Με πρόσφατο άρθρο του στα «Νέα» ο Αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, καθηγητής Γιάννης Πανούσης ασκεί έντονη κριτική σε μια τάση του αριστερού πολιτικού φάσματος, η οποία, κατά την άποψή του, υποβαθμίζει την πολιτική δημόσιας τάξης, προκρίνει ένα κενό ασφάλειας και οδηγεί στο να είναι πάνω κάτω η χώρα ξέφραγο αμπέλι. Επίσης, κατά την άποψή του, αυτή η Αριστερά είναι ανοιχτή προς την έξαρση της βίας, την προσβολή του δικαιώματος ασφάλειας, την τρομοκρατία και την έξαρση της κοινωνικής ανασφάλειας. Δεν θα σταθώ καθόλου στο ζήτημα των ενδοκυβερνητικών διενέξεων και φραστικών αντικρούσεων, τις οποίες προκάλεσε αυτό το δημοσίευμα. Θα μπω κατευθείαν στην ουσία της συζήτησης.

Υπάρχει, πραγματικά, μια ενιαία αντίληψη για τις πολιτικές δημόσιας τάξης και εν γένει τις αντιεγκληματικές πολιτικές; Υπάρχει, πράγματι, ένας απολύτως κοινά αποδεκτός πυρήνας του τι πρέπει να κάνει το κράτος για να αισθάνονται οι πολίτες ασφαλείς; Και ποια πραγματικά είναι η σχέση ανάμεσα στις διαφορετικές τυχόν αντιλήψεις για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και στις διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές στρατηγικές για τη χώρα;

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι πράγματι μπορεί να υπάρχει ένας ελάχιστος πυρήνας κοινών αντιλήψεων. Από την πιο δεξιά ως την πιο ακραία αριστερή  αντίληψη (πιθανόν το φάσμα της αναρχίας να εξαιρείται σε κάποιο βαθμό), όλοι συμφωνούμε ότι δεν είναι επιθυμητό να σφάζονται άνθρωποι στη μέση του δρόμου, να τραυματίζονται άνθρωποι, να προσβάλλονται ακόμη και τα περιουσιακά δικαιώματα με έναν τρόπο βίας και αυτοδικίας. Φαντάζομαι ότι ακόμη και στο (μεταβατικό) σοσιαλιστικό κράτος, κάτι τέτοιο θα είναι τιμωρήσιμο και καταστάλσιμο. Ότι και εκεί θα υπάρχουν κατασταλτικοί μηχανισμοί, φιλικοί προς το λαό, που θα αποτρέπουν κάτι τέτοιο. Ότι και εκεί θα υπάρχουν δικαστήρια (πιθανόν λαϊκά) που θα απονέμουν ποινές και κυρώσεις για τέτοιες συμπεριφορές.

Το πιο ενδιαφέρον δεν βρίσκεται σε αυτά που ο Γ.Π. περιγράφει αλλά σε όσα παραλείπει να περιγράψει, αν και ως επιστήμων και κριτικός εγκληματολόγος, τα γνωρίζει πολύ καλά. Η θεματική της καταστολής στο σύγχρονο αλλά και στο παλιότερο αστικό κράτος δεν περιορίζεται στον παραπάνω «τεχνικό» πυρήνα της και μάλιστα ακόμη και αυτός ο «τεχνικός» πυρήνας μπορεί να ερμηνευθεί και να εφαρμοστεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Καταρχήν, η πολιτική διάσταση της καταστολής δεν είναι τεχνικό ζήτημα. Η καταστολή του αστικού κράτους δεν υπάρχει μόνο για να συλλαμβάνει serial killers και βιαστές ή να εξαρθρώνει τη μαφία και τους δολοφόνους. Θα έλεγα μάλλον ότι αυτή η παντού υπαρκτή και αποδεκτή διάσταση δεν είναι καν η πρωτεύουσα. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί διαφυλάσσουν κυρίαρχα το κρατικό μονοπώλιο νόμιμης βίας καθώς και τα περιουσιακά δικαιώματα της άρχουσας τάξης απέναντι στα κινήματα και τις δυνάμεις που επιζητούν την κοινωνική αλλαγή και ιδίως τις δυνάμεις που επιζητούν την αλλαγή των παραγωγικών ταξικών σχέσεων. Αυτό ισχύει σε όλο το πλάτος της πολιτικής καταστολής, από τις διαδηλώσεις και τις απεργίες, από τις καταλήψεις και τις ριζοσπαστικές εκφράσεις γνώμης μέχρι (οριακά) την παρέμβαση των μηχανισμών σε συνθήκες οξείας πολιτικής κρίσης ως «πραξικόπημα». Επίσης, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί διώκουν αυτονόητα και το πολιτικό έγκλημα είτε αυτό αφορά μια ειρηνική πολιτική συμπεριφορά είτε μια αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου βίας (από τη μορφή της αυτοάμυνας σε μια διαδήλωση μέχρι τη μορφή της πολιτικής τρομοκρατίας). Επίσης, καταστέλλουν τα πιο αδύναμα κομμάτια της εργατικής τάξης, τους άνεργους, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και διώκουν τους διαφορετικούς/ές». Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει μια ριζοσπαστική Αριστερά ως κυβερνητική δύναμη είναι να αποδυναμώσει την όψη αυτήν των κατασταλτικών μηχανισμών, προστατεύοντας έτσι τον εαυτό της αλλά και τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί ή που υπερασπίζεται. Οφείλει, δηλαδή, προωθώντας τη δημοκρατία έστω στο πλαίσιο του αστικού κράτους να ενισχύσει την άσκηση των λαϊκών ελευθεριών, να διαλύσει τα πραιτωριανά σώματα, να διώξει τις βίαιες φασιστικές πρακτικές και να αμβλύνει (όχι να διαλύσει, γιατί αυτό επιτάσσει μια πιο μακροχρόνια πολιτική στρατηγική) τη διάσταση της πολιτικής καταστολής. Υπάρχουν άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από την Αριστερά του αυτοσεβασμού -και όχι την Αριστερά του τίποτε- προς αυτήν την κατεύθυνση: κατάργηση των ΜΑΤ που δεν προστατεύουν παρά μόνο το αστικό καθεστώς και τίποτε παραπάνω, σχετικός εκδημοκρατισμός της αστυνομίας, κατάργηση των τρομονόμων και των αυταρχικών νομοθεσιών, εκδημοκρατισμός των αδικημάτων για τις διαδηλώσεις και κατάργηση του κουκουλονόμου, κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας και εξανθρωπισμός των φυλακών, περισσότερα και όχι λιγότερα δικαιώματα για τους κρατούμενους. Επίσης, οι δικαστές θα πρέπει να έχουν λιγότερα αυταρχικά νομοθετικά μέτρα στη διάθεσή τους προς υλοποίηση. Αυτά τα μέτρα που μας θυμίζουν οι αναρχικοί -με τις όχι πάντοτε ορθές πρακτικές τους- είναι δημοκρατικά  μέτρα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να ληφθούν άμεσα και σε βάρος οιασδήποτε άλλης σκοπιμότητας. Ο Γ.Π. γνωρίζει όλα τα παραπάνω ως καθηγητής και μάλιστα ως καθηγητής με κριτικό βλέμμα. Το ερώτημα -και ως προς αυτόν αλλά και προς την κυβέρνηση- είναι γιατί υπάρχει δισταγμός για τη συνολικότερη προώθησή τους. Μήπως έχουν δημοσιονομική επιβάρυνση;

Προλαβαίνω ένα αντεπιχείρημα: Μα, έτσι, το κράτος θα γίνει ανασφαλές και αφρούρητο απέναντι στην τρομοκρατία και τη βαριά κοινή παραβατικότητα. Τι μας λέει αυτό το επιχείρημα; Ότι η βασική γραμμή άμυνας απέναντι στην ανομία ή στην κοινωνική αμφισβήτηση είναι οι δομές πολιτικής καταστολής και οι δομές του κράτους έκτακτης ανάγκης. Ότι ακόμη και μέτρα που επαναφέρουν μια ριζοσπαστική αλλά αστική δημοκρατία αυξάνουν το ρίσκο ή το «δίλημμα της ασφάλειας». Ότι το κράτος χρειάζεται το δικό του σκοτεινό χώρο, προκειμένου να περιφρουρηθεί, αλλιώς θα συνθηκολογήσει. Αν θυμάμαι καλά, αυτό ήταν και το επιχείρημα των Χριστιανοδημοκρατών και του ιταλικού ΚΚ, όταν ώθησαν τον Μόρο στο θάνατο (πράγμα που δεν ελαφρύνει τη θέση όσων τον δολοφόνησαν). Προφανώς, εδώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι ανθρώπινες ζωές, υπερισχύει η Staatsraeson, το κύρος του κατασταλτικού κράτους. Κι επίσης, γιατί, άραγε, να εκθέτουμε τα σώματα των οργάνων των ΜΑΤ σε ρίσκο κινδύνου ζωής, όταν απλώς μπορούμε να τα καταργήσουμε και να τους καταστήσουμε πιο ασφαλείς; Προλαβαίνω ακόμη και το επιχείρημα ότι με την κατάργηση των ΜΑΤ δεν θα υπάρχει σώμα καταστολής ταραχών. Ως το 1975 υπήρχε, και ήταν η κοινή αστυνομία. Άρα, το πρόβλημα δεν είναι η καταστολή των ταραχών, αλλά η ύπαρξη συμβολικά και υλικά ενός αντικοινωνικού βαθιά ειδικού αστυνομικού σώματος. Staatsreason και πάλι.

Κλείνοντας για την πολιτική καταστολή: δεν έχουμε καμία αυταπάτη ότι η πολιτική καταστολή θα συνεχίσει να υπάρχει, όσο υπάρχει όχι μόνο καπιταλιστικό κράτος αλλά και κράτος γενικά. Η παροδική δημοκρατική  άμβλυνση της πολιτικής καταστολής χρειάζεται ένα αναγκαίο συμπλήρωμα: την ανάπτυξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, την κοινωνική αναδιανομή και την κοινωνική διασφάλιση του πολίτη, κάτι που είναι διαφορετικό από μια πολιτική κρατικής ασφάλειας ή όπως αλλιώς λέγεται «νόμου και τάξης». Επίσης, η διεκδίκηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, από όποιον και αν πραγματοποιείται ανεξαιρέτως, είναι μια θετική βασικά πραγματικότητα.  

Όμως, για να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση, η Αριστερά των αξιών οφείλει να έχει απάντηση και στα ζητήματα της κοινής παραβατικότητας και της εγκληματικής ανομίας. Μπορεί να λέμε αθώα ότι δεν υπάρχει «δικαίωμα στην ασφάλεια» και στην κρατική καταστολή και μάλιστα σε αντιπαράθεση με τις πολιτικές ασφάλειας και μηδενικής ανοχής, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι φτωχοί ιδιαίτερα και όσοι ζουν σε περιοχές που αποτελούν δεξαμενές εξαθλίωσης, αισθάνονται απειλούμενοι από μια αύξουσα εγκληματικότητα, η οποία συνοδεύει φυσιολογικά την εξαθλίωση. Η αποτελεσματική προστασία τους και όχι κάποιο «δικαίωμα στην καταστολή» συνιστά σχεδόν φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμα. Όμως, η αποτελεσματική αστυνομία που θα ανταποκριθεί σε αυτό το αίτημα θα είναι μια δημοκρατικότερη, δικαιοκρατικότερη  και πολιτικά ελεγχόμενη αστυνομία, χωρίς φασιστικούς θυλάκους και χωρίς ειδικές δικονομικές υπερεξουσίες. Επίσης, θα είναι προσεκτικότερη στο να μην εισάγει μόνο τους άπορους και φτωχούς στο δικαστικό αντεγκληματικό κύκλωμα. Αυτό προϋποθέτει νομοθετικές μεταβολές αλλά και αναπροσανατολισμούς δράσης εντός της δημόσιας τάξης. Προϋποθέτει μια αντιρατσιστική και δημοκρατική επαναδιαπαιδαγώγηση  της αστυνομίας αλλά και την επίγνωση ότι η μη δημοκρατική  δράση ή παράλειψη της αστυνομίας δεν θα επιρρωνύεται από τις δικαστικές κρίσεις. Προϋποθέτει ακόμη δικαιοκρατικές πολιτικές για τη μετανάστευση αλλά και μέτρα που καθιστούν εφικτή την επιβίωση των φτωχών και των ανέργων. Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μεσοπρόθεσμα η καλύτερη αντεγκληματική πολιτική.

Η μη εμφιλοχώρηση αυτών των σκέψεων στη δημοσίευση του Γ.Π., ενός καθηγητή που σε άλλες συγκυρίες επέδειξε σημαντική κοινωνική ευαισθησία,  προκαλεί έκπληξη. Και ιδίως προκαλεί έκπληξη -πέρα από την άδικη επίθεση στην Αριστερά- μια υπόρρητη προσχώρηση στην αντίληψη ότι το έγκλημα και η παραβατικότητα είναι εκφράσεις ενός ανιστορικού και αταξικού «Ηθικού Κακού», ενός Evil, πράγμα που οδηγεί αναγκαστικά στην πολιτική σάρωσης της ανομίας και στην προβληματική των «σπασμένων τζαμιών». Όμως, αυτό δεν αφορά, αν όντως επιχειρείται, την Αριστερά του Τίποτε. Αφορά τον Νεοσυντηρητισμό των Άλλων.