Από τότε που η Μαρίν Λε Πεν διαδέχθηκε τον πατέρα της στην κεφαλή του «Εθνικού Μετώπου» (Ε.Μ.), τα ΜΜΕ δε σταμάτησαν να επαναλαμβάνουν πως το Ε.Μ. αποζητούσε να απο-δαιμονοποιηθεί υιοθετώντας ταυτόχρονα μία πιό «αριστερίζουσα» ρητορική. Με τον τρόπο αυτό, δεν αναμετάδοσαν μόνο, για ακόμα μιά φορά, την προπαγάνδα του Ε.Μ. Απέκρυψαν επίσης, τα επίδικα της λεγόμενης «στροφής» του, όπως και το μερίδιο της συνέχειας με το παρελθόν που η «στροφή» αυτή περιέχει.

Πίσω από την απο-δαιμονοποίηση, μία πολιτικάντικη αλλαγή στρατηγικής.

Αντίθετα με τη Χρυσή Αυγή, το Ε.Μ. ουδέποτε διεκδίκησε μιά νεοναζιστική ταυτότητα. Παρ’ όλο που στις τάξεις του βρέθηκαν νοσταλγοί του Τρίτου Ράιχ και των Γάλλων συνεργατών του της εποχής, η δημόσια έκφρασή τους ήταν περιθωριακή και καταδικάστηκε αυστηρά από την ηγεσία του κόμματος, ακόμα από την περίοδο του πατρός Λε Πεν. Παρ’ ολ’ αυτά, το Ε.Μ. σύντομα ταυτοποιήθηκε από τους διάφορους συντελεστές της Γαλλικής πολιτικής σκηνής σαν ένα κίνημα της άκρας δεξιάς. Αυτό επιβεβαιωνόταν άλλωστε από τον αυτοπροσδιορισμό του, που ο ίδιος ο ηγέτης του υιοθέτησε, ως «εθνική και λαϊκή δεξιά», ταυτόχρονα με την πάγια ξενοφοβική και ρατσιστική προπαγάνδα του με στόχο τους μετανάστες που διαμένουν στη Γαλλία, πολλές φορές με εκτροπές προς τον αντισημιτισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Η νέα ηγεσία του Ε.Μ. που περιστοιχίζει τη Μαρίν Λε Πεν, επιχειρεί πλέον να καθαρίσει το κόμμα από όλ’ αυτά τα στίγματα. Τα στίγματα αυτά, τα οποία εμποδίζουν πρακτικά τη διείσδυση του κόμματος στους ψηφοφόρους της δεξιάς και του κέντρου, όπως εμποδίζουν επίσης και τις συμμαχίες με τους πολιτικούς σχηματισμούς που εκπροσωπούν παραδοσιακά τους συγκεκριμμένους ψηφοφόρους. Διότι – και σ’ αυτό έγκειται ο νεωτερισμός – μία τέτοια συμμαχία βρίσκεται πλέον στο στόχο της ηγεσίας του Ε.Μ.

Ο ίδιος ο Ζαν-Μαρί Λε Πεν, θεωρούσε πάντα πως θα έφθανε στην εξουσία ευνοούμενος από μία μείζονα εθνική κρίση που θα δυσφημούσε όλους τους υπόλοιπους πολιτικούς σχηματισμούς και θα τον έκανε να παρουσιαστεί σαν τον «από μηχανής θεό», όπως ο στρατηγός Πεταίν το 1940. Κατά συνέπεια, αρνιόταν να αντιμετωπίσει κάθε είδους συμμαχία με τη λεγόμενη δημοκρατική δεξιά, την οποία μισούσε τουλάχιστον όσο και την αριστερά. Η αναστροφή δρομολογήθηκε από τον Μπρυνό Μεγκρέ (BrunoMegret), «υπαρχηγό» του Λε Πεν από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, ο οποίος είχε ήδη καταλάβει πως η κατάκτηση της εξουσίας, τόσο στο κεντρικό (κυβερνητικό) επίπεδο, όσο και στο τοπικό (τοπική αυτοδιοίκηση), δε θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά συμμαχώντας με τη δεξιά, σύμφωνα με ένα σενάριο, του οποίου αρχικά η Ιταλία (συμμαχία ανάμεσα στο φιλοφασιστικό κόμμα “AlleanzaNazionale” και στο δεξιό κόμμα “ForzaItalia” του Σίλβιο Μπερλουσκόνι), κατόπιν η Αυστρία (συνασπισμός ανάμεσα στο ακροδεξιό κόμμα FPOκαι το κόμμα της παραδοσιακής Αυστριακής δεξιάς OVP), θα έδιναν το παράδειγμα. Πρόκειται για την αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο αυτές στρατηγικές, πολύ περισότερο από τη διαμάχη ανάμεσα στους δύο άνδρες γύρω από τη διαδοχή του Λε Πεν, που οδήγησε το κόμμα στην έκρηξη κατά το φθινόπωρο του 1998 και το χειμώνα του 1999, βυθίζοντάς το σε μία σοβαρή κρίση που θα κατέληγε στην απώλεια του ενός τρίτου των ψηφοφόρων του και κυρίως των δύο τρίτων των στελεχών του, που θα ακολουθούσαν τον Μεγκρέ μετά την αποπομπή του από το κόμμα.

Έτσι λοιπόν, πίσω από την «αποδαιμονοποίηση» που αναζητείται από την ομάδα την καθοδηγούμενη από την Μαρίν Λε Πεν, κρύβεται επί της ουσίας η επανάκαμψη, με απόσταση μεγαλύτερη της μίας δεκαετίας, της στρατηγικής του πιο αποφασισμένου αντιπάλου του πατέρα της, του Μπρυνό Μεγκρέ. Η κόρη λοιπόν προδίδει τον πατέρα, μέσα σε μία ατμόσφαιρα που, χωρίς να φθάνει τη δραματική ένταση του κύκλου των Ατρειδών, δεν υστερεί από τις πίο όμορφες κωμικοτραγικές παραδόσεις της εξουσίας.

Μία οφθαλμαπάτη «αριστεροποίησης».

Για όποιον παρακολουθεί την εξέλιξη του Ε.Μ. από τότε που κατάφερε να εγκατασταθεί με ανθεκτικότητα στη Γαλλική πολιτική σκηνή, η πρόσφατη «αριστεροποίησή» του δεν δημιουργεί καμμία ψευδαίσθηση. Και με αυτό εννοούμε την εκ μέρους του Ε.Μ. υιοθέτηση, με προπαγανδιστικό τρόπο, κάποιων από τις διεκδικήσεις του κόσμου της μισθωτής εργασίας (υπεράσπιση της απασχόλησης, των μισθών, της κοινωνικής προστασίας κλπ). Το όριο της «αριστεροποίησης» αυτής γίνεται αντιληπτό ανιχνεύοντας τη στάση του Ε.Μ. απέναντι ακόμα και στους πιό κλασσικής μορφής αγώνες των εργαζομένων (απεργίες, διαδηλώσεις): Συνήθως μένει μουγκό στο θέμα αυτό και, όταν μιλάει, το κάνει συνήθως για να τις κριτικάρει. Ακόμα λιγότερο πιθανό είναι να συναντήσει κανείς τους ηγέτες, στελέχη και μέλη του, να εμπλέκονται στους αγώνες αυτούς.

Στην παραγματικότητα, εδώ και καμμιά τριανταριά χρόνια, σε τακτικά διαστήματα, το Ε.Μ. γνωρίζει τέτοιες «αριστεροποιήσεις», συνήθως χωρίς συνέχεια. Το παροδικό ενδιαφέρον του για τις διεκδικήσεις των εργαζομένων εξηγείται από το δισυπόστατο της κοινωνικής και εκλογικής του βάσης. Το Ε.Μ. πράγματι, πολύ συχνά πραγματοποιεί τις καλύτερες εκλογικές επιδόσεις του σε δύο εκλογικές ομάδες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους και με εντελώς αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα: Από τη μία μεριά, η παραδοσιακή μεσαία τάξη (οι μικρομεσαίοι αγρότες, οι βιοτέχνες και μικροέμποροι, τα ελεύθερα επαγγέλματα, οι μικροεπιχειρηματίες και μικροκεφαλαιούχοι). Από την άλλη μεριά, ο μισθωτός λαός των εργατών και υπαλλήλων που αποτελεί το μεγάλο σύγχρονο προλεταριάτο. Το κοινωνικό και οικονομικό του πρόγραμμα, κατά βάση σχεδιασμένο για λόγους προπαγάνδας, ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στις διεκδικήσεις των πρώτων (μείωση του κόστους της εργασίας – άρα των μισθών, ελαφρύνσεις ασφαλιστικών εισφορών και άμεσης φορολογίας κλπ) και τις διεκδικήσεις των δεύτερων (υπεράσπιση της απασχόλησης, αύξηση των μισθών, επέκταση της κοινωνικής προστασίας κλπ). Το Ε.Μ. δεν μπορεί να κατορθώσει την απόκρυψη του αντιφατικού χαρακτήρα ενός τέτοιου προγράμματος, παρά μόνο παρουσιάζοντας εναλλάξ μιά το ένα και μιά το άλλο πρόσωπο. Ταυτόχρονα επιδιώκει να πραγματοποιήσει μία συνεκτική σύνθεση δια μέσου της έννοιας της «εθνικής προτίμησης»: Προτείνει να εξασφαλίσει κατά προτεραιότητα – βλέπε κατ’ αποκλειστικότητα – την απασχόληση και τις κοινωνικές παροχές στους Γαλλικής καταγωγής εργαζόμενους, ταυτόχρονα να διευκολύνει τις εθνικές επιχειρήσεις εξασφαλίζοντάς τους πρόσβαση στις δημόσιες αγορές και προστατεύοντάς τες από τον ξένο ανταγωνισμό, με τη δημιουργία νέων τελωνειακών φραγμών.

Όμως, η πρόσφατη «αριστεροποίηση» του Ε.Μ. δεν εξηγείται μόνο από αυτή την περιοδική εναλλαγή, στην οποία το εξαναγκάζει το δισυπόστατο της κοινωνικής του βάσης. Εξηγείται επίσης από το γεγονός πως η πιό σημαντική δεξαμενή ψήφων που διαθέτει βρίσκεται προφανώς προς την πλευρά του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Ακόμα περισσότερο που ο κόσμος αυτός βρίσκεται σήμερα στη Γαλλία, όπως κι΄αλλού στην Ευρώπη, σε πλήρη σύγχυση, καθώς δέχεται την επίθεση της πολιτικής της μισθολογικής και προϋπολογιστικής λιτότητας που υποτίθεται πως αποτελούν τη μόνη δυνατή διέξοδο από τη δομική κρίση του καπιταλισμού, εγκαταλελειμμένος από τις δικές του συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις που δεν αναλαμβάνουν πλέον την υπεράσπισή του, ή, ακόμα χειρότερα, υλοποιούν ή στηρίζουν τις εν λόγω πολιτικές λιτότητας.

Τέλος, η «αριστεροποίηση» αυτή εξηγείται από τη στρατηγική αναστροφή που επισημάναμε παραπάνω και φωτίζει αμφίδρομα την έννοια αυτής της τελευταίας. Διότι η σύναψη της συμμαχίας που το Ε.Μ. προτείνει με το σύνολο ή μέρος της κλασσικής δεξιάς για την επίτευξη της εξουσίας, ουδεμία πιθανότητα υπάρχει να συμβεί και, κυρίως, να αντέξει και να μη συρικνωθεί σε ένα καθαρό τακτικό πολιτικάντικο ελιγμό, παρά μόνο αν, το Ε.Μ. και η κλασσική δεξιά καταφέρουν να συγκροτήσουν και να στερεοποιήσουν ένα κοινωνικό μπλοκ (ένα σύστημα ταξικής συμμαχίας) συγκεντρώνοντας ένα μέρος του προλεταριάτου, το μεγάλο μέρος της παραδοσιακής μεσαίας τάξης και το μέρος της αστικής τάξης του οποίου τα συμφέροντα βρίσκονται κυρίως μέσα στο πλαίσιο της εθνικής αγοράς. Ένα τέτοιο κοινωνικό μπλοκ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σα βάση μίας πολιτικής ρήξης με τη φιλελεύθερη τάξη  που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρώπη, με προφανή συνεπαγωγή την έξοδο από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η επιτυχία μιάς τέτοιας επιχείρησης θα εξαρτηθεί τελικά, πέρα από τις εκλογικές και πολιτικάντικες περιπέτειες, από τις μεταπτώσεις της δομικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο, της επίτευξης ή των μεταστροφών των πολιτικών της φιλελεύθερης λιτότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά επίσης – και κυρίως – της ικανότητας των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς να κατευθύνουν την αντίσταση και τους αγώνες του κόσμου της μισθωτής εργασίας προς μία αντικαπιταλιστική επιθετική πρωτοβουλία και όχι προς μία εθνικιστική και αντιδραστική έξαρση. Αυτό είναι εν τέλει το γάντι που ρίχνει σήμερα το «Εθνικό Μέτωπο» στις οργανώσεις αυτές.

*Πανεπιστημιακός και μέλος της εργατικής αντιφασιστικής οργάνωσης VISA στη Γαλλία

Το άρθρο γράφτηκε για το τεύχος του Ιανουαρίου 2014 του περιοδικού "Απελάστε το Ρατσισμό"  

Ετικέτες