Όσοι ζήσαμε το Δεκέμβρη, νομίζω ότι δεν μπορούμε εύκολα να τον εξηγήσουμε.

Ο Δε­κέμ­βρης ήταν στιγ­μές, διάρ­κειες και παύ­σεις. Ήταν άγου­ρες αλλά γνή­σιες πο­λι­τι­κο­ποι­ή­σεις. Ήταν ατό­φιο συ­ναί­σθη­μα. Ήταν κί­νη­ση με καύ­σι­μο την οργή για τη σφαί­ρα στην καρ­διά ενός συ­νο­μή­λι­κου. Ήταν η απέ­χθεια για ένα κόσμο που τότε μας κα­τα­δί­κα­ζε στα 700 ευρώ και μας έβλε­πε σαν τη «γενιά του κα­να­πέ». Ήταν μια δί­καιη αυ­θά­δεια σε έναν άδικο κα­θω­σπρε­πι­σμό. Ήταν ένα λου­λού­δι απέ­να­ντι σε ένα κρά­νος. Ήταν πάρα πολλά μαζί.

Προ­σω­πι­κά δεν πρό­κει­ται να ξε­χά­σω μια συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή εκεί­νων των ημε­ρών. Ο Αλέ­ξης δο­λο­φο­νεί­ται το Σάβ­βα­το βράδυ στα Εξάρ­χεια. Την Κυ­ρια­κή ου­σια­στι­κά όλοι ψά­χνου­με να δούμε τι έχει γίνει και τη Δευ­τέ­ρα το πρωί πάμε στο σχο­λείο κάπως μου­δια­σμέ­νοι. Κάπως αμή­χα­νοι στο τι να κά­νου­με και πώς πρέ­πει να αντι­δρά­σου­με. Θυ­μά­μαι τε­λειώ­νει η πρω­ι­νή προ­σευ­χή και ακού­γε­ται από το με­γά­φω­νο το «πε­ρά­στε στις τά­ξεις σας». Όμως ξαφ­νι­κά σχε­δόν όλοι όσοι ήταν στοι­χι­σμέ­νοι στις γραμ­μές αντί να αρ­χί­σουν να μπαί­νουν στο κτί­ριο, έστρι­ψαν από την άλλη αυ­θόρ­μη­τα και έμει­ναν στο προ­αύ­λιο. Γιατί πολύ απλά δε γι­νό­ταν να κά­νεις μά­θη­μα σαν να μη συμ­βαί­νει τί­πο­τα.

Κάπως έτσι ξε­κί­νη­σε ο δικός μου Δε­κέμ­βρης όπως τον θυ­μά­μαι. Το πρώτο πανό που φτιά­ξα­με ποτέ με το σύν­θη­μα «Σε αυτό τον κόσμο σε αυτή την κοι­νω­νία μια μέρα η εξέ­γερ­ση δε θα ‘ναι ου­το­πία» το ίδιο βράδυ, οι συ­ζη­τή­σεις με γο­νείς και κα­θη­γη­τές που κα­τα­λά­βαι­ναν ότι δε γι­νό­ταν να μην κά­νου­με τί­πο­τα, τα συν­θή­μα­τα απέ­να­ντι στους μπά­τσους, η ακα­τα­μά­χη­τη αί­σθη­ση συλ­λο­γι­κής έκ­φρα­σης και δύ­να­μης, είναι λίγα από εκεί­να που μας κλη­ρο­δό­τη­σε ο Δε­κέμ­βρης και τα κου­βα­λά­με ακόμη πάνω μας ως ταυ­τό­τη­τα που δεν έχει την πι­στο­ποί­η­ση κα­νε­νός κρά­τους, κα­νε­νός αρ­μό­διου φορέα. Μόνο του εαυ­τού μας. Εκεί­νου του συλ­λο­γι­κού εγώ που ξε­δι­πλώ­θη­κε μα­ε­στρι­κά σε όλη τη χώρα πε­ρί­που για ένα μήνα.

Οι επι­θέ­σεις στα αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα, η κα­τει­λημ­μέ­νη ΓΣΣΕ, η ανοι­χτή Λυ­ρι­κή, το μπου­κά­ρι­σμα στην ΕΡΤ, οι γε­μά­τοι δρό­μοι από νε­ο­λαί­ους, ερ­γα­ζό­με­νους, ακόμη και ηλι­κιω­μέ­νους, ήταν ει­κό­νες ενός άλλου κό­σμου. Η δο­λο­φο­νία του Γρη­γο­ρό­που­λου έβγα­λε στην επι­φά­νεια τα προ­βλή­μα­τα που κρύ­βο­νταν κάτω από χαλί, τον ελέ­φα­ντα που δεν έβλε­πε κα­νείς στο δω­μά­τιο. Η δο­λο­φο­νία του Αλέξη και οι πολ­λα­πλές δο­λο­φο­νί­ες του τις επό­με­νες ημέ­ρες από τους κάθε λογής Κού­γιες, τη­λε­ει­σαγ­γε­λείς και επαγ­γελ­μα­τί­ες ισα­πο­στά­κη­δες ανέ­δει­ξε τη σήψη μιας κοι­νω­νί­ας που βα­σα­νι­ζό­ταν σε μια επί­πλα­στη λάμψη. Όμως τώρα η λα­μπε­ρή Ελ­λά­δα σκό­τω­νε τα παι­διά της.

Δε θα ξε­χά­σου­με ποτέ όσους εκεί­νες τις ημέ­ρες «να κα­τα­δί­κα­σαν τη βία από όπου κι αν προ­έρ­χε­ται», ούρ­λια­ξαν ότι «καί­γο­νται πε­ριου­σί­ες» και ζή­τη­σαν λυσ­σα­λέα «τη θέ­σπι­ση κου­κου­λο­νό­μων ή την πα­ρέμ­βα­ση του στρα­τού». Βιώ­νου­με τον κόσμο τους κα­θη­με­ρι­νά άλ­λω­στε.

Τους εί­δα­με όλους αυ­τούς που τρό­μα­ζαν με το Δε­κέμ­βρη το 2008, να χαί­ρο­νται με τα μνη­μό­νια δυο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και να μη θί­γο­νται με τη δο­λο­φο­νία Φύσσα το 2014. Πρό­κει­ται για όλους αυ­τούς που βα­φτί­ζουν τη βαρ­βα­ρό­τη­τα κα­νο­νι­κό­τη­τα και τη λαν­σά­ρουν σε συ­σκευα­σί­ες νο­μι­μο­φρο­σύ­νης και ευ­πρέ­πειας. Μόνο που το Δε­κέμ­βρη δεν μπο­ρού­σες να είσαι ευ­πρε­πής μπρο­στά στη δο­λο­φο­νία ενός 15χρο­νου από μπά­τσο. Ήταν αδύ­να­το. Ανέ­φι­κτο. Θα έπρε­πε να είσαι υπο­κρι­τής για να μην πά­ρεις θέση. Θυ­μά­μαι όταν αρ­γό­τε­ρα κά­να­με ψη­φο­φο­ρία για το αν θα κά­νου­με κα­τά­λη­ψη στο σχο­λείο μου, οι μόνοι που ψή­φι­σαν «κατά» στο τμήμα μου ήταν ο απου­σιο­λό­γος και ένα παιδί που είχε συγ­γε­νή αστυ­νο­μι­κό. Όλοι οι άλλοι ήταν «υπέρ». Αυτός ήταν ο Δε­κέμ­βρης.

Και γι’ αυτό τον φο­βού­νται μέχρι σή­με­ρα. Γιατί ο Δε­κέμ­βρης άλ­λα­ξε το αφή­γη­μα. Η γενιά του κα­να­πέ μπο­ρού­σε να γίνει και η γενιά της εξέ­γερ­σης. Ή μάλ­λον για κακή τους τύχη, έγινε. Και θέ­λουν να το ξε­χά­σουν. Θέ­λουν να ξε­χά­σουν ότι η κοι­νω­νία δή­λω­σε πα­ρού­σα και όχι απλώς υπάρ­χου­σα.

Και η αλή­θεια είναι ότι όταν τους παίρ­νεις το πι­νέ­λο από τα χέρια και ζω­γρα­φί­ζεις το δικό σου κόσμο, όλοι αυτοί δε θαυ­μά­ζουν την τέχνη σου. Αντί­θε­τα, φο­βού­νται γιατί ξέ­ρουν ότι δε χω­ρά­νε στον καμβά της.

Και αυτός ο καμ­βάς είναι η υπε­ρά­σπι­ση της ζωής απέ­να­ντι στην επι­βο­λή του θα­νά­του.