Το συνέδριο της ΝΔ ήταν η πιο άνοστη σούπα που έδωσε στα τελευταία χρόνια η πολιτική κουζίνα της Δεξιάς.
Με «χάπενινγκ» όπως ο νυχτερινός αγώνας δρόμου (με τη συμμετοχή του Κ. Μητσοτάκη) με στόχο την… «εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών» (!), η ΝΔ προσπαθεί να εμφανιστεί ως ένα «μοντέρνο» κόμμα με «πολιτικό φιλελευθερισμό» και «κοινωνικές ευαισθησίες». Αυτό βέβαια δεν την εμποδίζει να έχει εξαπολύσει ασύδοτους τους ματατζήδες σε επιχειρήσεις αστυνομοκρατίας (όπως στα Εξάρχεια) όπου πέρα από τα χτυπήματα σε νέους-νέες, πέρα από τις επιθέσεις και τα τελεσίγραφα στις καταλήψεις αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, ξεχωρίζουν οι σεξιστικές επιθέσεις στις οποίες διακρίνονται οι πραιτοριανοί του Μητσοτάκη.
Για να χτίσει προφίλ «κοινωνικής αλληλεγγύης», ο Μητσοτάκης κεντράρισε την παρέμβασή του στην εξαγγελία διανομής του «κοινωνικού μερίσματος». Δεν είπε βέβαια ότι φέτος το τμήμα του ματωμένου «υπερπλεονάσματος» που θα διανεμηθεί θα είναι μικρότερο και θα αφορά λιγότερους δικαιούχους. Άλλωστε δεν πολυχρειαζόταν: από την εποχή του Σημίτη και μετά του ΣΥΡΙΖΑ, οι εργαζόμενοι έχουν καταλάβει ότι το «μέρισμα» είναι ο φερετζές της βάρβαρης λιτότητας. Της πολιτικής που πετσοκόβει μισθούς και συντάξεις, διαβρώνει τα πάγια και θεσμοθετημένα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα και μια φορά το χρόνο δίνει για «ξεκάρφωμα» ένα φιλοδώρημα σε όλο και λιγότερους «δικαιούχους».
Έτσι πέρασε στα ψιλά η πρωτοβουλία του Μηταράκη να «ενιαιοποιήσει» τους μηχανισμούς έκδοσης των κύριων και επικουρικών συντάξεων. Το βήμα αυτό δεν είναι καθόλου αθώο: είναι μία ακόμα προετοιμασία για την είσοδο των ιδιωτικών ασφαλιστικών στο δημόσιο σύστημα, για τη «μετάβαση» από το σύστημα καθορισμένων συλλογικών παροχών στο μεταβλητό «ατομικό πορτοφόλι» που θα είναι, λέει, «αποταμίευση-επένδυση» ατομικής ευθύνης. Είναι το σύστημα που μόλις έχει παρουσιάσει στη Γαλλία ο Μακρόν, προκαλώντας την οργή των εργαζομένων και τις προετοιμασίες για μια μεγάλη γενική απεργία στις 5 Δεκέμβρη.
Στο συνέδριο της ΝΔ, ο Σαμαράς άναψε για λίγο τα αίματα ζητώντας την αποδέσμευση από τη Συμφωνία των Πρεσπών και, κυρίως, μιλώντας για «λαθρομετανάστες», για εισβολή και για «λαθρεποικισμό». Αυτή η ανοιχτά ρατσιστική ρητορική είναι πιο άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματική πολιτική της ΝΔ: με τα κλειστά κέντρα κράτησης, με την απαίτηση για σκληρότερους ελέγχους του ΝΑΤΟ και της Frontex στα σύνορα, με το αβγάτισμα των περιστατικών βίαιης απώθησης και πυροβολισμών ενάντια σε απελπισμένους πρόσφυγες.
Στην πρώτη γραμμή της ατζέντας του Μητσοτάκη είναι η σκλήρυνση της πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Αυτό το μήνυμα μετέφερε ο ίδιος ο Μητσοτάκης, ως αίτημα της κυβέρνησής του, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ αλλά και στη Σύνοδο των Ηγετών της ΕΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Αυτό το μήνυμα έστειλε ο Δένδιας με το τελεσίγραφο στον πρέσβη της Λιβύης με την απειλή της απέλασης. Η κυβέρνηση της Δεξιάς δεν έχει καμία αναστολή στο να χωθεί βαθύτερα μέσα στις ιμπεριαλιστικές δολοπλοκίες για την περιοχή, στο να ζητήσει περισσότερα όπλα, στο να υποστηρίξει την ανάπτυξη του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, στο να υποστηρίξει τις προτάσεις Μακρόν για «ανεξάρτητο» ευρωπαϊκό πολεμικό βραχίονα, προκειμένου να βρει στηρίγματα στην επιδίωξή της να παρουσιάσει «εθνικές επιτυχίες» στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.
Στους πρώτους μήνες της στην εξουσία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έδειξε την πρόθεσή της για σκανδαλώδη υποστήριξη των καπιταλιστών: ο «αναπτυξιακός» νόμος του Γεωργιάδη, οι φοροαπαλλαγές που αφορούν αποκλειστικά τις επιχειρήσεις και τον μεγάλο πλούτο, η αξιοποίηση του «υπερπλεονάσματος» για την ενίσχυση των τραπεζών (δημόσιες εγγυήσεις στο σχέδιο «Ηρακλής») και για τη διευκόλυνση της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, είναι αρκετές αποδείξεις.
Πού είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Απέναντι σε αυτή την κυβέρνηση και σε αυτή την πολιτική, η κορυφαία αντιπολιτευτική «κορώνα» του Τσίπρα ήταν να κατηγορήσει τον Μητσοτάκη για «πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας» και να ζητήσει –μαζί με τη Φώφη Γεννηματά– τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, ώστε να υπάρξει, λέει, «συγκροτημένη εθνική στρατηγική».
Στο κόμμα στο οποίο ανδρώθηκε ο Τσίπρας, στο Συνασπισμό, ήταν πολιτική παράδοση: όποτε μιλούσαν για «προγραμματική αντιπολίτευση» εννοούσαν βαθιά καθεστωτική αντιπολίτευση. Αυτό κάνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.
Λίγους μήνες μετά την τριπλή εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη –ήττα που δεν είδαμε πουθενά να ερμηνεύεται και να αιτιολογείται συλλογικά...– ο Τσίπρας βάζει το στόχο να γίνει ξανά... πρωθυπουργός, με την πρόβλεψη για «πρόωρες εκλογές» και την επιδίωξη να σχηματίσει κυβέρνηση «συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων του τόπου», μέσω της απλής αναλογικής.
Δεν πρόκειται για μια –έστω εκλογικίστικη...– απόπειρα υπεράσπισης των λαϊκών δυνάμεων από τις επιθέσεις του Μητσοτάκη. Όταν, παλιότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεδίπλωνε τις εκλογικές τακτικές του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη ΝΔ, φρόντιζε να τις πλαισιώνει με πολιτικές κινήσεις που είχαν μια κάποια δυναμική. Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε την παρέμβαση της ΠΑΣΚΕ απέναντι στην απειλή του (πατρός) Μητσοτάκη για ιδιωτικοποίηση των τραπεζών ή το ρόλο των «Κολλάδων» στην απόπειρα ιδιωτικοποίησης της ΕΑΣ. Ασφαλώς, μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο και μιαν άλλη διαφορετική εποχή...
Όμως σήμερα έχουμε μπροστά μας μια σκέτη φούσκα. Η μόνη πρακτική πρωτοβουλία του Τσίπρα ήταν η ανάδειξη της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης που θα προετοιμάσει, λέει, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Γράφοντας στα παλιότερα παπούτσια του το καταστατικό και τα όργανα του κόμματός του, ο Τσίπρας συγκρότησε ένα γιγάντιο νέο «όργανο» (695 μελών!), το «συνεδρίασε» μόνος του και πήρε «ομόφωνα» την έγκριση της πολιτικής εισήγησής του, διά βοής. Τα φώτα της «διεύρυνσης» θα κέρδιζε η Ρεγγίνα Βάρτζελη, αν έλειπε ο γνωστός τσέλιγκας της προόδου και του πολιτισμού Απόστολος Γκλέτσος...
Ακόμα πιο θλιβερό, πέρα από τις διαδικασίες και τη σύνθεση αυτής της ΚΕΑ, είναι το γεγονός της αφωνίας των στελεχών και των μελών του ΣΥΡΙΖΑ που, αν και για τον χ ή ψ λόγο «κατάπιαν» το 2015 και έμειναν μέσα στις επιλογές του Τσίπρα, είχαν ξοδέψει τα προηγούμενα χρόνια τους αλλιώς και αλλού.
Πρόκειται για μια σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη που συμβαίνει στην εποχή του νεοφιλελεύθερου εκφυλισμού της σοσιαλδημοκρατίας. Στην εποχή που τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχασαν κάθε διαφοροποίηση από τα κεντρώα κόμματα. Στην εποχή που αναδείχθηκαν από τις γραμμές τους ηγέτες σαν τον Ρέντσι και σαν τον Μακρόν. Στην εποχή που δεν δίστασαν να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά, όταν οι πολιτικές συνθήκες ή η εκλογική αριθμητική το απαιτούσαν. Και αυτό το τελευταίο κανένα μέλος και στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να το ξεχνά.
Για τους περιπλανώμενους «αστέρες» του ρημαγμένου ΠΑΣΟΚ, για τα θραύσματα της εκσυγχρονιστικής «Αριστεράς», η συγκρότηση ενός πόλου με όπως όπως κυβερνητικές προσδοκίες μπορεί να είναι αρκετή. Όχι όμως για τους ανθρώπους που θέλουν να υπερασπίσουν τη ζωή τους και τα βασικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά