Τούτες τις μέρες όπου η πολιτική ατζέντα της καθημερινότητας υποχωρεί, ο εκδότης του Βήματος προχώρησε σε μια σημαντική παρέμβαση για την πολιτική, τακτική αλλά και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Το σημείωμα δημοσιεύτηκε στις 22 Δεκέμβρη, με τίτλο «Η Σκέτη Αριστερά» (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=490100)
Το σημείωμα έχει διπλό ενδιαφέρον. Αφενός για την σημασία της επιλογής και του στόχου του άρθρου, που είναι να δείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδιώξει μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» και αφετέρου για την, τετρακοσίων περίπου λέξεων, ιστορική αφήγηση και τα συνακόλουθα συμπεράσματα, από την περίοδο 1958 – 1961.
Η επιλογή της αιχμής είναι πολύ εύστοχη. Πράγματι όλα τα διλήμματα και οι αντιφάσεις για την ταξική και πολιτική πάλη, για το πολιτικό σύστημα καθώς και για την Αριστερά σήμερα στην Ελλάδα, συμπυκνώνονται στο εάν και πόσο θα μεγαλώσει το κοινωνικό τμήμα που θα προκρίνει ως εναλλακτική την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Ως ιστορικό ενδεχόμενο είναι πλέον ορατό εδώ και επτά μήνες. Το τι σημαίνει αυτό, ποιο είναι το περιεχόμενο μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» και ποιοι οι όροι και οι προϋποθέσεις αλλά και οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, αποτελεί το πραγματικό πεδίο της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Το πεδίο στο οποίο αποκαλύπτονται οι όροι της ταξικής σύγκρουσης και τα πραγματικά σημεία ρήξης και ανατροπής.
Από την σκοπιά των συμφερόντων που προσπαθεί να εκφράσει η συγκεκριμένη εκφώνηση η απάντηση δίνεται στην βάση ενός συμπεράσματος απλής αριθμητικής: τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνουν αυτοδυναμία και άρα θα πρέπει να συνεργαστεί. Η ιστορική αφήγηση – εξπρές επιχειρεί να δείξει ακόμη κάτι, πιο βαθύ. Ότι δεν είναι δυνατή ιστορικά μια τέτοια ανατροπή, μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», υποκρύπτοντας ουσιαστικά πως η ξεκάθαρη απάντηση είναι το (αναπαλαιωμένο) θατσερικό «ΤΙΝΑ» (There Is No Alternative– δεν υπάρχει εναλλακτική).
Ωστόσο δεν είναι αναγκαίο να πάει κανείς τόσο πίσω διακινδυνεύοντας μια, τουλάχιστον χοντροκομμένη, ελέω μαζικού ακροατηρίου, απόπειρα ιστορικής προσέγγισης. Αρκούν μόλις επτά μήνες. Το δίλημμα τέθηκε τότε, αμέσως μετά τις εκλογές του Μάη με σαφήνεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ, πως κυβέρνηση δεν μπορούσε να σχηματιστεί χωρίς την συμμετοχή του (καίτοι άμεσα φάνηκε το ψέμα με τη γνωστή ιστορία του non paper Καμμένου) αλλά αντίθετα λόγοι εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας το επέβαλαν. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ τότε σήμανε τις νέες εκλογές του Ιούνη και τον οδήγησε μόλις ένα βήμα πριν την κυβέρνηση, επεκτείνοντας το ποσοστό του. Σήμερα το δίλημμα επανέρχεται: μια κυβέρνηση με την συμμετοχή της Αριστεράς ναι, είναι δυνατό να συμβεί, αλλά μια κυβέρνηση της «σκέτης» Αριστεράς είναι αδύνατο!
Η ιστορική αναφορά εξυπηρετεί την ανάδειξη του συμπεράσματος: Η ΕΔΑ αν και έδειξε ωριμότητα ως αξιωματική αντιπολίτευση εν τούτοις άργησε να επιλέξει τον δρόμο της αναδυόμενης κεντροαριστεράς της εποχής, και υπό τη κακή επιρροή της «πολιτικής μέθης» από την ιστορική της επιτυχία, έχασε το τρένο του κυβερνητισμού!
Ωστόσο από την πλευρά της αριστεράς δεν είναι δυνατό να συνομολογηθούν, ακόμη και σε τελική ανάλυση, τέτοια συμπεράσματα και μάλιστα για μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές στιγμές της. Εκείνη η ιστορική περίοδος, που δεν αφορά μόνο στην τριετία ’58 – ’61 αλλά επεκτείνεται τουλάχιστον ως το ’67, αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα ότι το «δεδομένο» πλαίσιο εναλλαγής κυβερνήσεων δια της εκλογικής έκφρασης της ελεύθερης βούλησης του λαού, δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε από την βία και την νοθεία σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής και των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, σηματοδοτήθηκε από τη έξαλλη δράση του παρακράτους, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, τη διαρκή άνοδο του κινήματος παρά τις πολιτικές ήττες της αριστεράς, με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά, και εν τέλει την πλήρη εκτροπή από την κοινοβουλευτική δημοκρατία με το απριλιανό πραξικόπημα.
Οι αστοί απέναντι στην αυξανόμενη δυναμική του κοινωνικού κινήματος προς τ’ αριστερά αντιμετώπισαν τις ιστορικές προκλήσεις με ταξική μονομέρεια και ευθυκρισία. Ο πρώτος στόχος ήταν το τσάκισμα της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνικής αντίδρασης και δυναμικής. Το τσάκισμα της Αριστεράς! Ακόμη και η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών, όπως η Ένωση Κέντρου δεν ήταν επαρκής για να ανακόψει την κοινωνική διάθεση και δυναμική παρότι προετοίμασε τους όρους για την μελλοντική «κεντροαριστερά».
Σήμερα βιώνουμε την διαρκή διολίσθηση του «δημοκρατικού» πλαισίου με ολοένα εντεινόμενες εκφράσεις αυταρχικής επιβολής, διαρκή «πραξικοπήματα με κοινοβουλευτικό μανδύα», από την ίδια την συνταγματικότητα των μνημονίων και την κοινοβουλευτική διαδικασία, έως την λειτουργία της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ βάλουν κατά του ΣΥΡΙΖΑ με την «θεωρία των δύο άκρων» ενώ επί της ουσίας και συχνά χωρίς προσχήματα αποτελούν την έκφραση του ενός από τα δύο! Ο Σαμαράς και το συντασσόμενο πίσω του οικονομικό και πολιτικό σύστημα επιδιώκει ασφαλώς μια εξέλιξη με «ευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά χωρίς ωστόσο να χάνει απ’ τα μάτια του τον πιο σοβαρό στόχο, την καταστροφή της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνικής αντίστασης και δυναμικής, το τσάκισμα του ΣΥΡΙΖΑ. Την ώρα που πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ ως «άκρο» οργανώνει την νίκη της δεξιάς ηγεμονίας στην κοινωνία με όχημα το κράτος και αιχμή και πολιορκητικό κριό την ίδια την Χρυσή Αυγή.
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι μονόδρομος μας υπενθυμίζει ο εκδότης του Βήματος. Υπάρχει και η «δημοκρατική», η κεντροαριστερή διευθέτηση της κρίσης! Αποκρύπτοντας μεταξύ άλλων και μια ακόμη μείζονα διαφορά που παίζει κεντρικό ρόλο στις δυνατότητες της όποιας δήθεν κεντροαριστερής εναλλακτικής. Την διαφορά στην οικονομική βάση. Το 1958 και για πάνω από δυό δεκαετίες μετά, ο καπιταλισμός προσέφερε, στα πλαίσια του μεταπολεμικού αναπτυξιακού «μπουμ», πλούσιες δυνατότητες και επιλογές στις οποίες βασίστηκε και η πρώτη περίοδος της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Σήμερα βρισκόμαστε μέσα στην δίνη της πιο βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, διεθνώς, στην Ευρώπη αλλά και της ντόπιας άρχουσας τάξης, με την κοινωνική πλειοψηφία να αντιλαμβάνεται τους όρους της «δίκαιης αναδιανομής του πλούτου» μέσα από το πρίσμα της αγωνίας για την επιβίωση και τις πολιτικές επιλογές να εμφανίζονται ως σκληρά διλήμματα.
Μια κεντροαριστερή κυβέρνηση σήμερα δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει πολύ περισσότερα απ΄ όσα διεκδικεί η ΔΗΜΑΡ ή έστω το ΑΚΕΛ στην Κύπρο. Πολύ περισσότερο μια οποιαδήποτε κυβέρνηση «εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας», οικουμενικής εμπνεύσεως, με συμμετοχή ή ακόμη και με «κορμό» τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα σήμαινε απλά την εξουδετέρωση του επικίνδυνου φαινομένου του ΣΥΡΙΖΑ, από τους αντιπάλους του. Τους ντόπιους καπιταλιστές, πέρα από τις διαιρέσεις τους εντός της κρίσης, τους δανειστές και τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ευρωπαϊκά και διεθνή.
Η απειλή απέναντι στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα που βυθίζεται στην κρίση, ντόπιο και διεθνές, αφορά στην κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται στην Ελλάδα – κρίσιμο κρίκο της ευρωπαϊκής και διεθνούς κρίσης, κυρίως από την ώρα που απέκτησε πολιτική έκφραση. Η απειλή συμπυκνώνεται στον στόχο για «κυβέρνηση της Αριστεράς». «Σκέτης», για να χρησιμοποιήσω το επίθετο του εκδότη του Βήματος.
Γιατί η «σκέτη» Αριστερά και η ενδεχόμενη κυβέρνησή της σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από οποιαδήποτε άλλη κυβερνητική προοπτική με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Γι αυτό και δεν αποτελεί πρόταση απλής αριθμητικής πρόσθεσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά εναλλακτική πρόταση διεκδίκησης της ιστορικής ευκαιρίας και της κοινωνικής δυναμικής για την ηγεμονία των ιδεών της αριστεράς σε όλες τις σφαίρες, από την οικονομία μέχρι την ουσιαστική δημοκρατία.
Σημαίνει όλα αυτά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιλήφθηκε η κοινωνία ως πρόταση και φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, με την επιμονή για την ενότητα και την συμπαράταξη της αριστεράς, με τον στόχο για κυβέρνηση της Αριστεράς, με την στάση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο, με την άμεση μονομερή ανατροπή του μνημονίου έναντι οποιασδήποτε εκδοχής «επαναδιαπραγμάτευσης», με την απαίτηση για διαγραφή του χρέους και την αθέτηση πληρωμών προς τους δανειστές, με την βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου, με την εθνικοποίηση των τραπεζών και των ΔΕΚΟ, με την επαναφορά βασικών μισθών και συντάξεων καθώς και των κοινωνικών δαπανών (Υγεία, Παιδεία κ.λ.π.) στην προ του μνημονίου περίοδο, με την διεύρυνση της δημοκρατίας μέσω θεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, με την διαρκή στοχοποίησή του ΣΥΡΙΖΑ από τους αντιπάλους του ότι αυτός αποτελεί το υπόβαθρο και το στήριγμα των κοινωνικών αντιστάσεων και εκφράσεων και ότι αυτός αποτελεί την απάντηση στο αναδυόμενο νεοναζιστικό φαινόμενο. Η κοινωνία που άρχισε να πιστεύει ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ρεαλιστικός ο δρόμος της ρήξης και της ανατροπής, συγκεντρώνοντας την δύναμη της κοινωνικής πλειοψηφίας με κέντρο τον κόσμο της εργασίας αλλά και το μεγάλο φάσμα των ιδεών της αριστεράς, από τους κομμουνιστές μέχρι τους ανυποχώρητα δημοκράτες. Με την προϋπόθεση ότι σπάει το κάδρο, ότι δεν μεταλλάσσεται, ότι δεν υποχωρεί στα σκληρά διλήμματα της κρίσης. Δηλαδή ότι προσφέρει πραγματική εναλλακτική ηγεσία σε μια κοινωνία που δηλώνει διαθέσιμη να δώσει την μάχη.
Πέρα λοιπόν από τα αυτονόητα, όπως το καθήκον της – συχνά χωρίς ταξικό και πολιτικό πρόσημο – αλληλεγγύης και απέναντι στην διολίσθηση και την προσαρμογή της κεντρικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ όλο το τελευταίο διάστημα, όπως αυτή εκφράζεται από τον δημόσιο λόγο και τα ΜΜΕ, κάτω από τις δήθεν ρεαλιστικές, συστημικές πιέσεις και τα διλήμματα, είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορίσει την γραμμή και το συνολικό του στίγμα με τη νέα χρονιά! Με την χρήσιμη εμπειρία της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, με την συμβολή της Αριστερής Πλατφόρμας αλλά και κάθε αριστερής, ριζοσπαστικής φωνής, με χρήσιμο εργαλείο τα νεοεκλεγέντα όργανά του, ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεκινήσει το 2013 με μια πολιτική κίνηση προς τα εμπρός, με ανανέωση της ριζοσπαστικότητας του σε όλα τα επίπεδα, με την ανάκτηση της πρωτοβουλίας και τον έλεγχο της πολιτικής ατζέντας αλλά και της κινηματικής, όπως συνέβαινε μέχρι τις εκλογές του Ιούνη. Να ξαναβάλει στο κέντρο τον στόχο και ότι αυτός σημαίνει, της «κυβέρνησης της (σκέτης) Αριστεράς»!