Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που έχει προγραμματιστεί για τις 10-11 Δεκέμβρη θα ολοκληρώνει την περίοδο της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ και θα συνοψίζει την ευρωπαϊκή στάση στις γεωπολιτικής εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο.

Με βάση προηγούμενες αποφάσεις, οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας έχουν ήδη συγκεκριμενοποιηθεί και ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, Μπορέλ, έχει πάρει την εντολή να καταθέσει γραπτώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προς έγκριση τον κατάλογο των περιοριστικών μέτρων και κυρώσεων. Παρόλο που η γερμανική πολιτική δεν εκτιμά ότι έχει φτάσει η «κρίσιμη στιγμή» της πυροδότησης των κυρώσεων, η απειλή κατά της κυβέρνησης Ερντογάν παραμένει σοβαρή.

Αν και στον ελληνικό μεγάλο Τύπο εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται μονότονα το «τραγούδι» περί διαρκούς και απεριόριστης τουρκικής προκλητικότητας, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική και πολύ πιο σύνθετη.

Η κατάσταση κρίσης στην τουρκική οικονομία εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η κυβέρνηση Ερντογάν υποχρεώθηκε πρόσφατα να πουλήσει ουκ ολίγα από τα «ασημικά» του τουρκικού κράτους (μεταξύ των οποίων και κρίσιμα οπλικά συστήματα της πολεμικής αεροπορίας) στους ολιγάρχες του Κατάρ. Στις διεθνείς σχέσεις, η απομόνωση του καθεστώτος Ερντογάν κλιμακώνεται. Ο απερχόμενος υπ. Εξ. των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, με τη σκληρή επίθεσή του στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, έστειλε «μήνυμα» ότι η αποχώρηση του Τραμπ από την εξουσία θα ανοίξει μια περίοδο σκλήρυνσης της αμερικανικής πολιτικής. Σχεδόν ταυτόχρονα, το Κογκρέσο, όπου πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικάνοι, ενέκρινε νόμο που «αυτοματοποιεί» την επιβολή κρίσιμων κυρώσεων (μεταξύ τους το εμπάργκο όπλων) απέναντι σε ενέργειες που οι ΗΠΑ θεωρούν ως γνωρίσματα των κρατών-«ταραξιών».

Αυτά υποχρεώνουν την τουρκική κυβέρνηση να κινείται πολύ πιο προσεκτικά απ’ ό,τι ισχυρίζονται τα δημοσιεύματα περί διαρκούς «προκλητικότητας». Αυτό αποτυπώνεται στις πραγματικές κινήσεις στη θάλασσα. Οι NAVTEX που εξέδωσε η Τουρκία και το ερευνητικό πρόγραμμα του Oruc Reis, αφορούσαν θαλάσσιες περιοχές ανατολικά του 28ου μεσημβρινού (για να μη θίγεται η πρόσφατη ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία, παρόλο που η Τουρκία δεν την έχει αναγνωρίσει ως «οριοθέτηση») και νότια του συμπλέγματος του Καστελόριζου, σε απόσταση μεγαλύτερη των 6 ν.μ., δηλαδή στα διεθνή ύδατα.

Εδώ αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση. Το διεθνώς αναγνωρισμένο καθεστώς κρατικής/εθνικής κυριαρχίας στις θαλάσσιες ζώνες μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας αφορά μόνο στα χωρικά ύδατα, στο εύρος των 6 ν.μ. Το πρωτόκολλο της Βέρνης (που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 υπέγραψε εκ μέρους της ελληνικής πλευράς ο Κων/ντίνος Καραμανλής) δεσμεύει και τις δύο χώρες για αποφυγή κάθε ενέργειας «νομής» των διεθνών υδάτων πέραν της ζώνης των 6 ν.μ.

Σήμερα αυτό παραβιάζεται και από τις δυο χώρες. Το μεν ελληνικό κράτος προβαίνει σε «προχωρημένες» ενέργειες νομής, πουλώντας πχ «οικόπεδα» σε πολυεθνικές εξόρυξης, παραχωρώντας τους αποκλειστικά δικαιώματα, ενώ δηλώνει επισήμως ότι θεωρεί την «δυνητική» υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (που δεν έχουν ακόμα οριοθετηθεί) ως χώρους εθνικής/κρατικής κυριαρχίας. Το δε τουρκικό κράτος, βγάζει στα διεθνή ύδατα ερευνητικό σκάφος (συνοδεία πολεμικών πλοίων) δηλώνοντας ότι δεν προτίθεται να αναγνωρίσει επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας δια των τετελεσμένων. Αυτό είναι το πραγματικό έδαφος της επικίνδυνης αντιπαράθεσης και όχι κάποια τάχα «δεδομένα» του λεγόμενου Διεθνούς Δικαίου.

Παρόλα αυτά, πλησιάζοντας στις ημερομηνίες των ευρωπαϊκών αποφάσεων, η κυβέρνηση Ερντογάν αποφάσισε να αποσύρει το Oruc Reis από την ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Έχοντας επίγνωση του δυσμενούς σε βάρος της διεθνούς διπλωματικού συσχετισμού δύναμης, η κυβέρνηση Ερντογάν προσπαθεί να σύρει την Αθήνα στις διαδικασίες του… Διεθνούς Δικαίου (Χάγη) και αρχίζει να καλλιεργεί την κατηγορία ότι η ελληνική πλευρά υποτιμά τους κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή. Μετά την επικίνδυνη κλιμάκωση του φετινού καλοκαιριού, συγκροτήθηκε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ένας «μηχανισμός απεμπλοκής» για την αποφυγή πολεμικής κλιμάκωσης στο ενδεχόμενο ενός «θερμού επεισοδίου» ή ενός «ατυχήματος». Στα τέλη Νοέμβρη, ο Έλληνας στρατιωτικός αντιπρόσωπος σταμάτησε να προσέρχεται στις συνεδριάσεις του μηχανισμού, δίνοντας το μήνυμα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει «προσχήματα διαλόγου» μεταξύ των δύο χωρών έστω και σε αυτό το επίπεδο.

Αυτές τις πολύ πιο σύνθετες πραγματικότητες αντανακλά η «διστακτικότητα» της ΕΕ στο να πυροδοτήσει άμεσα τις κυρώσεις, που θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα στην περιοχή. Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι η περίοδος έχει ήδη μπει σε μεγάλη αστάθεια και ότι στην περιοχή πληθαίνουν οι «μη-θεσμικές» παρεμβάσεις (όπως η δολοφονία του επικεφαλής των ιρανικών πυρηνικών ερευνών από τις Υπηρεσίες του Κράτους του Ισραήλ…).

Η γερμανική ηγεσία έχει υποστηρίξει την ελληνική πολιτική (γι’ αυτό άλλωστε αποφασίστηκε η πολιτική των κυρώσεων) αλλά μέσα στα όρια της αναγνώρισης ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό και με σημαντική θέση, όπου η Γερμανία και άλλοι στην Ευρώπη διατηρούν σημαντικές οικονομικές θέσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι με τους «δισταγμούς» της Μέρκελ συμβαδίζει η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία (που αναλαμβάνει την επόμενη προεδρία στην ΕΕ). Η κάθετη ρήξη των σχέσεων με την Τουρκία δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.

Ο ελληνικός Τύπος μεγεθύνει, με αυτή την αφορμή, την κριτική, κάνοντας λόγο για «φιλοτουρκική» πολιτική της Γερμανίας και της Ισπανίας. Πρόκειται κυριολεκτικά για ανέκδοτο. Το πάγωμα, επί δεκαετίες, των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας δεν υπαγορεύτηκε από την Αθήνα, αλλά κυρίως από τη γερμανική Δεξιά που ποτέ δεν δέχτηκε να αναγνωρίσει δικαιώματα «ευρωπαίου πολίτη» στα εκατομμύρια των Τούρκων μεταναστών τη Γερμανία και ποτέ δεν δέχτηκε την πραγματική σύνδεση της ΕΕ με μια χώρα που θεωρεί «ισλαμιστική» και υπερβολικά «ανατολίτικη». Αυτήν την επί της ουσίας ρατσιστική αντιμετώπιση συμμερίζονταν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Βόρειοι της Ευρώπης, ενώ η γερμανική ηγεσία τη συνδύαζε πάντα με μια συστηματική πολιτική οικονομικής διείσδυσης στη γειτονική χώρα.

Σήμερα η Γαλλία του Μακρόν αποτελεί ειδική περίπτωση. Στην ενδο-ευρωπαϊκό ανταγωνισμό ο Μακρόν ποντάρει στην πολεμική υπεροπλία της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας. Επί Τραμπ ακόμα, ο Μακρόν εγκατέστησε προνομιακές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας το ρόλο του βασικού «ευρωατλαντιστή» στο εσωτερικό της ΕΕ. Σε αυτά τα πλαίσια, η Γαλλία διεκδικεί «στρατηγική αναβάθμιση» στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ δηλώνει ότι στη Λιβύη η ιστορία έχει αναθέσει στη Γαλλία «κυριαρχικά δικαιώματα». Στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι, η ισλαμοφοβία έχει γίνει για τον Μακρόν το βασικό «εργαλείο» ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων και νομιμοποίησης της κατασταλτικής πολιτικής απέναντι στις πληβειακές μάζες. Αυτά ερμηνεύουν την έξαλλη αντιπαράθεση του Μακρόν με τον Ερντογάν και όχι μια κάποια πρόθεση της Γαλλίας να υποστηρίξει το Διεθνές Δίκαιο. Το οποίο, άλλωστε, καταπατά βάναυσα διατηρώντας στρατό σε 5 χώρες της Αφρικής.

Είναι κυριολεκτικά ντροπή το ότι αυτή η πολιτική του Μακρόν χαιρετίζεται από ένα μεγάλο μέρος του Τύπου και της πολιτικής τάξης στην Ελλάδα, ως δείγμα φιλικής και συμμαχικής πολιτικής απέναντι στον ελληνικό λαό.

Η ΕΕ προετοιμάζεται πυρετωδώς για μια γενικευμένη αντεργατική-αντικοινωνική «μεταρρύθμιση». Ο ESM εξοπλίζεται με υπερεξουσίες για την επιβλέψει την «επόμενη μέρα» της πανδημίας, την επάνοδο στη δρακόντεια πειθαρχία στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης θα κληθούν να πληρώσουν το χρέος της συστημικής οικονομικής κρίσης, προσαυξημένο με το χρέος που δημιουργεί η αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτά τα «γεράκια» των αγορών, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τα εμπιστευτούμε σε τίποτα. Και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να τα εμπιστευτούμε στο ζωτικής σημασίας καθήκον της υπεράσπισης της ειρήνης στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.

Είναι ντροπή το γεγονός ότι ένας λεγόμενος «πατριωτικός χώρος» (που κατά τα άλλα διακρίνεται σε μια αντι-ΕΕ ρητορική) σε αυτό το κρίσιμο θέμα εγκαλεί την ΕΕ σε μεγαλύτερη εμπλοκή στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, απαιτώντας «εδώ και τώρα» τις κυρώσεις και αδιαφορώντας για τις συνέπειες κλιμάκωσης που αυτές μπορεί να επιφέρουν. Το σύνολο της ιστορίας της περιοχής αποδεικνύει ότι το κάλεσμα προς τα γεράκια του αμερικανικού ή του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού για ενεργότερη παρέμβαση, είχε πάντα καταστρεπτικές συνέπειες για τα αυθεντικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων.

Μια «αυτόνομη» πολεμική προετοιμασία του ελληνικού κράτους δεν αποτελεί εναλλακτική πολιτική, τάχα «ανεξάρτητης» αντιμετώπισης στην κρίση ανταγωνισμού στην οποία έχουν βυθιστεί οι δυο χώρες. Οι εξοπλισμοί, με την υποχρεωτική καταφυγή στα οπλοστάσια είτε των ΗΠΑ είτε της Γαλλίας, κουρελιάζουν κάθε επιχείρημα περί ανεξάρτητης πορείας. Σήμερα τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία βυθίζονται σε μια πρωτοφανή και παρατεταμένη κοινωνικοοικονομική κρίση που επιδεινώνεται με τις συνέπειες της πανδημίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η καταφυγή στο πανάκριβο «σπορ» του ανταγωνισμού στους εξοπλισμούς είναι ένας επικίνδυνος παραλογισμός. Με τα 10 δισ. ευρώ που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποφασίσει να διαθέσει για τον πολεμικό εκσυγχρονισμό του ναυτικού και της αεροπορίας (στα οποία θα πρέπει να προστεθούν οι σημαντικότατες δαπάνες διαρκούς αγοράς βλημάτων, πυραύλων κ.ο.κ. για το πυροβολικό του στρατού ξηράς) θα μπορούσαμε στην Ελλάδα να επουλώσουμε όλες τις πληγές που έχει ανοίξει η εικοσαετής λιτότητα στα δημόσια νοσοκομεία, στα σχολεία, στο ασφαλιστικό κ.ο.κ. Ο συνδυασμός της παράτασης της λιτότητας, της μείωσης στη φορολόγηση του κεφαλαίου (σχέδιο Πισσαρίδη) και της αύξησης των πολεμικών δαπανών, θα αποδειχθεί πολύ οδυνηρός για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις.

Μέσα σε αυτήν την κρίση, μια πολιτική ειλικρινούς συνεννόησης, συμφιλίωσης και διαλόγου, με αποφασιστικό αποκλεισμό κάθε σκέψης για πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, θα ήταν η μοναδική ορθολογική αντιμετώπιση της επικίνδυνης κλιμάκωσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους, και στις δυο όχθες του Αιγαίου, ούτε μπορούν ούτε θέλουν να αναλάβουν μια τέτοια πολιτική. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα έπρεπε να πιέζει το εργατικό και λαϊκό κίνημα και προπαντός η Αριστερά και στις δυο χώρες. Αλλιώς, ένα βασικό τμήμα της αστικής καθεστωτικής πολιτικής θα παραμένει αναπάντητο, με σημαντικές συνέπειες στο σύνολο των πολιτικών εξελίξεων.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες