Η κυβέρνηση της Ν.Δ., με την επικουρία των εργοδοτών, φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή το λεγόμενο «αναπτυξιακό νομοσχέδιο», το οποίο ενώ ισχυρίζεται ότι θα λειτουργήσει υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης, εντούτοις είναι ένα αντεργατικό νομοσχέδιο, το οποίο πάει να βάλει ταφόπλακα σε όσες εργασιακές σχέσεις έχουν απομείνει.

Οι δυνάμεις του κεφαλαίου, με εκδικητικό τρόπο, επιχειρούν να καταργήσουν τα όσα θετικά μέτρα ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τους εργαζόμενους, μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, τον Αύγουστο του 2018, όπως την επεκτασιμότητα των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), που περιλαμβάνει και τα μη μέλη των συνδικάτων, η οποία είναι υποχρεωτική ακόμη και για τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη της αντίστοιχης κλαδικής οργάνωσης των εργοδοτών που υπογράφει τη σχετική σύμβαση, καθώς και άλλα παρόμοια.

Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση της Ν.Δ., μετά την υποβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας, την κατάργηση της ρύθμισης για το βάσιμο λόγο απόλυσης, και την κατάργηση της ευθύνης του επιχειρηματία που αναθέτει έργο σε εργολάβο ή υπεργολάβο έναντι των εργαζομένων των δεύτερων, οι οποίοι πολλές φορές ήταν έρμαια της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους (π.χ. μη καταβολή δεδουλευμένων), λαμβάνει επιπλέον τα εξής μέτρα:

α) Καταργεί τις κλαδικές ΣΣΕ και την υποχρεωτικότητα της εφαρμογής τους σε όλους τους εργαζόμενους, με το πρόσχημα ότι όσες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας δεν θα είναι υποχρεωμένες να δώσουν τον μισθό που καθορίζεται από την κλαδική ΣΣΕ. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά δίνει και τη δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας, με απόφασή του, να εξαιρεί επιχειρήσεις από την επέκταση των κλαδικών ΣΣΕ. Έτσι, δεν αφήνει στις δυο πλευρές (στα κλαδικά συνδικάτα και τους αντίστοιχους εργοδοτικούς φορείς) να καθορίζουν «με μεγάλη φειδώ» ποιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να παρεκκλίνουν σε κλαδικό ή τοπικό επίπεδο από τις κλαδικές ΣΣΕ, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με συνέπεια να δίνει το περιθώριο σε κάθε επιχείρηση να μπορεί να παρεκκλίνει, μονομερώς, από την κλαδική ΣΣΕ. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Εργατικού Δικαίου, Α. Καζάκος, οι κλαδικές ΣΣΕ έχουν μια προστατευτική λειτουργία για τους εργαζόμενους, επειδή εξαιρούν τους κλαδικούς όρους εργασίας από τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων  του κλάδου μεταξύ τους. Διότι, με την ύπαρξη κλαδικών ΣΣΕ, οι αντίστοιχες επιχειρήσεις θα «μπορούν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους όχι μειώνοντας κλαδικούς μισθούς ή τους λοιπούς όρους εργασίας, αλλά μέσω της βελτίωσης των προϊόντων τους κ.ο.κ.» (Η Αυγή, 15-9-2019). Αντίθετα, η κατάργηση της επεκτασιμότητας των κλαδικών ΣΣΕ, δημιουργεί αντικίνητρο για τους εργοδότες, εφόσον δεν θα υπάρχει λόγος να υπογράψουν κλαδική ΣΣΕ όταν ξέρουν ότι οι ανταγωνιστές τους θα μπορούν να πληρώνουν τους εργαζόμενούς τους με χαμηλότερους μισθούς. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα, στην οποία οι επιχειρήσεις ζουν, στην πλειονότητά τους, από την εσωτερική ενεργό ζήτηση των εργαζομένων, η οποία παράγει περίπου τα 2/3 του ΑΕΠ, όπως, πάλι επισημαίνει ο Α. Καζάκος (Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2019). Με την κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ και άρα τη μείωση των μισθών, η ζήτηση θα πληγεί καίρια, με κίνδυνο ξανά την ύφεση της οικονομίας, όπως ακριβώς έγινε με το δεύτερο μνημόνιο.

β) Με την ισχύ του προηγούμενου μέτρου πλήττεται, ταυτόχρονα, και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ των εργαζομένων. Η εν λόγω ρύθμιση καθόριζε πως οι ευνοϊκότεροι όροι των συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων. Με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν υπήρχε περίπτωση μια ατομική ή επιχειρησιακή ΣΣΕ, κάτω από την πίεση των εργοδοτών, να περιέχει δυσμενέστερους όρους εργασίας από μια κλαδική ΣΣΕ. Μόνο το αντίθετο θα μπορούσε να συμβεί, δηλαδή να υπογραφεί μια επιχειρησιακή ΣΣΕ καλύτερη από την κλαδική.

γ) Θέτει σοβαρά εμπόδια στους εργαζόμενους να προσφεύγουν μονομερώς στον Οργανισμό Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), με αποτέλεσμα να πλήττεται η συλλογική αυτονομία.

δ) Μειώνει το πρόστιμο για την αδήλωτη εργασία, από 3.000 σε 2.000 ευρώ, σε περίπτωση πρόσληψης, για 12 μήνες, του αδήλωτου εργαζόμενου, ενώ ταυτόχρονα καταργείται η υποχρέωση του εργοδότη για αναγνώριση και καταβολή ενσήμων τριών μηνών αναδρομικά για τον αδήλωτο εργαζόμενο. 

Η στάση της κυβέρνησης αποδεικνύει περίτρανα τη πίστη της στις μνημονιακές αντεργατικές πολιτικές, οι οποίες άφησαν ερείπια στην κοινωνία και την οικονομία. Ταυτόχρονα, αυτές οι πολιτικές απαξιώνουν περαιτέρω τα συνδικάτα, επειδή περιορίζουν κι άλλο τις αρμοδιότητές τους, εφόσον δεν θα έχουν τη δυνατότητα να υπογράψουν κλαδική ΣΣΕ. Συνεπικουρούμενα, όλα αυτά, από την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος συνθέτουν το ζοφερό τοπίο μέσα στο οποίο κινούνται οι δυνάμεις της εργασίας.

Οι οργανώσεις των εργαζομένων, υποβαθμίζοντας την αναγκαιότητα να ανοίξει η συζήτηση για την κρίση στα συνδικάτα, αλλά και να μεταρρυθμίσουν την ατζέντα και τις θεσμικές τους πρακτικές, με τους δικούς τους όρους, ώστε να μην τους επιβάλλει το κράτος, κάθε φορά, την δική του ατζέντα συζήτησης, έρχονται ασθμαίνοντας να αντιμετωπίσουν την νέα επίθεση από την κυβέρνηση. Ωστόσο, ο κόμπος έχει πλέον φτάσει στο χτένι και το βάθος της επίθεσης επιβάλλει να βρεθούν επειγόντως οι τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και των συνδικάτων, ώστε να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι.

*Ο Δ. Κατσορίδας είναι μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

**Σκίτσο του Πάνου Ζάχαρη, από το "Ποντίκι".

Ετικέτες