Αναδημοσιεύουμε το κύριο άρθρο του socialistworker.org, της οργάνωσης International Socialist Organization, γραμμένο μετά την ανακοίνωση της αθώωσης του Ντάρεν Γουίλσον.
Να κηρύσσεις ειρήνη και να ασκείς βία- αυτή είναι η ουσία του αμερικανικού πολιτικού και δικαστικού κατεστημένου. Ο εισαγγελέας της περιφέρειας Σεντ Λιούις, Ρόμπερτ ΜακΚάλοκ, πήρε θέση μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες τη Δευτέρα βράδυ και εξήγησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πώς ο αστυνομικός Ντάρεν Ουίλσον διέπραξε νόμιμο φόνο -και μετά κάλεσε τους ανθρώπους του Φέργκιουσον να αντιδράσουν ειρηνικά.
Ο ΜακΚάλοκ είχε το θράσος να μιλήσει για δημιουργικό διάλογο μεταξύ αστυνομίας και κοινοτήτων μαύρων κατοίκων, την ώρα που οι διαδηλωτές στους δρόμους του Φέργκιουσον αντιμετωπίζονταν από την αστυνομία με εξοπλισμό καταστολής πλήθους και τανκς γεμάτα με στρατιώτες από την Εθνική Φρουρά του Μιζούρι.
Ο Μπάρακ Ομπάμα κάλεσε τους εξοργισμένους με τη δικαστική απόφαση να ακούσουν την έκκληση των γονιών του Μάικ Μπράουν να παραμείνουν φιλειρηνικοί -μόλις λίγα λεπτά αφού η μητέρα του Μπράουν, η Λέσλι ΜακΣπάντεν, ούρλιαζε από θυμό και πόνο μόλις άκουγε την ανακοίνωση του εισαγγελέα ότι ο δολοφόνος του γιου της δε θα κατηγορούνταν καθόλου για κανένα έγκλημα.
Ο πρόεδρος που έχει διατάξει το βομβαρδισμό σε εφτά χώρες και η κυβέρνηση του οποίου έχει ενισχύσει τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας σε περιφέρειες όπως το Φέργκιουσον σε όλη τη χώρα, εξήγησε ότι «ποτέ δεν υπάρχει δικαιολογία για τη βία». Οι άνθρωποι σε θέσεις πολιτικής εξουσίας στις ΗΠΑ μιλάνε ασταμάτητα για τη σημασία της ειρήνης και το κράτος δικαίου. Αλλά οι πράξεις τους, εδώ αλλά και σε όλη τη γη, μιλάνε πιο δυνατά από τα λόγια τους -και το μήνυμα είναι ότι δεν ισχύει ο νόμος για αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή του νόμου. Η ανακοίνωση ότι δε θα υπήρχε παραπομπή σε δίκη του Ντάρεν Ουίλσον ήταν το αποκορύφωμα μιας τρίμηνης επιχείρησης εξαπάτησης που δε στόχευε στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά στο να εκτονώσει τις διαμαρτυρίες. Όπως το έθετε κι ένα πολυδιαβασμένο μήνυμα στο Τουίτερ «δεν παίρνει 100 μέρες να αποφασίσεις αν ο φόνος είναι έγκλημα, 100 μέρες παίρνει να βρεις τον τρόπο να πείσεις τους ανθρώπους ότι δεν είναι».
Ο Ρόμπερτ ΜακΚάλοκ και το εγκληματικό δικαστικό σύστημα στο Μιζούρι δεν είχαν εξαρχής καμία πρόθεση να παραπέμψουν σε δίκη το Ντ. Ουίλσον. Η σκοπιμότητα της χρονοβόρας δικαστικής διαβούλευσης ήταν η ελπίδα ότι οι υποστηρικτές του Μ .Μπράουν θα χάσουν την αγωνιστικότητά τους.
Το σχέδιο αυτό δε δούλεψε.
Οι άνθρωποι συνέχισαν να οργανώνονται όλο το φθινόπωρο, συσπειρώνοντας ακτιβιστές απ όλη τη χώρα για την οργάνωση του «Οκτώβρη του Φέργκιουσον», ενός μήνα γεμάτου με δράσεις και δραστηριότητες.
Όταν ανακοινώθηκε η δικαστική απόφαση, υπήρχαν χιλιάδες που ήταν προετοιμασμένοι να καταλάβουν τους δρόμους σε απάντηση της απόφασης που περίμεναν και φοβόντουσαν-αν και πάλι την ένιωσαν σαν γροθιά στο στομάχι. Τα ΜΜΕ, προβλέψιμα, επικεντρώθηκαν στις φωτιές του Φέργκιουσον και στα σπασμένα παράθυρα του Σεντ Λιούις. Αλλά το μήνυμα των διαδηλωτών δεν ήταν η βία, αλλά το αντίθετό της: το κράτος δικαίου πρέπει να ισχύει και για όσους υποτίθεται ότι το εκπροσωπούνε.
Την επόμενη μέρα, παρά την τρομοκρατία όλων των ΜΜΕ που έσειαν κινδύνους για βίαιες διαδηλώσεις, οι διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις της χώρας ήταν ακόμα μεγαλύτερες και πιο αποφασισμένες μετρώντας χιλιάδες από το Σιάτλ ως στη Βοστώνη, από την Ατλάντα ως το Πόρτλαντ, από το Όστιν ως τη Νέα Υόρκη. Σε όλη τη χώρα, οι άνθρωποι πάλευαν να στείλουν το ίδιο μήνυμα ξανά -ότι δε θα αναγκαστούν από την τρομοκρατία να σωπάσουν. Κατά τη διάρκεια πικάντικων ρεπορτάζ για τις νύχτες των αναταραχών στο Φέργκιουσον και το Σ.Λιούις, πολλοί σχολιαστές στα ΜΜΕ θυμήθηκαν ότι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν υπόδειγμα μη βίαιης διαμαρτυρίας. Κανένας από αυτούς δεν μπόρεσε να θυμηθεί τι είχε πει ο Κινγκ σε ένα λόγο του το 1968:
‘Πρέπει να πω σήμερα ότι η εξέγερση είναι η γλώσσα αυτών που δεν μπορούν να ακουστούν. Και τι δεν έχει καταφέρει να ακουστεί στην Αμερική; Δεν έχει ακουστεί ότι η ζωή των φτωχών μαύρων έχει χειροτερέψει τα τελευταία 12-15 χρόνια. Δεν έχει ακουστεί ότι οι υποσχέσεις για ελευθερία και δικαιοσύνη δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Και δεν έχει ακουστεί ότι μεγάλα τμήματα των λευκών ανθρώπων ενδιαφέρονται περισσότερο για την ειρήνη και το στάτους κβο παρά για τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά.»
Ο Κινγκ δε συμφωνούσε ηθικά με τις εξεγέρσεις, αλλά κατανοούσε ότι αποτελούν αναπόφευκτη αντίδραση όταν η αδικία δεν αποκαθίσταται -και ότι όντως πέτυχαν να τραβήξουν την προσοχή στα βάσανα των φτωχών Αφροαμερικανών στις Βόρειες πολιτείες.
Με την ίδια λογική, λίγοι θα θυμόντουσαν το όνομα του Μ. Μπράουν αν οι διαδηλωτές στο Φέργκιουσον δεν είχαν αποφασίσει να ορθώσουν το ανάστημά τους τον Αύγουστο μπροστά στην υπερβολική βία της αστυνομίας. Ο Κίνγκ επέμενε επίσης και σε κάτι άλλο -ότι δε θα «ύψωνα τη φωνή μου σήμερα ενάντια στη βία των καταπιεσμένων στα γκέτο, αν δεν είχα μιλήσει πρώτα καθαρά ενάντια στο μεγαλύτερο παραγωγό βίας στον κόσμο σήμερα, ενάντια στην κυβέρνησή μου».
Αλλά η κυβέρνηση θεωρεί ότι η δική της βία είναι τελείως διαφορετική -κάτι που αποκαλούνε νόμος και τάξη. Στο «Η ηθική τους και η ηθική μας», ο Ρώσος επαναστάτης Λέον Τρότσκι έγραφε πως: «η άρχουσα τάξη εξαναγκάζει την κοινωνία να δεχτεί τους σκοπούς της και την εκπαιδεύει να θεωρεί ανήθικα όλα τα μέσα που στέκονται εμπόδιο στους σκοπούς της. Αυτή είναι η βασική λειτουργία της επίσημης ηθικής». Με άλλα λόγια, όταν μας κάνουν κήρυγμα ότι πρέπει να είμαστε φιλειρηνικοί, τότε στην πραγματικότητα εννοούν να μην τους προκαλέσουμε να χρησιμοποιήσουν βία. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο όταν αυτοί που «προκαλούνε» είναι Αφροαμερικανοί. Τον Αύγουστο, άνθρωποι σε όλη τη χώρα και τον κόσμο παρακολουθούσαν τρομοκρατημένοι στρατιωτικοποιημένες αστυνομικές δυνάμεις να περιπολούνε στους δρόμους του Φέργκιουσον μετά τη δολοφονία του Μ. Μπράουν.
Η αστυνομία προφανώς υιοθετεί την τακτική του Πενταγώνου να καθυποτάσσει εχθρικούς πληθυσμούς μέσα από μια επίδειξη συντριπτικής στρατιωτικής ισχύος και ασκώντας την ενάντια στο ντόπιο μαύρο πληθυσμό. Αυτή η ιδέα ότι οι Αφροαμερικανοί είναι εχθρική δύναμη ενισχύθηκε από το εξώφυλλο της New York Daily News τη μέρα μετά τη δικαστική απόφαση: «Η Αμερική κρατά την αναπνοή της», ούρλιαζε ο τίτλος, λες και εκατομμύρια οργισμένοι μαύροι για τα οποία η Daily News κρατά την αναπνοή της δεν αποτελούν τμήμα της «Αμερικής». Τον τίτλο συνόδευε φωτογραφία με μια αγωνιώδη Λέσλι ΜακΣπάντεν -και αποτυπώθηκε ανάγλυφα μια άσχημη αλήθεια: τα ΜΜΕ είναι ανίκανα, λόγω του ρατσιστικού τους φόβου, ακόμα και να δείξουν τη στοιχειώδη συμπόνοια σε μια μάνα που πενθεί το γιο της κι έχει μόλις αδικηθεί από το δικαστικό σύστημα για δεύτερη φορά.
«Δεν μπορεί να υπάρξει «δίκαιη δίκη» για ένα μαύρο αγόρι που κατηγορείται για βιασμό στο δικαστήριο της Αλαμπάμα», σημείωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα στην καμπάνια του για τα «Αγόρια του Σκότσμπορο», εννιά αφροαμερικανάκια που κατηγορούνταν ψευδώς για το βιασμό δυο λευκών γυναικών τη δεκαετία του ’30. Μετριοπαθείς οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων όπως η NAACP απέφυγαν να πάρουν θέση για ένα τόσο «δύσκολο» και αντιδημοφιλές ζήτημα, αλλά οι ριζοσπάστες το ανέδειξαν και κατάφεραν να το καταστήσουν εθνικό σύμβολο αδικίας στο Νότο του «Τζιμ Κρόου» (σ.μ. ρατσιστική νομοθεσία της εποχής). Σήμερα, δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη για ένα μαύρο που κατηγορείται για βία ή επιθετική συμπεριφορά από την αστυνομία.
Το 2012, μετά τη δολοφονία του μαύρου εφήβου Τρέιβορ Μάρτιν στη Φλόριντα, μια μελέτη του Λαϊκού Κινήματος «Μάλκολμ Χ» έδειχνε ότι ένας αφροαμερικανός δολοφονείται κάθε 28 ώρες από αστυνομικό, σεκιουριτά ή «εθελοντή πολιτοφύλακα». Έτσι δεν ήταν καθόλου έκπληξη ότι υπήρξαν ακόμα περισσότερα άοπλα θύματα της αστυνομίας -μαύροι, τις μέρες που ο κόσμος σε όλη τη χώρα περίμενε με αγωνία τη δικαστική απόφαση στο Φέργκιουσον. Ένα από τα θύματα, ο 12χρονος Ταμίρ Ράις, δολοφονήθηκε από την αστυνομία του Κλίβελαντ, που ισχυρίστηκε ότι κατά λάθος θεώρησε το παιδικό-ψεύτικο πιστολάκι που είχε για θανατηφόρο όπλο. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η δολοφονία, όπως και όλες οι υπόλοιπες αστυνομικές δολοφονίες, θα καταχωρηθεί σαν «δικαιολογημένη ανθρωποκτονία», λυπηρή μεν ίσως, αλλά οι αστυνομικοί που εμπλέκονται δεν πρόκειται να υποστούν ποινικές διώξεις.
Η «κανονικοποίηση» της αστυνομικής βίας είναι ακριβώς αυτό που οι –δαιμονοποιημένοι από τα ΜΜΕ για τη «βία» τους- διαδηλωτές στο Φέργκιουσον και σ όλη τη χώρα πασχίζουν να σταματήσουν. Για τους ανθρώπους που βγήκαν στους δρόμους για να απονεμηθεί δικαιοσύνη στο Φέργκιουσον κι αλλού, η αποτυχία να παραπεμφθεί ο Ντ. Ουίλσον σε δίκη θα εκληφθεί ως ένα συντριπτικό πλήγμα. Αλλά το κίνημα που παλεύει για να αποτρέψει την αστυνομία από τη δολοφονία των επόμενων Μ.Μπράουν δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Αυτό φάνηκε καθαρά από τις μεγάλες διαδηλώσεις που συνέχισαν σε όλες τις ΗΠΑ τις μέρες μετά τη δικαστική απόφαση. Σε αυτές τις διαδηλώσεις, ένας αριθμός διαδηλωτών αρχίζει να απορρίπτει τις συντηρητικές συμβουλές ηγετών γνωστών οργανώσεων για τα πολιτικά δικαιώματα, που, όπως η NAACP τις μέρες του Σκότσμπορο, ασχολούνται λιγότερο με το πώς θα απονεμηθεί η δικαιοσύνη και περισσότερο με το πώς θα διατηρήσουν τις διαμαρτυρίες «κόσμιες».
Τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τέτοιες διαφορές σαν χάσμα γενεών -ή μια διαμάχη μεταξύ των καλών φιλειρηνικών διαδηλωτών και των κακών ριζοσπαστών ταραχοποιών που συγκρούονται με την αστυνομία. Αλλά οι πραγματικές διαφορές έχουν να κάνουν με την πολιτική στρατηγική, το όραμα και την κοινωνική τάξη. Είναι σημαντικό ότι ένα από τα πιο συνεπή μπλοκ στις διαδηλώσεις του Φέργκιουσον τους τελευταίους δυο μήνες ήταν οι χαμηλόμισθοι εργάτες που κινητοποιούνταν με το συνδικάτο τους ‘Fight for 15’—επειδή βλέπουν το δικό τους αγώνα για οικονομική δικαιοσύνη συνδεδεμένο με την πάλη για φυλετική δικαιοσύνη.
Πολλοί από τους αγωνιστές του αντιρατσιστικού κινήματος συσπειρώνονται σε νέες οργανώσεις για να διασφαλίσουν ότι το κίνημα δε θα σβήσει όταν το Φέργκιουσον και ο φόνος του Μ. Μπράουν χαθούν από τα εξώφυλλα των εφημερίδων. Για την ώρα, αυτοί οι σχηματισμοί ηγούνται στη μετάδοση του μηνύματος της αντίστασης και ανυπακοής. Αλλά ο ρόλος τους θα είναι πολύ σημαντικός στους επόμενους αγώνες που έρχονται. Ο αγώνας ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βία δεν έχει τελειώσει. Το προχώρημα του αγώνα απαιτεί τη δέσμευση να συνεχίσουμε να οργανωνόμαστε -και να παλέψουμε για το όραμα μιας άλλης κοινωνίας.