Επιχείρηση ακύρωσης της συνδικαλιστικής δράσης
Η κυβέρνηση των εργοδοτών αποθρασύνεται και θωρακίζει το νομικό της οπλοστάσιο, ώστε η παραμικρή αντίσταση στην οικονομική-εργασιακή και πολιτική ζωή να θεωρείται και «επισήμως» παράνομη.
Δεν αρκεί στη συγκυβέρνηση η δυνατότητα που τις προσφέρουν οι ανώτατες δικαστικές αρχές να βγάζει «παράνομες» ή/και «καταχρηστικές» όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, η ΑΔΕΔΥ, είναι αυτή τη στιγμή σε «παράνομες» κινητοποιήσεις ενάντια στην «αξιολόγηση», αφού… δεν συνεμορφώθη αντίστοιχα με τη ΓΣΕΕ. Πολιτικά επιστρατευμένοι βρέθηκαν όλοι οι μεγάλοι κλάδοι εργαζομένων, από τους ναυτεργάτες μέχρι τους καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ακόμα και η στάση εργασίας που είχε εξαγγείλει το σωματείο των ΜΕΤΡΟ και ΗΣΑΠ, για τις 10 Οκτώβρη, κρίθηκε «παράνομη και καταχρηστική».
Οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι και βιομήχανοι γνωρίζουν ότι η ταξική αναμέτρηση, που έχει ενταθεί τα τελευταία 4 χρόνια, δεν έχει κριθεί οριστικά, παρά τις σημαντικές νίκες των αγωνιζόμενων. Κι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει δαμαστεί και η πιθανότητα κυβέρνησης της Αριστεράς τροφοδοτεί ακόμα με βάσιμες ελπίδες χιλιάδες εργαζόμενους και συνδικαλιστές νέας γενιάς (και όχι αυτούς που είχαν συνηθίσει να «νταραβερίζονται» με εργοδότες και υπουργούς), η κυβέρνηση του κεφαλαίου ετοιμάζει την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982.
Έτσι θα προβλέπεται ότι οι συνδικαλιστές μπορούν να απολύονται ή να μετατίθενται, αν κριθεί από τον εργοδότη ότι δημιουργούν προβλήματα στην επιχείρηση. Ακόμα και η απλή ενημέρωση των εργαζομένων από τους συνδικαλιστές τους μπορεί να θεωρηθεί… δυσλειτουργική!
Είναι γνωστά τα υπόλοιπα σημεία του τερατουργήματος ενάντια στο συνδικαλισμό, που θέλουν να εισάγουν: δικαίωμα των εργοδοτών σε λοκ-άουτ (ανταπεργία), αύξηση του διαστήματος που πρέπει να προηγηθεί για την κήρυξη απεργίας (από 24 ώρες που ισχύει σήμερα, σε 48 ώρες), διάταξη που θα ορίζει το 50% + 1 των μελών ενός σωματείου ως απαραίτητο για τη λήψη απόφασης προκήρυξης απεργιακής κινητοποίησης, μείωση των συνδικαλιστικών αδειών σε 7 μέρες ανά μήνα. Για να δοθούν περισσότερες, θα υπάρχει ειδική επιτροπή με συμμετοχή των εργοδοτών. Τα χρήματα των σωματείων θα εξετάζονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ενώ ακόμα και η δυνατότητα για επίσχεση εργασίας φαίνεται ότι αφαιρείται.
Ο Ν. 1264/1982 δεν ήταν τέλειος, αλλά ήταν αποτύπωμα της ταξικής πάλης των χρόνων της μεταπολίτευσης, που αναγκάστηκε η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου να νομοθετήσει. Στην Πορτογαλία, μετά την επανάσταση των γαρυφάλλων (1974), οι αντίστοιχες αλλαγές εγγράφηκαν στο Σύνταγμα της χώρας.
Η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου υπηρετεί τα σχέδια της αστικής τάξης και των εκφραστών της, ώστε να εξαφανίσουν την αντίσταση και τους διεκδικητικούς αγώνες στους χώρους δουλειάς.
Ακόμα κι αν μεμονωμένοι επιχειρηματίες σφάζονται μεταξύ τους (π.χ. Αλαφούζος-Μαρινάκης), για τη συντριβή της εργατικής τάξης και των όποιων κατακτήσεων υπάρχουν συμφωνούν απολύτως. Αυτό εννοούν με τον όρο «απελευθέρωση των αγορών» και όχι την απελευθέρωσή τους από τα κρατικά κονδύλια που νέμονται χρόνια τώρα.
Οι αναφορές των ΜΜΕ σε συνδικαλιστές που χρηματίζονταν, που δεν ήταν ποτέ στη δουλειά τους, αφορούν υπαρκτές καταστάσεις ΠΑΣΟΚων και ΝΔημοκρατών συνδικαλιστών, συμβιβασμένων ανθρώπων της εξουσίας που δεν βοήθησαν, αλλά υπονόμευσαν συστηματικά τη θέση του εργατικού κινήματος.
Η έκφραση «συνδικαλιστικά προνόμια» είναι ούτως ή άλλως λάθος, διότι πρόκειται για κατακτήσεις και δικαιώματα. Οι συνδικαλιστές χρειάζονται διευκολύνσεις για να προσφέρουν στους εργαζόμενους, που εκπροσωπούν, τις υπηρεσίες του οργανωμένου και συλλογικού συνδικαλισμού.
Τα πειθαρχικά και οι διαθεσιμότητες στο δημόσιο, οι απολύσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, οι εισαγγελείς, οι επιτάξεις, τα ΜΑΤ, είναι σταθερά στην υπηρεσία των αφεντικών και της κυβέρνησής τους. Τώρα έρχεται και ο συνδικαλιστικός νόμος. Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να «τους ταράξουμε στη νομιμότητα», γιατί την έχουν φτιάξει στα μέτρα τους.
Εμείς έχουμε τη συλλογικότητα των σωματείων μας, πολλούς περισσότερους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία να υπερασπιστούμε και να παλέψουμε μαζί. Κι αυτό χρειάζεται επειγόντως οργάνωση από το σύνολο της Αριστεράς.
Μια νέα γενιά συνδικαλιστών βάσης, σε άμεση και συνεχή επαφή με τους συναδέλφους τους και με μόνο στόχο τη βελτίωση –μέσω των συλλογικών αγώνων– της θέσης του συνόλου της εργατικής τάξης, είναι απαραίτητη στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ιδιαίτερα αν αυτή βρεθεί στη θέση της κυβέρνησης, οπότε θα έχει ανάγκη όχι από κυβερνητικούς συνδικαλιστές, αλλά από συνδικαλιστές που θα θυμίζουν στο κόμμα τους τις δεσμεύσεις του και τα αιτήματα του κόσμου της δουλειάς.