Η ΕΕ υπόσχεται «λεφτόδεντρα» και η κυβέρνηση σκληρά μέτρα
Το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος της βαριάς διεθνούς οικονομικής κρίσης, δέκα μόλις χρόνια μετά από το πρώτο κύμα που συγκλόνισε τον παγκόσμιο καπιταλισμό στα 2008-10, συνέπεσε με την πανδημία του κορονοϊού, με αποτέλεσμα κρισιακά φαινόμενα σπάνιας έντασης.
Μπροστά σε αυτούς τους εξαιρετικά επικίνδυνους τρανταγμούς, η ηγεσία της ΕΕ, υπό τη γερμανική ηγεμονία, προσπάθησε να παρατείνει τη ζωή της προηγούμενης πολιτικής και οικονομικής γραμμής, παριστάνοντας ότι διατηρεί τη ψυχραιμία της. Τον περασμένο Απρίλη –και ενώ στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία είχαν ήδη αρχίσει να θάβουν μαζικά τους νεκρούς της SARS/Covid19– η Κομισιόν ανακοίνωσε μέτρα-ασπιρίνες της τάξης των 540 δισ. ευρώ, που θα διανέμονταν στις χώρες-μέλη με βάση την «πεπατημένη» των ευρωπαϊκών πολιτικών ενίσχυσης (SURE και άλλα προγράμματα).
Διαλυτικοί κίνδυνοι για την ΕΕ
Όμως αυτή η γραμμή δεν υπολείπονταν μόνο σε μέγεθος από τις ανάλογες «παρεμβάσεις» στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, αλλά ήταν επίσης μια πολιτική απολύτως ξεπερασμένη από τη συγκυρία. Η επιμονή σε αυτή τη γραμμή θα οδηγούσε σε μεγάλες οικονομικές και πολιτικές περιπέτειες, όπου το σενάριο της κατάρρευσης της ΕΕ –λίγο μετά τη δοκιμασία του Brexit– δεν μπορούσε πλέον να αποκλείεται.
Μετά τα μέτρα του Απρίλη έγινε γνωστό ότι σε όλη την Ευρώπη όμιλοι-κολοσσοί όπως η Lufthansa ή εταιρείες-σύμβολα όπως η Ντόιτσεμπανκ, έχουν μπει σε αγωνία επιβίωσης. Το πρόβλημα επεκτεινόταν στα κράτη: σύμφωνα με τον Economist η χρεοκοπία της Ιταλίας δεν θα έπρεπε πλέον να αντιμετωπίζεται ως πιθανό σενάριο, αλλά ως τετελεσμένο γεγονός. Στην Ισπανία και στη Γαλλία το κόστος της κάλυψης των πληγών που άνοιξε ο κορονοϊός, έχει τινάξει στον αέρα τους προϋπολογισμούς και τις δημοσιονομικές προοπτικές. Ακραία φαινόμενα πανικόβλητου ανταγωνισμού (με εμβληματική την «πειρατεία» στις μάσκες και υγειονομικό υλικό μεταξύ χωρών-μελών της ίδιας «Ένωσης») τροφοδότησαν αντιευρωπαϊκές εκδηλώσεις που, αυτή τη φορά, περιλάμβαναν και «θεσμούς» (όπως το ιταλικό κοινοβούλιο και εκατοντάδες Δήμοι) πέραν κάθε υποψία για ριζοσπαστισμό. Οι διαλυτικοί για την ΕΕ κίνδυνοι ήταν πλέον στην πόρτα.
Αυτοί οι κίνδυνοι είναι η ερμηνεία για τα μέτρα που παρουσίασε στα τέλη Μάη η Κομισιόν. Το πακέτο Next Generation EU περιλαμβάνει 500 δισ. σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Σε μέγεθος εξακολουθεί να είναι σημαντικά μικρότερο των αμερικανικών και ιαπωνικών προγραμμάτων. Όμως οι επιχορηγήσεις των 500 δισ. ευρώ (που θα καλυφθούν από κοινό δανεισμό της Κομισιόν) είναι ένα βήμα σε ένα δρόμο που μέχρι σήμερα αρνούνταν πεισματικά να πάρουν οι ευρωηγεσίες. Κάποιοι έγραψαν για το Last Dance της Άγκελα Μέρκελ που επιχειρεί να αφήσει πίσω της μια ΕΕ, ίσως όχι ισχυρή πλέον αλλά, τουλάχιστον, υπαρκτή. Η συμφωνία Μέρκελ-Μακρόν, η γερμανική στροφή κάτω από τους κινδύνους και τις πιέσεις, δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια γενικευμένη αντινεοφιλελεύθερη (ή έστω μη-νεοφιλελεύθερη) στροφή. Ως προϋποθέσεις για τις επιχορηγήσεις και για τον δανεισμό με ελκυστικούς όρους θα παραμείνουν οι κοινωνικές και οικονομικές αντιμεταρρυθμίσεις που υπήρξαν σημαία του νεοφιλελευθερισμού: προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων – ενίσχυση της «ελαστικότητας» στις εργασιακές σχέσεις – μεγάλη μείωση των συντάξεων και αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 75 χρόνια.
Επιχορηγήσεις και εποπτεία
Στο μερίδιο της ελληνικής κυβέρνησης πέφτουν 22,5 δισ. σε επιχορηγήσεις και 9,5 δισ. σε πιθανά δάνεια. Η ηγεσία της ΝΔ πανηγυρίζει, όπως και ο «ποταμίσιος» περίγυρός της, τύπου Ηλ. Κανέλλη που δηλώνει: «ευτυχώς μείναμε Ευρώπη!». Όμως πριν στεγνώσει το μελάνι στην υπογραφή των μέτρων της Κομισιόν, ο αντιπρόεδρός της, Βάλντις Ντομπρόβσκις, θύμισε ότι η ΕΕ δεν κάνει τσάμπα δώρα (ούτε δημιουργεί ευκόλως τσάμπα μάγκες): η Ελλάδα, είπε, είναι σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και αυτό θα συνεχίσει να λειτουργεί σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Εξάλλου η πρόσβαση σε νέο ευρωπαϊκό «λεφτόδεντρο» έχει ως προϋπόθεση την κατάθεση εθνικών σχεδίων «ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», δηλαδή μνημονιακών προγραμμάτων αντιμεταρρυθμίσεων, που πρώτα θα εγκρίνονται από την Κομισιόν και θα έπεται «η πρόσβαση στη χρηματοδότηση».
Σε απλά ελληνικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να ελπίζει ότι θα είναι αυτή που θα διαχειριστεί την πρόσβαση στις επιχορηγήσεις των 22 δισ., αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ικανή να σχεδιάσει και να επιβάλει νέα μνημονιακά προγράμματα αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων.
Δηλαδή, το πώς θα εξελιχθεί το πρόγραμμα της Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, θα εξαρτηθεί από τους αγώνες μας και τις δυνατότητές μας να υπερασπίσουμε τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Στην κατεύθυνση αυτή, το δέος και ο θαυμασμός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κατεύθυνση των Μέρκελ-Μακρόν, δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε προηγούμενα ανάλογα ευρωπαϊκά «πακέτα» (όπως πχ αυτά που διαχειρίστηκε ο Κ. Σημίτης) που τελικά συνδυάστηκαν με την εισβολή και των προώθηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα.
Κοινωνική αντίσταση
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πολλούς «κάβους» να περάσει πριν φτάσει σε ήρεμα νερά, όπου θα μπορεί να αφοσιωθεί στο πώς θα χωνέψει τα 22 ή 32 δισ. των ευρωπαϊκών ενισχύσεων. Γι’ αυτό, άλλωστε, η ιδέα για «εκλογικό αιφνιδιασμό» μοιάζει να υποχωρεί. Το πρόβλημα στην οικονομία θα δείξει τις πραγματικές διαστάσεις του μέχρι το φθινόπωρο. Όπως άλλωστε και η κοινωνική αντίσταση: γιατί, παρόλο που είμαστε ακόμα σε «μετάβαση» εξόδου από την καραντίνα, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε την πυκνότητα των εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, αλλά και το αυξημένο κύρος τους στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας που δεν κατεβαίνει ακόμα στο δρόμο αλλά ανησυχεί εντονότατα για το τι μπορεί να βγάλει τελικά αυτή η «γκαστρωμένη» περίοδος.
Η συστηματική, οργανωμένη και πεισματική ενίσχυση αυτών των αγώνων αντίστασης είναι ο παράγοντας που θα κρίνει τελικά και τις πολιτικές εξελίξεις.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά