To Rp συζήτησε με την Ελιάνα Κόμο, μέλος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στη Μεταλλουργία FIOM και της αριστερής αντιπολίτευσης στη συνομοσπονδία CGIL, για την κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ιταλία, ενόψει και του διεθνούς τριημέρου στην Αθήνα στις 4,5,6 Νοέμβρη. Η Ελιάνα Κόμο θα είναι ομιλήτρια στην συζήτηση «Οι εργατικοί αγώνες και τα συνδικάτα».

Καταρχήν ένα περιστατικό που μας συγκλόνισε, η πρόσφατη δολοφονία ενός Αιγύπτιου απεργού εργάτη. Μπορείς να μας πεις περισσότερα για το περιστατικό; Ποιο ήταν το υπόβαθρο και τι αντιδράσεις υπήρξαν;

Ένα μήνα πριν, στην Πιατσένζα, ο Αμντ Ελ Σαλάμ, ένας Αιγύπτιος εργάτης, που ήταν μέλος του USB (στμ: μαχητικό συνδικάτο βάσης) δολοφονήθηκε ενώ απεργούσε. Ο Αμπντ Ελ καταπλακώθηκε από ένα φορτηγό που χτύπησε το φράγμα των διαδηλωτών οι οποίοι απεργούσαν μπροστά από τα κάγκελα ενός διαμετακομιστικού κέντρου, ζητώντας προσλήψεις και καλύτερες εργασιακές συνθήκες.

Στην Ιταλία μπορεί να σκοτωνόταν κανείς κατά την απεργία, 50 χρόνια πριν. Είχαμε, δυστυχώς, τη διάσημη σφαγή στο Ρέτζιο Εμίλια, όπου είχαν σκοτωθεί 5 διαδηλωτές από τα πυρά της αστυνομίας. Αλλά ήταν το 1960! Αν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο και σήμερα: αν κάποιος μπόρεσε να δώσει τη διαταγή σε εκείνο το φορτηγό να επιτεθεί είναι επειδή το συνδικαλιστικό κίνημα είναι αδύναμο και κατώτερο των περιστάσεων.

Πιστεύω όμως ότι η άμεση και ακαριαία αντίδραση απέναντι σ’ αυτήν τη δολοφονία είναι ένα θετικό γεγονός. Δυστυχώς αυτό δεν μας παρηγορεί ούτε μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα. Αλλά ήταν ακριβώς μια αυθεντική αντίδραση της τάξης, ούτε υπολογισμένη ούτε προβλέψιμη. Σε πολλά εργοστάσια, οι εργάτες μέσα σε διάστημα λίγων ωρών κατέβηκαν σε απεργία και αυτό ώθησε πολλές δομές της CGIL να πάρουν θέση και να οδηγήσει σε περιφερειακές και εθνικού επιπέδου απεργίες (μία ώρα στο μεταλλουργικό κλάδο). Είναι πολύ λίγο, σίγουρα, αλλά όμως είναι ένα πολιτικό γεγονός.

Είναι επίσης θετικό ότι η απάντηση ξεπέρασε για μια φορά τα όρια που δεν ξεπερνούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως είναι η διαφορετική εθνικότητα και οι διαφορετικές θρησκείες. Εμένα δεν με εκπλήσσει, αλλά δεν ήταν σίγουρα δεδομένο ότι Ιταλοί εργάτες θα απεργούσαν για έναν Αιγύπτιο επισφαλώς εργαζόμενο και θα τον αναγνώριζαν σαν σύντροφό τους. Πάνω απ’ όλα στον ιταλικό βορρά, όπου η Λέγκα (στμ: ακροδεξιό κόμμα) και η ρατσιστική της προπαγάνδα είναι πολύ διαδεδομένες, δυστυχώς και ανάμεσα στους εργαζόμενους.

Να λοιπόν, ακόμα και γι’ αυτό ισχυρίζομαι ότι ήταν μια αντίδραση της τάξης. Όλο αυτό δεν αναιρεί την ανεπάρκειά μας. Αλλά δοκιμάζουμε μια «επανεκκίνηση» και από αυτό το γεγονός.

Τα τελευταία χρόνια το εργατικό κίνημα και ιδιαίτερα τα συνδικαλιστικά δικαιώματα δέχονται σκληρές επιθέσεις στην Ιταλία. Ποια είναι σήμερα η εικόνα στους χώρους δουλειάς; Και πώς αντιδρούν οι τρεις μεγάλες συνομοσπονδίες;

Είναι 20 χρόνια τώρα που το ιταλικό εργατικό κίνημα υφίσταται ήττες. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε μια μεγάλη αύξηση της επισφάλειας, την απίστευτη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης (το 2018 το όριο ανεβαίνει στα 67 χρόνια και κατόπιν θα αυξηθεί κι άλλο, αυτόματα, ως τα 70 χρόνια), τη μείωση των μισθών, το «άδειασμα» των εθνικών συλλογικών συμβάσεων, την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και συνεπώς τον ακόμα μεγαλύτερο εργοδοτικό εκβιασμό που οφείλεται περισσότερο στην ακύρωση των νόμων οι οποίοι ως το 2012 καθιστούσαν σχετικά δύσκολη την απόλυση.

Όλες οι μεταρρυθμίσεις πέρασαν με τη συναίνεση των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών (ως την δεκαετία του ’90) ή χωρίς δική τους ισχυρή αντίσταση. Ή καλύτερα, η CGIL αντέδρασε μόνο επί κεντροδεξιάς διακυβέρνησης αλλά αποδέχθηκε τις ίδιες μεταρρυθμίσεις όταν τις πρότειναν κυβερνήσεις της κεντροαριστεράς ή τεχνοκρατών. Το 2012, στη χειρότερη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις, η CGIL προκήρυξε μόνο 3 ώρες απεργία!

Αυτό οδήγησε σε μια απογοήτευση και δυσπιστία τους εργαζόμενους-ες, οι οποίοι όμως συνεχίζουν να φαίνονται έτοιμοι για να κινητοποιηθούν όποτε καλούνται να το κάνουν. Η CGIL είναι το μεγαλύτερο ιταλικό συνδικάτο και η μεγαλύτερη μαζική οργάνωση της Ιταλίας. Αν οι ηγέτες της ήθελαν πραγματικά να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους (πάνω απ’ όλα για το θέμα των συντάξεων, για το οποίο υπάρχει διάχυτος θυμός) θα μπορούσαν να το κάνουν.

Δυστυχώς, αντιθέτως και αυτό το φθινόπωρο η CGIL στέκει ακίνητη. Παρόλο που η κυβέρνηση ανοίγει το θέμα των συντάξεων: Θέλουν να εισάγουν έναν αισχρό μηχανισμό με τον οποίο θα μπορεί κάποιος να βγει στη σύνταξη νωρίτερα (στα 63, που είναι ήδη πάρα πολλά!), αλλά στηριζόμενος στις τράπεζες, διαμέσου ενός δανείου που θα αρχίσει να το αποπληρώνει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης και για 20 χρόνια, μαζί προφανώς με τα τραπεζικά έξοδα και τις σχετικές επιβαρύνσεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου σε περίπτωση θανάτου. Είναι μια πρέσα που θα μειώσει κι άλλο την αξία των συντάξεων και θα ρίξει τους εργαζόμενους στα χέρια των τραπεζών.

Επίσης η κυβέρνηση συζητά για όλες σχεδόν τις πιο σημαντικές εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας: στο δημόσιο, στα σχολεία, στη μεταλλουργία, στο εμπόριο. Σε όλες αυτές τις συλλογικές συμβάσεις η συζήτηση γίνεται με τέτοιο τρόπο που προκαλεί την υποψία ότι η ανανέωσή τους δεν θα συμφέρει πια τους εργαζόμενους αλλά τις επιχειρήσεις.

Η εθνική συλλογική σύμβαση πάει να γίνει το όργανο διαμέσου του οποίου, με μηδενικό αντάλλαγμα, κυβέρνηση και επιχειρήσεις μειώνουν κι άλλο τους μισθούς (αντικαθιστώντας τους ευθέως με κουπόνια για ψωμί ή για βενζίνη!), αυξάνουν τα ωράρια εργασίας και την καταπίεση. Η CGIL θα έπρεπε να ενοποιήσει όλες τις εθνικές διαφορές και να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους κηρύσσοντας γενική απεργία. Αντιθέτως δεν το κάνει και προχωρά σε διαπραγμάτευση με τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση πάνω σε αυτήν την απαράδεκτη βάση.

Η FIOM είχε μεγάλη παράδοση αγώνων τα προηγούμενα χρόνια και είχε αρνηθεί τη «συναίνεση» που αποδέχτηκαν οι μεγάλες συνομοσπονδίες. Αν δεν κάνω λάθος πλέον «συμφιλιώθηκε» με την ηγεσία της CGIL. Υπήρξαν αντιδράσεις μέσα στο συνδικάτο; Ποια είναι η κατάσταση τώρα;

Ακόμα και η FIOM αποδέχεται να διαπραγματευθεί τις προτάσεις των αφεντικών της μεταλλουργίας για την ανανέωση της εθνικής συλλογικής σύμβασης, αντί να προχωρήσει σε απεργίες. Το ρίσκο είναι να υπογράψει μια σύμβαση που με αντάλλαγμα ελάχιστα χρήματα, θα κάνει πιο δύσκολη τη δυνατότητα σύμβασης σε επίπεδο επιχείρησης (τα μπόνους της επιχείρησης θα γίνονταν όλα μεταβλητά) και θα παραδίδει θεμελιώδη δικαιώματα. Ο κίνδυνος είναι να αποδεχθεί όλα εκείνα που τα τελευταία οκτώ χρόνια η ίδια η FIOM έχει αρνηθεί (η FIOM είχε αρνηθεί να υπογράψει τις δύο τελευταίες συμβάσεις εθνικού επιπέδου, του 2009 και του 2012).

Ιστορικά η FIOM πάντα είχε αντιταχθεί στις υποχωρήσεις της CGIL, αλλά τώρα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Και δεν είναι μυστήριο ότι ο γενικός γραμματέας της FIOM σύντομα θα μπει στη Γραμματεία της CGIL (ο μεγαλύτερος εκτελεστικός οργανισμός). Πλέον δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην πολιτική γραμμή της FIOM και της CGIL.

Αλλά ακόμα υπάρχει μια οργανωμένη διαφωνία στη FIOM. Η δική μας εσωτερική αντιπολίτευση είναι βαθιά ριζωμένη στη FIOM. Εάν πράγματι, η FIOM έφτανε να υπογράψει μια εθνική συλλογική σύμβαση που, όπως εκτιμούμε, θα είναι χειρότερη, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες της μεταλλουργίας που είναι παραδοσιακά οι πιο συνειδητοί και συγκρουσιακοί. Και δεν θα είναι εύκολο! Εμείς λέμε ευθέως πως αν γίνουν έτσι τα πράγματα θα οργανώσουμε τη διαφωνία όπως πάντα κάναμε.

Σε αυτήν την κατάσταση, πώς κινούνται τα μαχητικά τμήματα του συνδικαλισμού -οι COBAS, η USB, η μαχητική πτέρυγα της CGIL και της FIOM; Υπάρχει συντονισμός μεταξύ τους ή και με άλλα κοινωνικά κινήματα;

Παρά την ακινησία της CGIL, δεν πάνε πολύ καλύτερα τα σωματεία της βάσης. Μπορούμε να πούμε σίγουρα ότι οι μοναδικές πρωτοβουλίες γενικής κινητοποίησης που γίνονται αυτές τις εβδομάδες είναι εκείνες από σωματεία βάσης. Τα αίτια των κινητοποιήσεων είναι όλα δίκαια και αποτελούν κοινό τόπο. Όμως συνεχίζει να υπάρχει κατακερματισμός των αγώνων και διαγκωνισμός πολλών διαφορετικών υπογραφών/καλεσμάτων που δεν βοηθάει το εργατικό κίνημα. Σε δυο βδομάδες θα γίνουν δύο διαφορετικές γενικές απεργίες διάφορων σωματείων βάσης. Αυτό δυστυχώς δεν πολλαπλασιάζει τη σύγκρουση αλλά την κάνει πιο αδύναμη, επειδή οι δυνάμεις αυτών των σωματείων είναι μειοψηφικές και το γεγονός ότι οι απεργίες γίνονται σε διαφορετικές ημερομηνίες και όχι στην ίδια δημιουργεί αποπροσανατολισμό στους εργαζόμενους.

Είμαι πλέον πεπεισμένη ότι ο δικός μας ρόλος είναι να δοκιμάσουμε να φτιάξουμε μια ώθηση από τα κάτω που να σπρώξει το συνδικαλιστικό κίνημα να ξεπεράσει τα όρια του, επειδή η CGIL είναι σε ακινησία, επειδή τα σωματεία της βάσης είναι διαιρεμένα και αυτοαναφορικά. Χωρίς μια ώθηση από τα κάτω ο κίνδυνος είναι ότι τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ ούτε στην μία πλευρά ούτε στην άλλη.

Ποια είναι η σημασία του δημοψηφίσματος Ρέντσι για την εργατική τάξη και τι στάση κρατά το οργανωμένο εργατικό κίνημα σε αυτήν τη μάχη;

Στις 4 Δεκέμβρη θα γίνει το δημοψήφισμα για να εγκριθεί η τροποποίηση του συντάγματος που προτείνει η κυβέρνηση και που -αν περάσει- θα κάνει πιο ισχυρή και αυταρχική την κυβέρνηση απέναντι στη λαϊκή κυριαρχία, η οποία θα μειωθεί. Αυτός που θα κερδίζει τις εκλογές, ακόμα και αν δεν έχει μια πραγματική πλειοψηφία στη χώρα, θα έχει τα μέσα να κυβερνά χωρίς να ενδιαφέρεται να χτίσει συναινέσεις.

Η CGIL το Σεπτέμβρη διακήρυξε ότι στηρίζει το ΟΧΙ. Είναι ένα θετικό και σημαντικό γεγονός που ανησυχεί πολύ τον πρωθυπουργό Ρέντσι και που απαντά στην χωρίς όρους στήριξη του ΝΑΙ από την Confidustria (ο ιταλικός ΣΕΒ). Είναι επίσης σημαντικό επειδή διαφορετικά η στήριξη του ΟΧΙ θα κατέληγε να μονοπωληθεί από τη Δεξιά.

Ωστόσο η καμπάνια της CGIL για το ΟΧΙ είναι αντιφατική, με ολόκληρες δομές της να μην τυπώνουν καν την προκήρυξη και με το Εργατικό Κέντρο του Μιλάνου (που είναι το μεγαλύτερο στην Ιταλία) να παίρνει θέση στην Εθνική Συνέλευση υπέρ του ΝΑΙ.

Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι η CGIL τάχθηκε υπέρ του ΟΧΙ αποφασίστηκε όχι τόσο από κοινωνικές δυναμικές αλλά από γραφειοκρατικές ισορροπίες, εσωτερικές της ίδιας της CGIL και του Δημοκρατικού Κόμματος. Παραμένει σημαντικό το ΟΧΙ της CGIL αλλά σίγουρα θα έπρεπε να κάνει πολλά περισσότερα και να διεξάγει μια πιο πλατιά κινητοποίηση ενάντια στην κυβέρνηση που να θέτει στη συζήτηση όχι μόνο τη συνταγματική μεταρρύθμιση αλλά επίσης και την αντίθεση στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, την μεταρρύθμιση των συντάξεων, τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

Συνολικά το ΟΧΙ της CGIL θα έπρεπε να φτιάξει μια κοινωνική αντιπολίτευση στη χώρα και να εμπλέξει τους εργαζόμενους σε μια αληθινή κινητοποίηση εναντίον της κυβέρνησης, εναντίον του σχεδίου τραπεζών και αφεντικών, καλά προπαγανδισμένο από τον αμερικανικό κολοσσό της JP Morgan: «να απελευθερωθούμε από τα αντιφασιστικά συντάγματα» και να επιβάλουν χωρίς περιορισμούς και δισταγμούς λιτότητα, ευελιξία, χαμηλούς μισθούς, απολύσεις και ιδιωτικοποιήσεις.

Λοιπόν, αν δεν το κάνει η CGIL, το λίγο που μπορούμε θα το κάνουμε εμείς! Στις 4 Δεκέμβρη ελπίζουμε πραγματικά ότι θα νικήσει το ΟΧΙ και επιτέλους θα αλλάξει κάτι στη χώρα. Το έχουμε ανάγκη. Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη να μην υποστούμε ακόμα μια ήττα.

Ελιάνα, τι θα ήθελες ακόμα να μας πεις;

Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω κάτι που θεωρώ σημαντικό. Με ευκαιρία της ημέρα εναντίον της βίας κατά των γυναικών, στις 26 Νοέμβρη θα γίνει μια μεγάλη πανεθνική διαδήλωση στη Ρώμη. Δεν είναι λοιπόν ένας εορτασμός αλλά μια εξαιρετική ευκαιρία κινητοποίησης και αυτοδιάθεσης των γυναικών ενάντια στη βία και ενάντια στη λανθασμένη και μειωτική άποψη που θωρεί το Feminicidio (νεολογισμός που σημαίνει δολοφονία μιας γυναίκας από άνδρα) μια κατάσταση εξαίρεσης ή ένα έκτακτο περιστατικό και όχι ένα δομικό φαινόμενο, την ακραία συνέπεια της πατριαρχικής κουλτούρας που το τροφοδοτεί και το δικαιώνει, με το δικό του σύστημα εξουσίας, τα δικά του στερεότυπα του είδους, στην οικογένεια, την κοινωνία και στον κόσμο της εργασίας.

Αν δεν τεθεί σε αμφισβήτηση από τις ρίζες αυτό το σύστημα, με πρωταγωνίστριες τις γυναίκες, ακόμα και από πολιτική άποψη, από άποψη οικονομική και συνθηκών εργασίας, ο κίνδυνος είναι ότι στο τέλος δεν θα αλλάξει τίποτα και ότι η βία θα καταδικάζεται στα λόγια αλλά θα γίνεται ανεκτή εκ των πραγμάτων. Η διαδήλωση στις 26 Νοέμβρη στη Ρώμη και ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα σε αυτόν τον αγώνα.