξιάς τρομοκρατίας, με βόμβες και «τυφλά» χτυπήματα που είχαν εκατοντάδες θύματα, ενώ κάποιες πιο «επαγγελματικές» ομάδες συστηματοποιούσαν τις δολοφονικές επιθέσεις εναντίον αγωνιστών-στριών της άκρας Αριστεράς και πρωτοπόρων στελεχών του εργατικού κινήματος.
Το 1965 ο Ντε Γκολ, ανακοινώνοντας την έξοδο της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (οι λόγοι γι’ αυτό θα εκτεθούν παρακάτω), δήλωνε ότι η αντίληψή του για την «εθνική κυριαρχία» δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο τις δραστηριότητες των νατοϊκών στρατιωτικών «αποστολών» μέσα στη γαλλική επικράτεια. Έδωσε στις ΗΠΑ περιθώριο λίγων μηνών για να αποσύρουν όλο το νατοϊκό στρατιωτικό προσωπικό από το γαλλικό έδαφος. Ήταν κοινό μυστικό ότι η γαλλική κυβέρνηση ήταν ενήμερη για τις αμερικανονατοϊκές «πρωτοβουλίες» μέσα στο στρατό, που οργάνωναν τους ακροδεξιούς ηττημένους αξιωματικούς του πολέμου στην Αλγερία, σε μια πολιτική βάση που θα μπορούσε να γίνει απειλητική και για τον ίδιο τον Ντε Γκολ (της «κυριαρχικής» Δεξιάς) αν οι συνθήκες το έκαναν αναγκαίο.
Δυστυχώς το πιο προωθημένο παράδειγμα αυτής της πτυχής της ιστορίας του ΝΑΤΟ είναι το ελληνικό. Μέσα στο στρατό αναπτύχθηκαν αντικομμουνιστικά δίκτυα (ΙΔΕΑ κ.ά.), υπό την καθοδήγηση των νατοϊκών αξιωματούχων και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που, έντρομα μπροστά στην ανασύνταξη του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς, προετοίμασαν και επέβαλλαν τη στρατιωτική δικτατορία του 1967-74. Γι’ αυτό, φυσιολογικά, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ όχι μόνο αποδέχθηκαν το χουντικό καθεστώς, αλλά συνεργάστηκαν αρμονικά μαζί του μέχρι την εξασθένισή του και την τελική πτώση του στα 1974.
Αυτά τα παραδείγματα δεν αφορούν μόνο το μακρινό ιστορικό παρελθόν. Στο ξέσπασμα της κρίσης στην εποχή του πρώτου μνημονίου και μετά τις πρώτες μεγάλες εργατικές/λαϊκές κινητοποιήσεις, η ηγεσία του στρατού -υπό το στρατηγό Φράγκο Φραγκούλη- αξιοποίησε τις δυνατότητες της ενδο-νατοϊκής λειτουργίας της στρατιωτικής ηγεσίας, για να οργανώσει ασκήσεις των ειδικών δυνάμεων του στρατού με αντικείμενο την «αντιμετώπιση ταραχών μέσα στις πόλεις». Η μυστικότητα απέναντι στην κοινοβουλευτική/πολιτική ηγεσία, απλώς έκανε την απειλή πιο αισθητή. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, αν και έπεφτε, υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει μέσα σε μια νύχτα σχεδόν όλη την ηγεσία του Επιτελείου. Παρά τις αρχικές φωνασκίες στελεχών της Δεξιάς, η ΝΔ δεν τόλμησε να φέρει το θέμα στη Βουλή και να δώσει ευρύτερες διαστάσεις…
Το ΝΑΤΟ σε όλη του την ιστορία δεν είναι μόνο ένας Οργανισμός «εξωτερικής» δράσης, αλλά και ένας ισχυρός μηχανισμός εσωτερικής καταστολής, ένας μηχανισμός αντεπανάστασης, που οικοδομεί τις δυνάμεις του παραμένοντας σαν μια απειλή «τελικής καταφυγής». Αυτή την πτυχή κανένας μέσα στο δημοκρατικό κόσμο, και ιδιαίτερα μέσα στην Αριστερά, δεν δικαιούται να την ξεχνά ή να την υποτιμά.
Ανταγωνισμοί και πόλεμοι
Η συμμετοχή στη σφηκοφωλιά του ΝΑΤΟ δεν ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα επιβολής «απ’ έξω», δεν ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού, αλλά εθελοντική απόφαση των κυρίαρχων τάξεων των χωρών-μελών του. Αυτό ισχύει για τις αρχικές «ιδρυτικές» χώρες-μέλη, είναι φανερό για την Ελλάδα, την Τουρκία και αργότερα τη Δυτική Γερμανία στη δεκαετία του 1950 και είναι ολοφάνερο στη «διεύρυνση» του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη μετά το 1992. Οι κυρίαρχες τάξεις προσέρχονται στην ισχυρή στρατιωτικοπολιτική συμμαχία του δυτικού ιμπεριαλισμού, αναγνωρίζοντας τις πραγματικότητες του συσχετισμού δύναμης μέσα σε αυτήν, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες να την (εξ)υπηρετούν, αλλά και κουβαλώντας μέσα σε αυτήν τα δικά τους σχέδια, τις δικές τους προτεραιότητες και σκοπιμότητες.
Το ΝΑΤΟ «συντονίζει» μια τρομακτική δύναμη πυρός, μια μεγάλη διπλωματική ισχύ, που αντανακλούν μια πρωταρχική οικονομική δύναμη στο σύγχρονο καπιταλισμό. Παρόλα αυτά, το ΝΑΤΟ δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να διαγράψει και να εξαφανίσει τη διάσταση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις χώρες-μέλη του. Το ΚΚΕ έχει δίκιο όταν επιμένει σε αυτό το σημείο (βλ. ανακοίνωση του ΠΓ του ΚΚΕ για τα 70 χρόνια). Δεν υπήρξε ποτέ και δεν πρόκειται να υπάρξει κάτι ανάλογο με την καουτσκική αυταπάτη περί ενός ομογενοποιημένου «υπερ-ιμπεριαλισμού», όπως ονειρεύονται ξανά και ξανά, είτε για το ΝΑΤΟ είτε για την ΕΕ, οι παλαιότεροι και νεότεροι σοσιαλδημοκράτες. Και αυτό είναι ολοφάνερο στην ιστορία του ΝΑΤΟ.
Το 1965, ανακοινώνοντας την έξοδο της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ο Ντε Γκολ δήλωνε ότι δεν προτιθόταν να ακολουθήσει την αμερικανική πολιτική της «κλιμάκωσης» των πολεμικών εξορμήσεων στην Ινδοκίνα και τη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση της γαλλικής σουβερανιστικής Δεξιάς θεωρούσε ότι μπορούσε να σταθεί στα δικά της ποδάρια, ασκώντας «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» μέσα σε έναν κόσμο που άλλαζε γρήγορα. Η κρίση ήταν πραγματική και μεγάλων διαστάσεων: Ο Σαρκοζί επανέφερε τη Γαλλία επισήμως στο στρατιωτικό ΝΑΤΟ μόλις στα 2005, σε συνθήκες τελείως διαφορετικές. Ανάλογα επεισόδιο, μικρότερης κλίμακας, υπήρξαν συχνά (πχ η Ostpolitik, η στροφή προς την Ανατολή, των Γερμανών καγκελαρίων Βίλυ Μπραντ και Χέλμουτ Κολ).
Η Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ δίνει ένα πιο διαρκές κι επικίνδυνο παράδειγμα:
Η ταυτόχρονη είσοδος στο ΝΑΤΟ το 1952, οδήγησε σε μια προσωρινή εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως σε λίγα χρόνια, οι επιθέσεις της ΕΟΚΑ στους Τουρκοκύπριους και η τουρκική «απάντηση» με τις διώξεις της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, πυροδότησαν την ένταση ξανά. Οι Αμερικανοί κρατούσαν εν ζωή τη ΝΑ Πτέρυγα, με πιεστικούς τρόπους, μέσα στις συνθήκες βρασμού της Μέσης Ανατολής. Το ελληνικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η συνακόλουθη τουρκική εισβολή, έδωσαν τη χαριστική βολή. Οι δυο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου, προοπτική που ακύρωσε η ανατροπή της χούντας στην Ελλάδα κάτω από τα χτυπήματα του μαζικού κινήματος και την κατάρρευση της επιστράτευσης του ’74. Ο Καραμανλής, αντιγράφοντας τον Ντε Γκολ, έβγαζε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά με έναν τρόπο κατά πολύ πιο θεατρικό και υποκριτικό: οι βάσεις και οι νατοϊκοί εξοπλισμοί έμειναν στο απυρόβλητο. Οι δυο χώρες σταδιακά επεξεργάστηκαν έναν τρόπο ανταγωνιστικής συνύπαρξης μέσα στο ΝΑΤΟ, όπου η κάθε μια διαγκωνιζόταν για να προσεταιριστεί προς όφελός της τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά αφήνοντας ζωντανή και εν ισχύ τη ΝΑ Πτέρυγα της Συμμαχίας. Αυτή ήταν η ιστορία των κρίσεων στο Αιγαίο το ’76 και το ’87 και στα Ίμια το 1996. Έτσι εδώ το ΝΑΤΟ εξελίχθηκε ως ιστορική «πρωτοτυπία»: μια δήθεν αμυντική συμμαχία που, ενώ δεσμεύει τις χώρες-μέλη της σε πολεμική συνεργασία κατά τρίτων, δεν δεσμεύει κανέναν στο ενδεχόμενο πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ τους…
Αυτός ο παραλογισμός φωτίζει σωστά την ουσία του χαρακτήρα του ΝΑΤΟ: Πρόκειται για μια πολεμική λυκοσυμμαχία, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, που ενώ δεσμεύεται στην υποστήριξη της αμερικανικής και δυτικής διεθνούς πολιτικής, δεν εξαλείφει και δεν μπορεί να εξαλείψει τους ανταγωνισμούς μεταξύ των χωρών-μελών του, ακόμα και όταν αυτοί φτάνουν στα πρόθυρα της ανοιχτής σύγκρουσης.
Έτσι δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κανείς με «στιγμές» στην ιστορία του ΝΑΤΟ, όπως όταν ο Ντόναλντ Τραμπ απαίτησε ως ταύρος εν υαλοπωλείο να ευθυγραμμιστούν όλοι οι «σύμμαχοι» με την πολιτική του «Πρώτα η Αμερική», ή όταν ο Εμμανουέλ Μακρόν δήλωνε ένα χρόνο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ότι «το ΝΑΤΟ είναι κλινικά νεκρό».
Ένα χρόνο μετά, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει συνθήκες επανασυσπείρωσης και νέας «διεύρυνσης» του ΝΑΤΟ (Σουηδία, Φινλανδία). Η λυκοσυμμαχία φοράει τώρα την ειρηνική προβιά και δηλώνει ότι κόπτεται για την ειρήνη στην Ουκρανία και στον κόσμο. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες. Το ΝΑΤΟ έχει δώσει στον κόσμο μια μακρά σειρά επιθετικών πολέμων: στην Κορέα, στην Ινδοκίνα, στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και αλλού. Θα αντιμετωπίσει την ουκρανική κρίση με απόλυτο κριτήριο τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στο εσωτερικό του, και πρώτα και κύρια τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Όποιος έχει ή καλλιεργεί αυταπάτες για τις πραγματικές προοπτικές της παρέμβασης αυτής της αντιδραστικής ιμπεριαλιστικής «συμμαχίας», προετοιμάζει πολιτικές τραγωδίες σε μεγάλη κλίμακα.
Αντί επιλόγου
Η αντιμετώπιση του ΝΑΤΟ βάζει ειδικά πολιτικά καθήκοντα στο μαζικό κίνημα και στην Αριστερά: Την απαίτηση να κλείσουν άμεσα οι αμερικανονατοϊκές βάσεις. Την απόρριψη των εξοπλισμών, την καταγγελία όλων των «Συμφώνων» που τους συνοδεύουν, τη στροφή στη διάθεση όλων των σχετικών πόρων προς τις κοινωνικές ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Την πάλη για άμεση έξοδο της χώρας από τη λυκοσυμμαχία του ΝΑΤΟ, σαν πρώτο βήμα για την οριστική και ιστορικά αναγκαία διάλυση/συντριβή του. Την πολιτική ειρήνης-συμφιλίωσης-συνεννόησης με όλους τους λαούς, αρχίζοντας από τους γειτονικούς λαούς, σαν ένα πρώτο βήμα για την αναβίωση ενός μαζικού διεθνιστικού πολιτικού ρεύματος που τόσο έχει ανάγκη η παγκόσμια εργατική τάξη.
Και κυρίως την οικοδόμηση της πεποίθησης ότι αυτά τα μεγάλα καθήκοντα είναι υπόθεση του κόσμου μας από τα κάτω και της πολιτικής Αριστεράς που παραμένει αντιιμπεριαλιστική/αντικαπιταλιστική. Σε ρήξη με τους «μεταρρυθμιστές» του ΝΑΤΟ από τα μέσα, που όλο υπόσχονται πολιτική ειρήνης και δημοκρατίας και όλο συναινούν στους εξοπλισμούς, στις βάσεις και στα πολεμοκάπηλα σύμφωνα. Χωρίς καμιά ψευδαίσθηση για τους εξωτερικούς αντιπάλους του ευρωατλαντισμού, όπως η Ρωσία του Πούτιν και η Κίνα του Ξι, που συγκρούονται με το ΝΑΤΟ για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, εκπροσωπώντας συμφέροντα απολύτως εχθρικά για τον εργαζόμενο κόσμο των χωρών τους, αλλά και τους λαούς ολόκληρου του πλανήτη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά