Η εξωτερική πολιτική του Μητσοτάκη

Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιλέξει να οξύνει ταυτόχρονα και πιεστικά τις σχέσεις με όλους τους γείτονες στην περιοχή. Απέναντι στην Τουρκία, την Αλβανία, τη Β. Μακεδονία, σηκώνονται αιφνιδιαστικά «νέα θέματα» (πχ πάρκα στο Αιγαίο), επιλέγονται νέες συμβολικές «κινήσεις» (πχ ο Φ. Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ!), ή ξεθάβονται παλιές «ρητορικές» που θέτουν σε αμφιβολία την αντοχή του παρόντος πλαισίου σχέσεων (πχ, ξαφνικά θέμα ισχύος της Συμφωνίας των Πρεσπών).

Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμμετέχει με ενθουσιασμό στην ευρωατλαντική δύναμη «αστυνόμευσης» του θαλάσσιου διαδρόμου που συνδέει τον Ινδικό με τη Μεσόγειο. Το νατοϊκό «τόξο ανάσχεσης» (Πολωνία-Ελλάδα-Ισραήλ) επεκτείνεται προς την Ανατολή και φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα νέο απώτερο «στήριγμα», την Ινδία του ακροδεξιού εθνικιστή Μόντι.

Στον Ινδικό έχει ενεργοποιηθεί η 4μερής «στρατηγική συμμαχία» Quad (ΗΠΑ, Αυστραλία, Ιαπωνία, Ινδία), ενώ ο Μόντι υπογραμμίζει μόνιμα τις ινδικές φιλοδοξίες να αποκτηθεί «διάδρομος» προς την ΕΕ, μέσω της κατοχύρωσης «παρουσίας» της Ινδίας στην Ανατολική Μεσόγειο και με σκαλοπάτι τις «στρατηγικές σχέσεις» με το ελληνικό κράτος, τις σχέσεις που επισημοποίησαν οι πρόσφατες διεργασίες σε κορυφαίο ηγετικό επίπεδο (Μόντι στην Αθήνα, Μητσοτάκης στο Δελχί).

Αυτή η βαθιά και οργανική ένταξη του ελληνικού κράτους στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, που είναι ποιοτικά πιο προωθημένη σε σύγκριση με όποιον ανταγωνιστή στην περιοχή, είναι το βασικό χαρτί ισχύος του Μητσοτάκη. Όμως όχι το μόνο. Μετά από μια μακρά περίοδο κολοσσιαίων πολεμικών δαπανών, ο ελληνικός μιλιταρισμός αισθάνεται πλέον αυτοπεποίθηση στις συγκρίσεις. Οι αγορές των Ραφάλ και των Μπελχάρα, ο εκσυγχρονισμός των F16 σε επίπεδο Viper, η ανάπτυξη ποικίλων σύγχρονων πυραυλικών συστημάτων στον Έβρο και στα νησιά, τα πολεμικά Σύμφωνα με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, έχουν δώσει στο ελληνικό κράτος το λεγόμενο «πολεμικό πλεονέκτημα» στην περιοχή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις σύσσωμου του δυτικού Τύπου. Και η εξοπλιστική «προσπάθεια» συνεχίζεται με καλπασμό, παρά τις βαριές οικονομικο-κοινωνικές συνέπειες: ο «σιδερένιος θόλος» που εξήγγειλε ο Δένδιας, οι συμφωνίες με το Ισραήλ στα πεδία του ηλεκτρονικού πολέμου και της κατασκοπίας και, πάνω απ’ όλα, η ελληνική συμμετοχή στο «πρόγραμμα F35» είναι τα κορυφαία (αλλά όχι τα μόνα…) παραδείγματα.

Οι «πλάτες» του Μητσοτάκη είναι οι εξοπλισμοί και κυρίως οι πιο προωθημένες σχέσεις με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Σε αυτή τη βάση ξεδιπλώνεται το «νταηλίκι» των τελευταίων μηνών. Η όξυνση των σχέσεων αφορά, σε κάποια θέματα, υπαρκτές κρατικές διαφορές, ζητήματα ανταγωνισμού μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων στην περιοχή. Σε άλλα θέματα, η όξυνση είναι τεχνητή, πολιτικάντικα δημαγωγική και αφορά την προεκλογική στρατηγική της ΝΔ και την προσπάθεια του Μητσοτάκη να περιορίσει τις απώλειές του προς την ακροδεξιά στην κάλπη των ευρωεκλογών. Όμως δεν χωρά εφησυχασμός απέναντι και σε αυτήν τη δεύτερη κατηγορία θεμάτων: η ιστορία των Βαλκανίων είναι γεμάτη παραδείγματα για το πόσο ακριβά πληρώθηκαν ενίοτε οι πολιτικάντικες δημαγωγίες πάνω στους εθνικούς/κρατικούς ανταγωνισμούς.

Ας δούμε, λοιπόν, σημείο προς σημείο την πορεία των οξύνσεων.

Ελληνική λίμνη;

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν και παραμένουν το πιο καυτό θέμα. Ο Δένδιας το θύμισε παραστατικά: ο συσχετισμός δύναμης στην περιοχή δεν θα καταγραφεί από την αντιπαράθεση με «μικρότερες» χώρες, αλλά από την αναμέτρηση με τη χώρα που διαθέτει πληθυσμό και ετήσια παραγόμενο ΑΕΠ σε μεγέθη κατά πολύ μεγαλύτερα από τα «δικά μας».

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη «Διακήρυξη των Αθηνών» είχαν μπει σε πιο ήρεμα νερά. Η δίδυμη πρακτική των παραβιάσεων/αναχαιτίσεων πέρασε σε δεύτερο πλάνο και η έμφαση μεταφέρθηκε στα λεγόμενα «δευτερεύοντα» θέματα των οικονομικών, τεχνολογικών και τουριστικών ανταλλαγών, που πάντα έχουν ενδιαφέρον για τους καπιταλιστές. Όμως έχει σημασία να δούμε σε ποια βάση έγινε αυτή η «στροφή»: το ελληνικό κράτος δεν έκανε πόντο πίσω στην αξίωσή του να κατοχυρώσει εναέριο χώρο κυριαρχίας στα 12 ν. μίλια, να κατοχυρώσει την ελληνική κυριαρχία στο χώρο των διεθνών υδάτων του Αιγαίου και να αναγνωρίζει ως «μία και μόνη» ελληνοτουρκική διαφορά το εύρος των θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ). Η στροφή προς την «ηρεμία στο Αιγαίο» επιβλήθηκε στον Ερντογάν από τους Αμερικανούς και ήταν απότοκο των αποτυχιών της πολυετούς «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» της Τουρκίας, που έφεραν μεγάλες δοκιμασίες στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό ο κόσμος του «βαθέως κράτους» στην Ελλάδα (ο κόσμος του κεφαλαίου, του στρατού, της διπλωματίας κ.ο.κ.) εκτίμησε τη Διακήρυξη των Αθηνών ως «ελληνική νίκη», την υποστήριξε και την επικρότησε. Οι αντιρρήσεις που εκφράστηκαν (από τη μεριά της ακροδεξιάς και κάποιες φωνές από τα, τάχα, «αριστερά») ήταν δευτερεύουσες και εν πολλοίς δημαγωγικές. Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης είχε τη δυνατότητα να τις προσπερνά εύκολα, κάνοντας λόγο για «πατριώτες του καναπέ».

Στις παραμονές της επίσκεψης του Μητσοτάκη στην Τουρκία, αυτή η «στροφή» υποτίθεται ότι δοκιμάστηκε με την απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί τη Μονή της Χώρας. Ακούστηκαν φωνές που καλούσαν ακόμα και σε ακύρωση της επίσκεψης. Εδώ τα όρια της δημαγωγίας ξεπεράστηκαν: η Μονή της Χώρας μετατράπηκε σε τζαμί… το 1511, επί του Σουλτάνου Βαγιαζίτ του Β΄! Το 1945, το τζαμί μετατράπηκε σε μουσείο από την κυβέρνηση Ινονού, που προωθούσε την κεμαλική πολιτική της στροφής στο «κοσμικό κράτος» και αδυνάτιζε την ισχύ του κλήρου (η διαχείριση του μουσείου ανατέθηκε σε αμερικανική αρχαιολογική εταιρία…). Το 2020 ο Ερντογάν επανέφερε σε καθεστώς τζαμιού πολλά μουσεία και άλλα ιδρύματα που είχαν προϋπάρξει ως θρησκευτικά «κέντρα»: ήταν μια συντηρητική απόφαση, συνδεδεμένη με τις εσωτερικές συγκρούσεις στην Τουρκία, τη στροφή από τις κεμαλικές παραδόσεις στην ενίσχυση της θρησκευτικής «ταυτότητας» και όχι η οργάνωση μιας ανθελληνικής «πρόκλησης». Άλλωστε, στον ελλαδικό χώρο δεν έχει απομείνει, εξ όσων γνωρίζουμε, ούτε ίχνος από την θρησκευτική-πολιτιστική παρουσία των ισλαμικών πληθυσμών εδώ επί αιώνες.

Αυτές τις πραγματικότητες γνωρίζει καλά ο κόσμος της κυρίαρχης τάξης και γι’ αυτό οι «αντιρρήσεις» παρακάμφθηκαν γρήγορα και η επίσκεψη Μητσοτάκη πραγματοποιήθηκε. Αν κρίνουμε από τους πανηγυρισμούς διάφορων καλόπαιδων των μεγάλων Ομίλων, που βλέπουν την τουρκική αγορά και τους τρέχουν τα σάλια, η έμφαση δόθηκε στις «δουλειές» και στα αμοιβαία συμφέροντα.

Όμως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες ότι μέσα στον καπιταλισμό η «οικονομία» μπορεί να αποτελέσει σταθερή βάση για την ειρήνη. Με πρόσχημα των υπεράσπιση των «αλιευτικών αποθεμάτων» (!) και σημαία την «περιβαλλοντική ευαισθησία» (!!) η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοίνωσε τη «δέσμευση» ενός τεράστιου τμήματος των διεθνών υδάτων στο Αιγαίο και τη μετατροπή τους σε «περιβαλλοντικό πάρκο», ασφαλώς υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, κάνοντας έτσι ένα ποιοτικό βήμα επέκτασης της κρατικής κυριαρχίας στη θάλασσα. Το «πάρκο» αρχίζει από το Μυρτώο Πέλαγος (Βελοπούλα, Φαλκονέρα), περιλαμβάνει όλο το κεντρικό Αιγαίο (Μήλος, Χριστιανά, Άνδρος) και φτάνει στα Δωδεκάνησα (Σύρνα, Νίσυρος). Στα πλαίσια της «περιβαλλοντικής ευαισθησίας» το σχέδιο προβλέπει την εγκατάσταση σε επιλεγμένες ακατοίκητες βραχονησίδες ανεμογεννητριών, δηλαδή την οικοδόμηση «ίχνους» οικονομικής δραστηριότητας, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση καθεστώτος κρατικής κυριαρχίας πάνω σε, μέχρι σήμερα, ακατοίκητους βράχους. Πρόκειται για ένα ακόμα κουτοπόνηρο σχέδιο (μετά από εκείνο των… εποικισμών στις βραχονησίδες, από το ΠΑΣΟΚ επί Αρσένη στο υπ. Εθνικής Άμυνας) που επιχειρεί μια ντε φάκτο επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας και τη μετατροπή του Αιγαίου σε κλειστή «ελληνική λίμνη»

Αυτή η κυβερνητική πρωτοβουλία έχει ευρύτερη υποστήριξη. Ο Χρ. Ροζάκης, που συνήθως είναι στόχος των υπερ-εθνικιστών, έγραψε πρόσφατα (στο «Βήμα», 12/5): «…οτιδήποτε βρίσκεται πέραν των 3 ν.μ. από τις ακτές της Τουρκίας είναι, κατά τεκμήριο αμάχητο, ελληνικό, είτε πρόκειται για βραχονησίδα, είτε πρόκειται για νησί. Το ίδιο ισχύει και για τις θαλάσσιες ζώνες των νησιών αυτών…». Φανταζόμαστε ότι ο αξιότιμος καθηγητής και πρώην υφυπουργός, δεν θα θεωρεί ότι κάθε τι που βρίσκεται πέραν των 6 ν.μ. ανατολικά από τις ελληνικές ακτές είναι, κατά τεκμήριο αμάχητο, τουρκικό…

Απέναντι σε αυτό το σχέδιο, το τουρκικό υπ. Εξωτερικών παρέπεμψε στο casus belli. Δήλωσε ότι η Τουρκία δεν προτίθεται και δεν πρόκειται να δεχθεί τη μετατροπή του καθεστώτος «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» που εγκατέστησε στο Αιγαίο η Συνθήκη της Λοζάνης, σε καθεστώς ελεγχόμενο αποκλειστικά από το ελληνικό κράτος.

Σε αυτό το θέμα, οι μαθητευόμενοι μάγοι της εξωτερικής πολιτικής θα διαπιστώσουν ότι η Τουρκία δεν είναι μόνη. Η Ρωσία, οι χώρες της Μαύρης Θάλασσας, η Ιταλία, αλλά και… οι ΗΠΑ και η Γαλλία, έχουν δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι δεν υποστηρίζουν μια τόσο ριζική αλλαγή του ναυτικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Το ταξίδι του Ερντογάν στις ΗΠΑ ακυρώθηκε, και αυτό ήταν μια ακόμα σαφής ένδειξη της επιδείνωσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων. Όμως η Τουρκία παραμένει μια μεγάλη χώρα και ο δυτικός ιμπεριαλισμός δεν έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια να την επανεντάξει ομαλά στο νατοϊκό μαντρί.

Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός παραμένει ως πιο επικίνδυνη εστία πυρκαγιάς στην περιοχή.

Δυτικά Βαλκάνια

Στις σχέσεις με την Αλβανία το ουσιαστικό «αγκάθι» ήταν και είναι ο καθορισμός των ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών, καθορισμός που έχει μια στρατηγική σημασία για τον έλεγχο της «εξόδου» της Αδριατικής στο Ιόνιο, αλλά και μια πιθανή οικονομική σημασία για όσους πιστεύουν ακόμα στην προοπτική εξορύξεων υδρογονανθράκων από τη θάλασσα. Για να πετύχει τα μέγιστα σε αυτό το θέμα, το ελληνικό κράτος χειρίστηκε παραδοσιακά εργαλεία: τη διπλωματική πίεση πάνω στην Αλβανία μέσω της διατήρησης της «εμπόλεμου κατάστασης» της εποχής του 1940 και την πολιτική πίεση μέσω της αξιοποίησης της μειονότητας. Και τα δύο αυτά εργαλεία έχουν υποβαθμιστεί. Η σχετική ανάπτυξη της Αλβανίας και η οικοδόμηση αυτόνομων σχέσεων με τους δυτικούς χωρίς την ανάγκη, πλέον, μεσολάβησης της Αθήνας, έχουν μειώσει δραστικά τη σημασία της άρσης του «εμπόλεμου». Η μειονότητα έχει δείξει μια σημαντική (και φυσιολογική!) τάση να προτιμά την πολιτική και οικονομική ενσωμάτωσή της στην (όποια) ανάπτυξη στην Αλβανία, από το να ακολουθήσει τους επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς που, κατά καιρούς, πρότειναν οι «εθνικές» οργανώσεις (που περισσότερο κάνουν φασαρία εδώ, παρά έχουν επιρροή εκεί…).

Η επίσκεψη του Ράμα στην Αθήνα προβλήθηκε σαν «πρόκληση» σε αυτήν την αδρανή ισορροπία. Οι Κασσάνδρες δεν επιβεβαιώθηκαν: ο Ράμα, έχοντας επίγνωση των συσχετισμών, υπήρξε προσεκτικός και η επίσκεψη ολοκληρώθηκε ομαλά.

Όμως η απόφαση του Μητσοτάκη να περιλάβει στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ τον Φρ. Μπελέρη συνιστά μια επικίνδυνη κλιμάκωση. Με τρόμο σκεφτόμαστε το τι θα είχε συμβεί στη μειονότητα στη Θράκη, αν κάποιος μειονοτικός με επιβεβαιωμένη «αλυτρωτική» ένοπλη δράση θα κατέβαινε σαν υποψήφιος δήμαρχος πχ της Κομοτηνής. Και όμως, ο Μπελέρης που χαρακτηρίστηκε από τις ελληνικές Αρχές ως «ιδιαίτερα επικίνδυνος» στη δεκαετία του ’90, μπορεί αύριο να είναι ευρωβουλευτής του κυβερνητικού κόμματος στην Ελλάδα!

Οι συνέπειες πάνω στη μειονότητα στην Αλβανία είναι λιγότερο πιθανές, από τις επικίνδυνες πολιτικές συνέπειες εδώ: Ο Μητσοτάκης για να περιορίσει εκλογικά τον Βελόπουλο «στρώνει» ατζέντα για την εθνικιστική ακροδεξιά. Παίζει με τη φωτιά του να δημιουργήσει, από το μηδέν, ζήτημα «απελευθέρωσης της Β. Ηπείρου». Τα πράγματα γίναν χειρότερα μετά την παρέμβαση του Κασελάκη και την περιοδεία του στα μειονοτικά χωριά, που εξ αντικειμένου «κατηγορούσε» τον Μητσοτάκη… από τα δεξιά. Εκεί στην Κουμουνδούρου δεν έχει απομείνει κανείς που να μπορεί να εξηγήσει στον Stefanos ότι ο «πατριωτισμός» του δεν μπορεί να ξεπερνά τις διαχωριστικές γραμμές με την εμφυλιοπολεμική Δεξιά και με την χούντα;

Στις σχέσεις με τη Β. Μακεδονία, η εξέλιξη είναι λιγότερο θεαματική, αλλά περισσότερο επικίνδυνη.

Η Συμφωνία των Πρεσπών, σε αντίθεση με τις κορώνες του Τσίπρα, δεν είχε ως στόχο την εμπέδωση μιας «πολιτικής ειρήνης» στα Βαλκάνια, αλλά την εγκατάσταση του ΝΑΤΟ, όπως και τα σημαντικά ανταλλάγματα προς το ελληνικό κράτος που εξασφάλισε διείσδυση και επιρροή.

Και οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν πλέον «εγκατασταθεί» στη γειτονική χώρα. Όμως αυτό δεν αρκεί για να καλύψει το κενό της άρνησης του «μακεδονισμού» ως βασικού ενοποιητικού στοιχείου της ταυτότητας του πληθυσμού της. Η εκλογική νίκη του VMRO είναι απόδειξη αυτού του κενού. Χωρίς την αναγνώριση της γλώσσας, της ιστορίας (από την «εθνική» εξέγερση του Ίλιντεν μέχρι τον ελληνικό εμφύλιο), της διαφορετικότητάς τους απέναντι και στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία και στην Αλβανία, οι άνθρωποι αυτοί αφήνονται έρμαιο στις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Η δυσφορία ήρθε στην επιφάνεια με δευτερεύοντα γεγονότα: τις δηλώσεις αξιωματούχων που παρέλειψαν το «Βόρεια» από το όνομα της χώρας. Εδώ, πόσοι υπουργοί, στρατηγοί, επίσκοποι κ.ο.κ. αποκαλούν τη Β. Μακεδονία με το όνομα «Σκόπια»; Η κυβερνητική αντίδραση στην Αθήνα ήταν υστερική, λογοδοτώντας ξανά στο εκλογικό ακροατήριο της Δεξιάς και της ακροδεξιάς. Η άρνηση να κυρωθούν τα εκκρεμούντα «μνημόνια» της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν είναι μια προοδευτική «υπέρβαση» αυτής της Συμφωνίας που υπαγόρευσε το ΝΑΤΟ και ο Τζέφρι Πάιατ, αλλά μια από τα (ακρο)δεξιά «υπενθύμιση» στους γείτονες ότι ακόμα και η ενότητα του κρατικού σχηματισμού τους εξαρτάται από τις θελήσεις της Αθήνας. Μόνο που μια διαλυτική κρίση στη Β. Μακεδονία δεν θα φέρει το ελληνικό κράτος αντιμέτωπο (μόνο) με τον πληθυσμό της, αλλά και με τη Βουλγαρία και την Αλβανία που είναι γνωστό ότι διεκδικούν μέρος της ίδιας «λείας». Και αυτό θα ήταν μια χαοτική αρνητική εξέλιξη για όλη την περιοχή.

Η πάλη ενάντια στην αντιδραστική κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να πάει χέρι-χέρι με την πάλη ενάντια στον ευρωατλαντισμό και την επιρροή του, με την πάλη για την ειρήνη, τη φιλία, την αλληλεγγύη με όλους τους γειτονικούς λαούς.

Ετικέτες