Η πρώτη διαπίστωση που θέλω να κάνω είναι ότι το κείμενο της εισήγησης είναι καλό και αυτή τη φορά έγινε πραγματικά δουλειά στην κατεύθυνση του να γίνει περισσότερο συνθετικό.
Όμως, εξακολουθούμε να έχουμε μια σημαντική απόσταση ανάμεσα σε αυτά που αποτυπώνουμε στα κείμενα των αποφάσεών μας και τη δημόσια εκφορά του λόγου μας, ιδίως από τα κεντρικά και δημόσια προβεβλημένα στελέχη της ΛΑΕ. Αυτή η απόσταση αναμφισβήτητα αποτελεί πρόβλημα. Χρειαζόμαστε επομένως μια νέα δέσμευση συλλογική ότι θα πηγαίνουμε με βάση τον κατακτημένο κοινό λόγο μας.
Η δεύτερη διαπίστωση αφορά την εκτίμηση της περιόδου. Ειπώθηκε και πριν και το έχουμε θέσει και εμείς ότι χρειάζεται να παραδεχτούμε ότι είμαστε σε μια νέα φάση ως προς το συσχετισμό δύναμης. Μπορεί τα μνημόνια να συνεχίζουν να καθορίζουν την πολιτική και κοινωνική ζωή μέχρι και το... 2040, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική δυναμική που ορίστηκε ως «αντιμνημονιακό κίνημα», δηλαδή ένα βαθύ κοινωνικό και πολιτικό ρήγμα που ρευστοποίησε προηγούμενες μορφές αναγνώρισης και διαμόρφωσε μια ανοιχτή κρίση εκπροσώπησης που επέτρεψε την ενίσχυση της Αριστεράς, σήμερα δεν υπάρχει.
Η κοινωνική κρίση είναι εδώ, το ίδιο και οι βαθύτερες δυναμικές της πολιτικής κρίσης, όμως ο συσχετισμός έχει αλλάξει μετά όχι μόνο τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ στις μνημονιακές πολιτικές, αλλά και τη διαπίστωση της στρατηγικής ανεπάρκειας της Αριστεράς και της ήττας του λαϊκού κινήματος.
Άρα δεν μπορούμε να κινούμαστε ως να πρέπει να εκπροσωπήσουμε το «ορφανό» αντιμνημονιακό κίνημα. Αυτό το κάναμε το 2015 μέσα στη δυναμική του καλοκαιριού, όταν καταλήξαμε να κατέβουμε στις εκλογές ακόμη και με τη Ραχήλ Μακρή. Στην πραγματικότητα ακόμη και οι διατυπώσεις που έχουμε στην απόφαση της συνδιάσκεψης αυτή την κατεύθυνση αποτυπώνουν και γι’ αυτό σήμερα είναι ανεπαρκείς. Γιατί εάν σήμερα έχει κλείσει ο ιστορικός κύκλος που όρισε το «αντιμνημονιακό κίνημα», έπεται ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι πολύ περισσότερο μια στρατηγική και τακτική ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ανασύνθεσης του κοινωνικού κινήματος, μια που χωρίς μια άλλη κατάσταση στο κίνημα δεν μπορεί να υπάρξει και άλλη κατάσταση στην Αριστερά.
Εάν ισχύει η παραπάνω διαπίστωση, αυτό πρώτα και κύρια δίνει ξεχωριστή προτεραιότητα σε μια σειρά από ζητήματα:
Πρώτα απ’ όλα στο ζήτημα του προγράμματος. Χρειάζεται προγραμματική επεξεργασία που να συμβάλλει στην ανάγκη ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό πρώτα και κύρια σημαίνει πρόγραμμα που να εκπροσωπεί τις υποτελείς τάξεις υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Σήμερα, μέσα στις μνημονιακές πολιτικές γίνεται προσπάθεια να οικοδομηθεί μια συμμαχία που να εντάσσει και τη «μικρομεσαία επιχειρηματικότητα», η οποία όμως συχνά στηρίζεται σε ιδιαίτερα έντονες και βίαιες μορφές εκμετάλλευσης. Είναι λάθος να βάζουμε στόχους που είναι ως εάν να θεωρούμε ότι είναι «σύμμαχα στρώματα». Αντίθετα, χρειάζονται στόχοι που να εμπεριέχουν το στοιχείο της αντικαπιταλιστικής αναφοράς και του κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Κεντρικοί κομβικοί στόχοι όπως η ρήξη με την ΕΕ και το ευρώ δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως οικονομική «πανάκεια», αλλά αναγκαίες συνθήκες για μια τέτοια στρατηγική.
Έπειτα στο θέμα του κινήματος. Είναι πολύ σημαντική η δουλειά που έχουμε κάνει στη μάχη των πλειστηριασμών, που είναι ένα κεντρικό μέτωπο. Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι είναι το μόνο κοινωνικό μέτωπο ή ότι μπορούμε να πάμε όλο το επόμενο διάστημα μόνο με το μέτωπο των πλειστηριασμών. Χρειάζεται παρέμβαση και σε άλλα μέτωπα. Στην εκπαίδευση για πρώτη φορά μετά από χρόνια έχουμε ένα μεγάλο εκπαιδευτικό κίνημα για το θέμα των διορισμών. Όμως, δεν μας έχει απασχολήσει στην κλίμακα που θα έπρεπε. Χρειάζεται να δούμε και άλλα κρίσιμα μέτωπα: αυτό που αφορά την ανάκτηση δικαιωμάτων ειδικά για τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που αφορά την αντιφασιστική και αντιρατσιστική δράση. Αυτό που αφορά τα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορευματοποίησης των ελεύθερων χώρων (Ελληνικό κ.λπ.).
Το τρίτο σημείο αφορά τη στάση απέναντι στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα». Εδώ χρειάζεται να γίνει σοβαρή συζήτηση. Εγώ δεν έχω πρόβλημα να θεωρήσω ορθή μια διατύπωση «κινδυνεύουμε με εθνικές περιπέτειες», αρκεί να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε «εθνικές περιπέτειες». Στη δική μας οπτική αυτό θα σήμαινε τη διαπίστωση ότι σήμερα, η νέα επιθετικότητα των μερίδων του τουρκικού συνασπισμού εξουσίας που συνασπίζονται πίσω από τον Ερντογάν, που έρχεται και ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων που εσωτερικεύει από την εμπλοκή στο Συριακό, σε συνδυασμό με την επικίνδυνη πρόσδεση της ελληνικής κυβέρνησης στον άξονα με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο (ύστερα και από την πραγματική υποχώρηση ισχύος που σήμαινε η μνημονιακή περίοδος) και στο φόντο του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων, μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο έντασης και σε θερμά επεισόδια, που, ακόμη και εάν δεν πάρουν μορφή μεγάλης πολεμικής σύγκρουσης, θα αξιοποιηθούν για την εμπέδωση ενός αυταρχικού κλίματος πειθάρχησης και για τη μετατόπιση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης ακόμη πιο δεξιά.
Μια τέτοια οπτική βάζει ως πρώτη προτεραιότητα όχι κάποια αριστερή εκδοχή «πατριδοκαπηλίας» ή κάτι του τύπου «Βυθίσατε το Χόρα», αλλά την ιεράρχηση ως πρώτου καθήκοντος του αγώνα για την ειρήνη και τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, με ένα αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό κίνημα. Μια τέτοια οπτική βάζει την εθνική ανεξαρτησία ως στόχο που σχετίζεται με τη δυνατότητα του λαού (που δεν ταυτίζεται πλέον με το έθνος, αφού ένα μεγάλο μέρος των υποτελών τάξεων δεν έχει ελληνική καταγωγή) να διαμορφώσει τη δική του πορεία σε μια κατεύθυνση κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε όχι οικόπεδα γεωτρήσεων (ιδίως όταν ούτως ή άλλως περιβαλλοντικά είναι καταστροφική επιλογή), αλλά τη δυνατότητα του λαού σε ένα δοσμένο χώρο να ζει, εργάζεται, αγωνίζεται, μετασχηματίζει τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτό είναι το νόημα ενός νέου πατριωτισμού.
Και εδώ πρέπει να πούμε ότι χρειάζεται προσοχή σε αυτά τα θέματα. Για παράδειγμα, ενώ μπορεί κανείς να μιλήσει, με τους όρους που ανέφερα παραπάνω, για τουρκική επιθετικότητα, δεν ισχύει το ίδιο για το Μακεδονικό. Είναι λάθος να λέμε ότι σήμερα απειλούμαστε από τον υποτιθέμενο αλυτρωτισμό του «Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Είναι λάθος να υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν ότι τα συλλαλητήρια μπορούσαν να είναι πεδίο παρέμβασης. Ήταν λάθος που η ΛΑΕ δεν έβγαλε τοποθέτηση, ενώ υπήρχε η δυνατότητα, που να τοποθετείται και απέναντι στην επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και κατά του εθνικισμού κάνοντας καμπάνια ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του μίσους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Μακεδονικό ποτέ δεν ήταν «εθνικό θέμα». Υπόθεση της δεξιάς και της ακροδεξιάς ήταν πάντα, τόσο πριν όσο και μετά τον Εμφύλιο, καθώς πριν και μετά τον Εμφύλιο, τμήματα του κράτους δοκίμασαν κάτι που ήταν κοντά σε μια «επιχείρηση εθνοκάθαρσης» των σλαβομακεδόνων.
Το τέταρτο σημείο αφορά το πώς πηγαίνουμε για την υπόθεση της Αριστεράς. Εδώ χρειάζεται πια να κάνουμε μια αποτίμηση και να δούμε ποιοι χωράνε σε αυτή τη συζήτηση και ποιοι όχι.
Για εμάς είναι πια σαφές ότι δεν χωρούν στη συζήτηση για το μέτωπο δυνάμεις που εδώ και καιρό υιοθέτησαν ακροδεξιές και αντιμεταναστευτικές/αντιπροσφυγικές απόψεις. Δεν χωρούν δυνάμεις που κάλεσαν ανοιχτά στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του μίσους, υιοθετώντας ανάλογες απόψεις, που προγραμματικά κινούνται σε ανταγωνιστικές προς την Αριστερά απόψεις και που υιοθετούν μια προσωποκεντρική και αρχηγοκεντρική αντίληψη της πολιτικής. Δεν χωρούν «προσωπικότητες» που με τις δημόσιες τοποθετήσεις ή με τις εμφανίσεις τους στα συλλαλητήρια ντρόπιασαν την προηγούμενη ιστορία και τη στράτευσή τους.
Εμείς λοιπόν πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι απευθυνόμαστε σε δυνάμεις και αγωνιστές της Αριστεράς και επιδιώκουμε ένα αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε δυνάμεις που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ και έχουν αριστερή αναζήτηση και κατεύθυνση. Είναι αλήθεια ότι ως προς αυτό συναντάμε, κύρια από την πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αρνητικές τοποθετήσεις και σεχταρισμό που υποτιμά την ανάγκη για να υπάρξει σήμερα το αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο που θα μπορούσε να ήταν σημείο αναφοράς για ένα ευρύτερο αριστερό και αγωνιστικό δυναμικό. Όμως, οφείλουμε ως ΛΑΕ να δώσουμε τη μάχη για την ενωτική πολιτική παρουσία και παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη μέγιστη αποφασιστικότητα και συλλογικότητα, αλλά και με το βλέμμα στην πραγματική μας συμβολή στο να υπάρξουν διεργασίες ανασύνθεσης της Αριστεράς που απαιτεί η εποχή μας.
*Μέλος Πολιτικής Γραμματείας της ΛΑΕ