Τα δύσκολα για τη Νέα Δημοκρατία είναι μπροστά
Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε στις εκλογές της 21ης Μάη μία ευρεία εκλογική νίκη, αγγίζοντας το 41% και αφήνοντας 20 μονάδες πίσω το κόμμα του Τσίπρα. Η ευρεία εκλογική νίκη της ΝΔ κρίθηκε αφενός από το δικό της ποσοστό αλλά κυρίως λόγω της πολιτικής-εκλογικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Μετά από αυτά τα αποτελέσματα, το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας της ΝΔ στις εκλογές της 25ης Ιούνη δεν αμφισβητείται εύκολα. Σίγουρα η προοπτική άλλης μιας τετραετίας με αυτοδύναμη κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι δυσάρεστη εξέλιξη για τον κόσμο μας. Το πόσο ισχυρή θα είναι αυτή η αυτοδυναμία είναι κάτι που θα παιχτεί στις επόμενες εκλογές και μέχρι την τελευταία στιγμή.
Έμφαση στην οικονομία και δεξιά πολιτική μετατόπιση
Ο Μητσοτάκης κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές γιατί κατάφερε να συσπειρώσει ένα κοινωνικό μπλοκ με κέντρο τις δυνάμεις της άρχουσας τάξης αλλά και τα πιο εύπορα μεσοστρώματα της κοινωνίας. Την προηγούμενη τετραετία, η κυβέρνηση της ΝΔ λειτούργησε ως «πολεμική μηχανή του κεφαλαίου», το οποίο σημαίνει ότι είχε πολύ συγκεκριμένα και υλικά αποτελέσματα για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Οι διαρκείς επιδοτήσεις των εταιρειών και της «επιχειρηματικότητας», οι φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις για τα αφεντικά, η διευκόλυνση και επιτάχυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων, αποτελούν την υλική βάση για τη νίκη του Μητσοτάκη.
Πράγματι, η ελληνική οικονομία παρουσίασε μία σχετική ανάκαμψη και βελτίωση, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, σύμφωνα με άρθρο του μαρξιστή οικονομολόγου Michael Roberts. Μάλιστα ήταν μία από τις εντυπωσιακές ανακάμψεις σε επίπεδο ΕΕ με αύξηση του ΑΕΠ συνολικά κατά περίπου 13%. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την ανάκμψη έπαιξε και ο τουρισμός, που αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο του ΑΕΠ, και έχει αγγίξει τα επίπεδα προ πανδημίας. Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν πως η επιχειρηματική δραστηριότητα βρίσκεται σε έξαρση, με το συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων να έχει αυξηθεί κατά 38% από το 2014.
Βέβαια αυτή η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου βασίζεται στους χαμηλούς πραγματικούς μισθούς, στις χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών και στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Όταν ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι μείωσε τους φόρους λέει την αλήθεια. Αυτό που δε λέει είναι ότι οι φόροι μειώθηκαν μονομερώς για το κεφάλαιο.
Οι υπόλοιπες πολιτικές επιλογές της ΝΔ, που δεν είναι καθόλου αμελητέες, της σκληρής καταστολής, του ρατσισμού και του φράχτη του Έβρου, του σεξισμού, λειτουργούσαν προσθετικά στην εκλογική αριθμητική. Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης κέρδιζε επιπλέον ακροατήρια (και παραπάνω ψήφους) χτίζοντας το υψηλό ποσοστό που πήρε. Ακόμα και με τις μικροπαροχές στους λογαριασμούς του ρεύματος ή τα διάφορων ειδών pass, ελλείψει άλλης εναλλακτικής, μπόρεσε να κερδίσει εκλογικά και ένα τμήμα λαϊκών στρωμάτων με τον «αέρα του νικητή».
Η βοήθεια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποδείχθηκε πολύτιμη. Η επιλογή να παίξει στο γήπεδο του αντιπάλου, χωρίς συγκεκριμένη πρόταση (προοδευτικής) διακυβέρνησης, με πλήρη απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις έννοιες και τα σύμβολα της Αριστεράς, καλλιεργώντας χαμηλές (εώς ανύπαρκτες) προσδοκίες για τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, τον οδήγησε στην κατάρρευση.
Από αυτή τη σκοπιά, η συζήτηση που έχει ανοίξει περί συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, περί βαθιάς δεξιάς στροφής ή ακόμα περισσότερο για ορμπανοποίηση είναι αποπροσανατολιστική. Είναι σαφές από τον πολιτικό χάρτη όπως διαμορφώνεται από τις τελευταίες εκλογές, ότι υπάρχει μία μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά. Όμως ο πραγματικός κοινωνικός συσχετισμός είναι αυτός που εκφράστηκε με κορυφαίο τρόπο στις τεράστιες γενικές απεργίες του Μαρτίου μετά το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη αλλά και στους αγώνες των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων (εκπαιδευτικοί, νοσοκομεία, e-food, καλλιτέχνες, φοιτητικές αντιστάσεις, COSCO, Μαλαματίνα κλπ) που αφενός αποτέλεσαν την κοινωνική αντιπολίτευση στο Μητσοτάκη και αφετέρου κατάφεραν να πετύχουν και σημαντικές νίκες.
Κυβέρνηση επικίνδυνη και ταυτόχρονα ευάλωτη
Την ίδια στιγμή αυτό δε σημαίνει ότι η διαφαινόμενη αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ δε θα είναι επικίνδυνη. Είναι βέβαιο ότι ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τη νίκη του για να επιταχύνει τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις και να δημιουργήσει πολιτικά και κοινωνικά τετελεσμένα και αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Μία υιοθέτηση της οπτικής περί συντηρητικοποίησης ή βαθιάς δεξιάς στροφής της κοινωνίας από τμήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι λανθασμένη καθώς μπορεί οδηγήσει σε εσωστρέφεια και οικειοθελές χαμήλωμα των δυνατοτήτων παρέμβασης και οργάνωσης της αντίστασης και της κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Από την επόμενη των εκλογών έχει διαφανεί ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθεί η ΝΔ ενόψει των εκλογών της 25ης Ιούνη. Από τη μία, η πιο «επίσημη» γραμμή όπως εκφράζεται και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι μία εθνική γραμμή με έμφαση στη σταθερότητα, ότι θα σχηματιστεί κυβέρνηση «όλων των ελλήνων» με τις γνωστές υποσχέσεις για περισσότερη ανάπτυξη, για νέες θέσεις εργασίας, για ισχυροποίηση της Ελλάδας στο διεθνές πλαίσιο. Από την άλλη, ο Βορίδης το βράδυ των εκλογών έσπευσε να δηλώσει ότι ο λαός υποστήριξε την πολιτική της ΝΔ για την ισχυροποίηση των συνόρων με την επέκταση του φράκτη στον Έβρο, για την πανεπιστημιακή αστυνομία και την κατάργηση του ασύλου, για την αξιολόγηση στο δημόσιο, για την ενίσχυση της άμυνας της χώρας και τα εξοπλιστικά προγράμματα. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και ο Γεωργιάδης, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει ότι ο στόχος είναι οι 180 βουλευτές για να μπορέσει η επόμενη κυβέρνηση να προχωρήσει σε αναθεώρηση του συντάγματος. Είναι προφανές ότι το επόμενο διάστημα, αυτές οι δύο εκφορές της πολιτικής γραμμής θα συνυπάρχουν και θα αλληλοσυμπληρώνονται.
Οι υποσχέσεις Μητσοτάκη για οικονομική σταθερότητα και συνέχιση των ρυθμών ανάπτυξης, πόσο μάλλον για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, δεν έχουν καμία βάση. Αφενός, επιστρέφουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί στην ΕΕ μετά τη χαλάρωση της περιόδου της πανδημίας και επαναφέρεται η υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων που συνεπάγεται πολιτικές σκληρής λιτότητας και περαιτέρω περικοπές των δημόσιων δαπανών. Αφετέρου, η Κομισιόν έβαλε φρένο σε οποιαδήποτε συζήτηση για αύξηση μισθών τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια. Συνεπώς, όποιες προσδοκίες μπορεί να δημιούργησαν οι υποσχέσεις της ΝΔ για βασικό μισθό στα 950€ και μέσο μισθό στα 1500€, ακόμα και σε βάθος τετραετίας, θα καταλήξουν στο κενό. Στον «οικονομικό πονοκέφαλο» του ελληνικού καπιταλισμού προστίθεται και τα δυσθεώρητα μεγέθη τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χρέους.
Την ίδια στιγμή, η επόμενη κυβέρνηση θα είναι αναγκασμένη να κινηθεί σε ένα οικονομικό ναρκοπέδιο, το οποίο είναι γεμάτο κινδύνους και απρόβλεπτα. Όλα τα οικονομικά ρεπορτάζ συγκλίνουν στις εκτιμήσεις για ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης και πολλοί αναλυτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο μιας κρίσης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μεγαλύτερη από αυτή του 2008, ενώ δεν υπάρχουν πλέον τα «καύσιμα» που υπήρχαν πριν δεκαπέντε χρόνια για να αντιμετωπιστεί. Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται στα όρια με το ζήτημα του δημόσιου χρέους, η οικονομία της Γερμανίας (που έχει καταλυτικό ρόλο στην οικονομία της ΕΕ) το πρώτο τρίμηνο του 2023 μπήκε επίσημα σε ύφεση ενώ οι προβλέψεις της Κομισιόν συνολικά για την ΕΕ και την Ευρωζώνη προβλέπουν οικονομική στασιμότητα με μείωση των ρυθμών ανάπτυξης. Εάν σε αυτά συνυπολογίσουμε και την εκτίναξη των τιμών ενέργειας, τα προβλήματα εφοδιασμού (ενέργειας και τροφίμων) λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, τονο επίμονο πληθωρισμό ιδιαίτερα στα τρόφιμα και τα είδη λαϊκής κατανάλωσης, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι ένα πραγματικό ναρκοπέδιο.
Το ενδεχόμενο μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης με οδηγούς τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες δεν πρόκειται να αφήσει ανεπηρρέαστο τον ελληνικό καπιταλισμό, παρά τη σχετική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά άρθρα στον αστικό τύπο βλέπουν ως σημείο ορόσημο για την οικονομική-πολιτική διαχείριση τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024, ανάλογα με τις εξελίξεις στην ελληνική και τη διεθνή οικονομία. Πίσω από τους πανηγυρισμούς για τα εκλογικά ποσοστά της ΝΔ υπάρχουν σοβαροί πονοκέφαλοι για την πορεία και τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει ο ελληνικός καπιταλισμός και που πολύ πιθανά θα ανοίξει πολιτικά ζητήματα διαχείρισης και σταθερότητας από τα πάνω αλλά και ευκαιρίες αντίστασης και παρέμβασης από τα κάτω.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά