Η τριήμερη διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση δεν έκρυβε καμιά έκπληξη. Επιβεβαίωσε την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης και ανέδειξε ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και τα διλήμματα του πολιτικού σκηνικού.

Η κοινοβουλευτική διαδικασία δεν ενίσχυσε ούτε στο ελάχιστο την φιλοδοξία της κυβέρνησης να συλλέξει τους 180 βουλευτές που χρειάζονται για τη ψήφιση νέου προέδρου της Δημοκρατίας και την αποφυγή των πρόωρων εκλογών. Μπροστά της βρίσκεται ένα «κολασμένο» τετράμηνο κατά το οποίο θα προσπαθήσει να αντιστρέψει το κλίμα στην κοινωνία εκλιπαρώντας και ελπίζοντας σε πολιτική βοήθεια από τους δανειστές. Κάτι που να της επιτρέψει να εξαπατήσει το λαό πως δήθεν τελείωσαν τα μνημόνια και η επιτήρηση και πως αρχίζει ένας νέος ανοδικός κύκλος για την οικονομία, με την διευθέτηση του χρέους. Αν και μέσα στην μεγάλη οικονομική και πολιτική ρευστότητα κανείς δε μπορεί να κάνει απολύτως ασφαλείς προβλέψεις, εν τούτοις ο συνδυασμός αφενός της αρνητικής, για την κυβέρνηση, κοινωνικής δυναμικής - αποτέλεσμα των ασταμάτητων μέτρων λιτότητας και αυταρχισμού, με πιο πρόσφατο «επεισόδιο» τον ΕΝΦΙΑ - και αφετέρου η στάση της Τρόικας - η οποία συμπυκνώνει τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της εξελισσόμενης πολϋεπίπεδης  καπιταλιστικής κρίσης, διεθνώς και ιδιαίτερα στην ΟΝΕ/ΕΕ και της οποίας μόνο ένα μέρος αποτελεί το πολιτικό πρόβλημα της ελληνικής κυβέρνησης - δεν αφήνουν περιθώρια θετικών εκτιμήσεων για το μέλλον της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.

Στον αντίποδα ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί την εντύπωση πως «καλπάζει» προς την κυβερνητική εξουσία με τα γκάλοπ να του δίνουν σταθερά το προβάδισμα, ενίοτε με μεγάλη διαφορά. Είναι ξεκάθαρο πως απέναντι στην ραγδαία φθορά της μνημονιακής κυβέρνησης οι δεσμεύσεις προς το λαό που εξήγγειλε ο Α. Τσίπρας στην ΔΕΘ ενίσχυσαν την δυναμική του. Ωστόσο θα χρειαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αξιολογήσει ξανά και ξανά τη συγκυρία καθώς όσο μοιάζει να μικραίνει η απόσταση από τον κυβερνητικό στόχο, όσο μοιάζει ότι τίποτα δεν μπορεί να διασώσει την μνημονιακή συγκυβέρνηση, τόσο θα αυξηθούν οι πιέσεις και οι εκβιασμοί των συστημικών, αστικών κέντρων, ντόπιων και διεθνών. Μια κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα – μέλος της ΟΝΕ/ΕΕ, αποτελεί για τα αστικά συμφέροντα το χειρότερο σενάριο.

Θα χρειαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πάρει κρίσιμες αποφάσεις οι οποίες αφορούν όχι μόνο στον χρόνο προσφυγής στις κάλπες - που σήμερα εμφανίζεται ως το μείζον ζήτημα και ως λαϊκή απαίτηση (τουλάχιστον του μισού εκλογικού σώματος με βάση τις μετρήσεις) - αλλά και στη δυνατότητά του να συγκροτήσει «βιώσιμη» κυβέρνηση της αριστεράς.

Η κοινωνική προσδοκία για «αλλαγή» αποτελεί τη βάση της δυνατότητας αλλά δεν αποτελεί και την απάντηση στο περιεχόμενο της. Αυτό είναι καθήκον της πολιτικής αριστεράς, του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκριθεί στην κοινωνική απαίτηση με συγκεκριμένη στρατηγική ταξικής προτεραιότητας και μονομέρειας. Όχι μόνο επειδή αυτό επιτάσσει το ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο της κυβέρνησης «της αριστεράς» αλλά γιατί δεν υπάρχει αντικειμενικά κανένα περιθώριο διαταξικής συναίνεσης και συνεννόησης (εκτός της συντριβής του κόσμου της εργασίας από την επιθετικότητα του μεγάλου κεφαλαίου) στις συγκεκριμένες συνθήκες, ούτε σε εθνικό ούτε και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στην διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης εμφανίστηκαν δια στόματος βουλευτών προερχόμενων από τους «ανεξάρτητους», τη ΔΗΜΑΡ ακόμη κι από στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, διάφορες εκδοχές «εθνικής συνεννόησης».

Οι εκδοχές και τα σενάρια κυβερνήσεων εθνικής συνεννόησης, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ορθώς απορρίπτει, είναι αρνητικά για τους Σαμαρά, Βενιζέλο και την κυβερνητική τους σύμπραξη, αποτελούν εν τούτοις διέξοδο για το σύστημα καθώς επιτρέπουν το «ξέπλυμα» του καθεστωτικού πολιτικού δυναμικού με  κόστος τη «θυσία» κάποιων προσώπων. Επιτυγχάνουν εξάλλου την ένταξη στο ίδιο «κάδρο», στα μάτια της κοινωνίας, με τρόπο οριστικό, των πολιτικών δυνάμεων του συστήματος μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ ακυρώνοντας την επικίνδυνη για το καθεστώς, προοπτική κυβέρνησης της αριστεράς (και, φευ, αφήνοντας το επιχείρημα της «αντισυστημικότητας» αποκλειστικά στους φασίστες που, παρά τις διώξεις, συντηρούν υψηλά ποσοστά).   

Δυστυχώς για το ΚΚΕ δεν μπορεί να αναμένει οφέλη και ρόλο κλίμακας σε μια τέτοια εξέλιξη, λόγω της εντελώς λανθασμένης σεχταριστικής τακτικής του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στο κοινωνικό και ταξικό του ακροατήριο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε την παγίδα αυτή τον Μάη του 2012 και ανταμείφτηκε από τον λαό για την στάση του. Σήμερα, τέτοιου είδους συναινετικές λύσεις, απροκάλυπτες ή καλυμμένες είναι ακόμη πιο ενδεδειγμένες για τα συμφέροντα των αστικών, συστημικών μπλοκ, ντόπιων και ευρωπαϊκών, καθώς η περισσότερη «βρώμικη δουλειά» έχει γίνει. Δηλαδή οι διαρθρωτικές αλλαγές που προκάλεσαν την καθίζηση της θέσης της εργασίας έναντι του κεφαλαίου σε όλα τα επίπεδα: οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν συντριβεί, τα εργατικά δικαιώματα ομοίως και υπάρχει πλέον ένας τεράστιος εφεδρικός στρατός ανέργων που – πέρα από πρόβλημα στην οικονομία –υπονομεύει τις προσπάθειες ανασύνταξης του εργατικού / ταξικού κινήματος. Εξάλλου, στο τεράστιο και μη βιώσιμο χρέος της Ελλάδας επιδιώκεται να υπάρξει σύντομα κάποια εκδοχή αναδιάρθρωσης προκειμένου να πάρουν σειρά πιο σοβαρές περιπτώσεις όπως η γαλλική και η ιταλική.

Ποιος ο λόγος να μην αναλάβει μια άλλη κυβέρνηση, που δεν θα φέρει το φορτίο της πρώτης μνημονιακής περιόδου (καθώς η επιτήρηση είναι πλέον θεσμοθετημένη και μόνιμη για τις χώρες παραβάτες των συνθηκών και των ορίων της ΟΝΕ, χωρίς τον δυσφημισμένο τίτλο των μνημονίων) και θα μπορεί να συνεχίσει την πορεία της χώρας στα ίδια νεοφιλελεύθερα πλαίσια της ΟΝΕ/ΕΕ επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη κοινωνική ανοχή και συναίνεση; Αρκεί βέβαια να μην είναι μια κυβέρνηση της αριστεράς! Πολύ περισσότερο που η κυβέρνηση Σαμαρά μοιάζει να μην μπορεί να αποφύγει το μοιραίο. Απέναντι σ’ αυτό το ενδεχόμενο δεν υπάρχει μόνο η λύση της «οικουμενικής» συνεννόησης αλλά πολλές εκδοχές. Αρκεί να ακυρώνουν το αριστερό, ανατρεπτικό περιεχόμενο του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. 

Ασφαλώς ο Σαμαράς και η δεξιά γενικότερα (ελλείψει αξιόμαχης σοσιαλδημοκρατίας και κεντροαριστεράς τύπου Ολάντ ή Ρέντσι) αποτελεί την πρώτη επιλογή των αστικών μπλοκ, ντόπιων και ευρωπαϊκών. Ωστόσο οι προσπάθειες να εκβιαστεί ή/ και να εξαναγκαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε επιλογές και εξελίξεις που θα ακυρώνουν την προοπτική και το περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς έχουν ήδη αρχίσει να κλιμακώνονται. Η στάση των ντόπιων ΜΜΕ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ έχει μεταβληθεί από ανοιχτά εχθρική σε επιφυλακτική έως συμβουλευτική, νουθετώντας συχνά τις αριστερές, ριζοσπαστικές φωνές μέσα στο κόμμα.

Ωστόσο πιο σοβαρό δείγμα αυτών του «κλίματος» αποτελεί η στάση, διερευνητικών επαφών, διάφορων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων και συστημάτων της Ευρώπης (Αμπροζέτι, Άσμουνσεν κ.λ.π.)  

Στο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται, το μεγαλύτερο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ και της υπόθεσης της ανατροπής της νεοφιλελεύθερης λιτότητας από μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι η κινηματική άμπωτη. Η συνθήκη της πολιτικής ανάθεσης μεταφέρει όλη τη αντιπαράθεση αποκλειστικά στο εκλογικό πεδίο ευνοώντας τον επικοινωνιακό χαρακτήρα και την αποπολιτικοποίηση και αποϊδεολογικοποίησή της. Κυριαρχεί η κόντρα των εντυπώσεων και των μετρήσεων της κοινής γνώμης. Στη μάχη των αριθμών υποχωρεί το πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο και συγκαλύπτονται οι «ταυτότητες». Έτσι στην υπόθεση της αναζήτησης των 121 για την επίτευξη πρόωρων εκλογών οι «ανεξάρτητοι» βουλευτές που στην πραγματικότητα αποτελούν την επιτομή του πολιτικού αριβισμού, αλλά και κόμματα με ταυτότητα, είτε λαϊκιστικής, ακροδεξιάς ροπής όπως οι ΑΝΕΛ, είτε υποταγής στον συστημικό «ρεαλισμό» με συμμετοχή στην μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, όπως η ΔΗΜΑΡ ή και μεμονωμένα στελέχη τους, αποκτούν διαπραγματευτική δυνατότητα και όψιμα αναγνωρίζουν έμμεσα ή άμεσα την ανάγκη για νέα κυβέρνηση τουλάχιστον με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, είτε με την μορφή συνεργασίας είτε με την ενδεχόμενη εκλογή αυτών των πολιτικών με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ - ελέω σύμπραξης για την άμεση πτώση της κυβέρνησης - θα αποτελούν μια διαρκή «βόμβα» στα θεμέλια της κυβέρνησης της αριστεράς, πριν ακόμα κάνει τα πρώτα της βήματα. Καθώς υπό την απειλή μιας νέας «ανεξαρτητοποίησης» θα την καταστήσουν από την πρώτη στιγμή όμηρο των, καθόλου αριστερών και ριζοσπαστικών, απόψεων και των συμφερόντων που εκφράζουν.

Απ’ αυτή την σκοπιά η διενέργεια εκλογών, σε τέσσερις μήνες, ως απόρροια της αδυναμίας συγκέντρωσης 180 βουλευτών για την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας είναι μια απολύτως επιθυμητή συνθήκη για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν είναι ένας στόχος που πρέπει να επιδιωχθεί «πάση θυσία» - διακινδυνεύοντας δηλαδή το περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς.   

Ακόμη όμως και πέρα από το φαινομενικά αριθμητικό πρόβλημα αναζήτησης των 121 που κρύβει την διακινδύνευση προκαταρκτικού συμβιβασμού και αλλοίωσης της ριζοσπαστικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ, ένα νέο πρόβλημα προκύπτει εάν αυτός δε βρεθεί την επομένη των εκλογών αυτοδύναμος. Τότε θα χρειαστεί – τουλάχιστον με την εικόνα των δημοσκοπήσεων – να επιδιώξει ή την στήριξη του ΚΚΕ ή την στήριξη / συνεργασία του ΠΑΣΟΚ ή /και του Ποταμιού. Δε νομίζουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για τον χαρακτήρα μιας, τουλάχιστον κεντροαριστερής, κυβερνητικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ με ΠΑΣΟΚ ή Ποτάμι.  

Για την πιθανότητα να στηρίξει το ΚΚΕ μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απαντά - φαινομενικά με σαφήνεια- το ίδιο, επιλέγοντας την σκλήρυνση της επιθετικής στάσης του εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Εν τούτοις τα φαινόμενα απατούν. Αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο, καθώς η κοινωνική και ταξική βάση του ΚΚΕ πιέζεται αφόρητα από τη δυναμική της ενδεχόμενης κυβέρνησης της αριστεράς. Πίεση η οποία θα αυξηθεί κατακόρυφα την ώρα των εκλογών. Στη βάση μιας τέτοιας εκτίμησης θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για το ΚΚΕ να αποφύγει έστω την κριτική στήριξη, πολύ περισσότερο εάν η κυβέρνηση της αριστεράς εξαρτάται αποκλειστικά από την δική του επιλογή.     

Μια τέτοια προοπτική δεν αποτελεί, παρόλαυτά, αντικείμενο εκλογικής τακτικής. Μπορεί να προκύψει ως δυνατότητα μόνο σαν αποτέλεσμα της επιλογής μιας ριζοσπαστικής γραμμής και στάσης από τον ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα επίπεδα.

Στον προγραμματικό λόγο, συμπληρώνοντας τις δεσμεύσεις της ΔΕΘ προς τον κόσμο της εργασίας και την λαϊκή πλειοψηφία στα κρίσιμα ζητήματα της ανεργίας, της εθνικοποίησης των τραπεζών και σημαντικών στρατηγικών τομέων της οικονομίας και της παραγωγής, της επιθετικής και βαριάς φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου, της κοινωνικής ασφάλισης, της αναστύλωσης του κοινωνικού κράτους και της διεύρυνσης της δημοκρατίας με θεσμούς κοινωνικού και εργατικού ελέγχου.

Στην τακτική απέναντι στους δανειστές με την άμεση κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων και ταυτόχρονα την ανελαστική απαίτηση για την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την άμεση, μονομερή αν χρειάζεται, αναστολή πληρωμής των τοκοχρεωλυσίων, πέρα από νομισματικούς εκβιασμούς (καμιά θυσία για το ευρώ).

Στο κόμμα, με στροφή στη κοινωνική παρέμβαση και ανασυγκρότηση της πολιτικής συζήτησης και της δημοκρατικής λειτουργίας στις αποφάσεις.

Στις «συμμαχίες», απορρίπτοντας ρητά  την προσέγγιση με τη ΔΗΜΑΡ και τους ΑΝΕΛ και πολύ περισσότερο τις μεταγραφές στο κόμμα και στα ψηφοδέλτια στελεχών προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων ή νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. με σαφή και αποφασιστική στροφή στην απεύθυνση κατά προτεραιότητα προς τα εργατικά και λαϊκά στρώματα καθώς και προς τα κόμματα της αριστεράς και της ριζοσπαστικής οικολογίας, αναλαμβάνοντας ειλικρινή πρωτοβουλία ανοίγματος και οργάνωσης της συζήτησης για το περιεχόμενο της κυβέρνησης της αριστεράς.

Σήμερα, όλες οι επιλογές έχουν σοβαρό βαθμό ρίσκου. Ωστόσο και η επιλογή του ρίσκου έχει πολιτική κατεύθυνση και περιεχόμενο από το οποίο εξαρτάται η συνέχεια. Η ευθύνη για τις αναγκαίες διορθώσεις στη γραμμή και στη φυσιογνωμία του (από το πρόγραμμα και τις πολιτικές συμμαχίες έως τη λειτουργία του κόμματος) βαραίνει όλον τον ΣΥΡΙΖΑ συνολικά, μα και κάθε τάση ξεχωριστά και ιδιαίτερα τις αριστερές ριζοσπαστικές εκφράσεις εντός του προκειμένου να παρθούν οι κατάλληλες, διορθωτικές, αποφάσεις που θα θωρακίσουν την πορεία του προς την κυβέρνηση της αριστεράς από τις συστημικές μεθοδεύσεις και παγίδες.