Συσσωρευμένη δυσφορία και υποχώρηση του φόβου
O όρος «Striktober» (συγχώνευση της λέξης «απεργία» και «Οκτώβρης») έκανε το γύρο των αμερικανικών ΜΜΕ τις περασμένες εβδομάδες.
Στη διάρκεια του Οκτώβρη καταγράφηκαν 39 απεργίες στις οποίες συμμετείχαν 25-30 χιλιάδες εργαζόμενοι. Ήταν ο πιο απεργιακός μήνας του 2021, που σηματοδοτούσε μια σημαντική αύξηση της εργατικής δράσης γενικότερα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας 19 μήνες πριν.
Ο πιο σημαντικός αγώνας λόγω μεγέθους της εργατικής δύναμης είναι αυτός των 10.000 απεργών στην John Deere (βλ. εδώ). Ο άλλος μαζικός χώρος που δημιουργούσε δυναμική «απεργιακού κύματος» ήταν το Χόλιγουντ, όπου 60.000 μέλη του συνδικάτου IATSE είχαν εξουσιοδοτήσει την ηγεσία του σωματείου για απεργιακή δράση. Μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής απέτρεψε την απεργία -προς το παρόν, καθώς η έγκρισή της από τη βάση παραμένει αμφίβολη.
Όπως προκύπτει από τους αριθμούς, ο υπόλοιπος απεργιακός Οκτώβρης αφορά πολλές, διάσπαρτες, «μικρές» απεργίες (αλλού μερικών δεκάδων, αλλού μερικών εκατοντάδων εργαζομένων). Η κινητικότητα του περασμένου Οκτώβρη έσπασε τον «πάγο» των τελευταίων 20 μηνών και έφερε τους «απεργιακούς ρυθμούς» πιο κοντά (αναλογικά) στα επίπεδα του 2018, όταν είχε καταγραφεί μια αξιοσημείωτη αύξηση της απεργιακής δράσης (τότε κυρίως σε εκπαιδευτικούς και υγειονομικούς).
Εκτιμώντας τις προοπτικές του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ, πρέπει κανείς να παίρνει πάντοτε υπόψη ότι βγαίνει από 30 χρόνια «μονομερούς ταξικού πολέμου» από πλευράς εργοδοτών. Με τη βοήθεια του «απεργιακού Οκτώβρη», το 2021 σκαρφάλωσε σε 12 απεργίες όπου συμμετείχαν πάνω από 1.000 εργαζόμενοι. Το «απεργιακό υψηλό» του 2018, είχε 20 τέτοιεςαπεργίες. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ήττας από την οποία σήμερα γίνονται τα πρώτα βήματα ανάκαμψης, το 1981, έτος έναρξης της ριγκανικής επίθεσης (με την απόλυση των 13.000 απεργών ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας) είχαν γίνει 125 τέτοιες απεργίες.
Γιατί όμως οι πρόσφατες απεργίες προκάλεσαν τόσο έντονο θόρυβο και την προσοχή των μεγάλων και mainstream αμερικανικών ΜΜΕ; Ένας λόγος αφορά την «μεγάλη εικόνα» στην οποία αναφερθήκαμε. Η σύγκριση με το παρελθόν δεν οδηγεί μόνο στην «απαισιόδοξη» διαπίστωση ότι το εργατικό κίνημα απέχει πολύ από μια κατάσταση αντεπίθεσης. Βοηθά να εκτιμήσει κανείς πολύ βαθύτερα την «αισιόδοξη» σημασία που έχουν και οι μικρότερες απεργιακές μάχες που επιχειρούν να αμφισβητήσουν τον καταθλιπτικό συσχετισμό δύναμης που είχε παγιωθεί επί δεκαετίες.
Ένας δεύτερος λόγος αφορά την χρονική πυκνότητα των διάσπαρτων απεργιών. Ένας αντίστοιχος αριθμός απεργιών και απεργών, απλωμένος μέσα στο χρόνο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως και «ρουτίνα». Αλλά η ταυτόχρονη κινητοποίηση εργαζομένων και στην Kellogs και σε κάποια νοσοκομεία της Kaizer, και σε μια μονάδα της Volvo και στη μονάδα παρασκευής τορτίγιας στο Σικάγο El Milagro, έχει οδηγήσει αξιωματούχους και αναλυτές στην παραδοχή ότι «η απεργία είναι πράγμα μεταδοτικό».
Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι η χρονική συγκυρία και το υπόβαθρο στο οποίο εξελίσσονται αυτές οι απεργίες. Ένας δεύτερος όρος έχει μπει στη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ: «Η Μεγάλη Παραίτηση». Από την περασμένη άνοιξη και μετά, κατά μέσο όρο 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι παραιτούνται από τις δουλειές τους. Τον Αύγουστο καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ παραιτήσεων από όταν ξεκίνησε το κράτος να καταγράφει τους αριθμούς. Οι πιο διορατικοί αναλυτές φροντίζουν -σωστά- να εξετάζουν τα δύο φαινόμενα (απεργίες και παραιτήσεις) από κοινού.
Η «Μεγάλη Παραίτηση» αφορά ένα άθροισμα παραγόντων, με κοινό παράγοντα την πανδημία.
Ένα τμήμα αφορά την ακραία εξάντληση (burn-out), ιδιαίτερα στους κλάδους των «αναγκαίων εργαζομένων». Άνθρωποι που συνέχισαν να εργάζονται επί lockdown, διακινδυνεύοντας να κολλήσουν τον ιό και πιεζόμενοι να ανταποκριθούν σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση εργασίας, που θεωρήθηκαν «αναγκαίοι» αλλά δεν είδαν τις συνθήκες ή τις απολαβές τους να βελτιώνονται.
Για ένα άλλο τμήμα (που είχε τη δυνατότητα τηλεργασίας ή είχε βρεθεί σε αναστολή), αφορά την απουσία μέτρων προστασίας στους χώρους δουλειάς, αλλά και τη γενικότερη αποστροφή στις εργασιακές συνθήκες. Πολλοί εργαζόμενοι κι εργαζόμενες προτίμησαν να παραιτηθούν όταν οι εργοδότες ζήτησαν «επιστροφή στο χώρο δουλειάς».
Παράλληλα, υπήρξε ένας επιπλέον παράγοντας των lockdown. Οι κρατικές επιδοτήσεις στις αναστολές και η αύξηση των επιδομάτων ανεργίας, σήμαιναν ότι εκατομμύρια εργαζόμενοι κι εργαζόμενες απέκτησαν για πρώτη φορά στη ζωή τους… άδεια μετ’ αποδοχών. «Γεύτηκαν» ένα δικαίωμα, του οποίου η πλήρης απουσία στις ΗΠΑ είναι εμβληματική της γενικότερης απουσίας δικαιωμάτων που κάνουν τον εργασιακό βίο στοιχειωδώς ανεκτό. Μια άλλη «αποκάλυψη» διαχρονικών αδικιών που ήρθαν στο φως με το lockdown αφορά το ύψος των απολαβών. Τα ελάχιστα κρατικά επιδόματα που δέχτηκαν οι άνθρωποι για να κάθονται, για πολλούς ήταν υψηλότερα από τον μισθό που έβγαζαν από τη δουλειά τους!
Προς το παρόν, η μαζική αγανάκτηση απέναντι στο άθλιο εργασιακό τοπίο παίρνει την ατομική μορφή της κραυγής «παραιτούμαι!». Ωστόσο αυτή η κατάσταση πνευμάτων τροφοδοτεί και την απεργιακή κινητικότητα και δημιουργεί τη βάση για μια πιθανή γενίκευσή της. Όπως γράφει ο Νταν Λα Μποτζ, «Οι εργαζόμενοι παραιτούνται επειδή θέλουν να είναι πιο χαρούμενοι στη δουλειά τους. Ίσως τίποτε δεν είναι πιο ριζοσπαστικό από αυτή την επιθυμία, αν αυτή μετασχηματιστεί σε πιο συνειδητή και πιο συλλογική μαζική δράση».
Το φετινό φθινόπωρο έχει διαμορφώσει ένα ευνοϊκό «φεγγάρι» για την προσπάθεια να διαπραγματευτεί την εργατική της δύναμη. Η επανεκκίνηση της οικονομίας έχει οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας στο 4,8%, ενώ οι επιδοτήσεις του lockdown παρέμεναν μέχρι πρότινος ενεργές ή/και είχαν δημιουργήσει ένα μικρό οικονομικό «μαξιλάρι» που διευκόλυνε όσους/ες επιλέγουν είτε «να τα βροντήξουν» αναζητώντας καλύτερη δουλειά, είτε δε φοβούνται να απεργήσουν για να διεκδικήσουν βελτίωση της δουλειάς τους.
Παράλληλα, η σχετική αύξηση της ζήτησης έχει συμπέσει με μια σοβαρή κρίση προσφοράς (το λεγόμενο «bottleneck», το «στόμιο του μπουκαλιού» που περιγράφει «συμφόρηση» στη ροή) -και κάθε απεργιακό «πάγωμα» της παραγωγής κοστίζει πολύ περισσότερο στην τσέπη του εργοδότη αλλά και άλλων εργοδοτών καθ’ όλη τη διαδρομή της «αλυσίδας». Είναι ενδεικτικό ότι τον Αύγουστο το μέσο ωρομίσθιο είχε φτάσει στα 31 δολάρια, αύξηση 4,3% σε σχέση με πέρσι και ιστορικό υψηλό, καθώς οι εργοδότες (που αρνούνταν κάθε αύξηση επί 25 χρόνια) προσπαθούν να προσελκύσουν εργαζόμενους. Ένα ισχυρό και μαχητικό συνδικαλιστικό κίνημα, θα μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα σε μια τέτοια συγκυρία.
Αυτό το «καλό φεγγάρι» δεν ξέρουμε αν και πόσο θα κρατήσει. Ήδη τερματίζονται οι επιδοτήσεις της πανδημίας και της περιόδου lockdown. Η «αντοχή» άλλων στοιχείων, όπως αυτών στις συνειδήσεις και τις απαιτήσεις των εργαζομένων (που αντανακλώνται και στην ιστορικά υψηλή δημοφιλία των συνδικάτων σε όλες τις σχετικές έρευνες), μένει να φανεί. Σε αυτό θα είναι κρίσιμο να μπουν σε κίνηση κάποιοι μαζικοί κλάδοι μεγάλης ορατότητας -και να νικήσουν!- για να μπορέσει συνολικό το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ να κάνει ένα πραγματικό βήμα εμπρός.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά