Κριτική στις κριτικές που γράφτηκαν για την ταινία «Hands of Stone» («Μαζί ως την κορυφή»).
Τώρα με την κρίση δεν ξοδεύεις εύκολα τα λεφτά σου για να δεις μια ταινία στο σινεμά, και μάλιστα με θέμα το επαγγελματικό μποξ, ακόμη κι αν παίζει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο τον δεύτερο ρόλο, αυτόν του προπονητή του βασικού ήρωα. Ψάχνεις να δεις πρώτα κριτικές. Σίγουρα πολύς κόσμος έκανε αυτό το ψάξιμο, πριν αποφασίσει να πάει στο “Hands of Stone”, και σίγουρα μεγάλο κομμάτι του κοινού αυτού επέλεξε κάτι άλλο, παρά να δώσει το χρήμα και το χρόνο του σε μια ταινία που “θάβουν” όλοι σχεδόν οι κριτικοί του κινηματογράφου μαζί.
Βέβαια, το θάψιμο γίνεται “με το γάντι”, αναγνωρίζοντας συνήθως και κάποιες αρετές στην ταινία, ιδιαίτερα στο παίξιμο του διάσημου Ντε Νίρο, ή ακόμα και στο νεύρο και το πάθος του κολομβιανού πρωταγωνιστή Έντγκαρ Ραμίρες, που ερμηνεύει τον πεινασμένο μιγά ήρωα του έργου: Πρόκειται για τον Ρομπέρτο Ντουράν, διάσημο πυγμάχο της δεκαετίας του ’80. Ο μιγάς, «cholo» στα ισπανικά, σκαρφαλώνει, χάρη στις γροθιές του, από την περιφρονημένη παραγκούπολη «Chorillo» του Παναμά, στο βάθρο του παγκόσμιου πρωταθλητή πυγμαχίας ελαφρών βαρών, κι αυτό είναι το βασικό “στόρυ” στην ταινία. Η κατακλείδα όλων σχεδόν των κριτικών είναι ξεκάθαρα αποτρεπτική: “Ξερός ακαδημαϊσμός”, “προβλέψιμη”, “μόλις που διασώζεται από την απόλυτη τηλεοπτική μετριότητα”, “κατώτερο κι από το περσινό σταλόνιο sequel” κλπ. κλπ. κι αυτό σίγουρα είναι που μένει σε όποιον και όποια κάνει το λάθος να εμπιστευτεί τις κριτικές και τις πένες αυτών που τις γράφουν.
Αρκεί όμως να ρίξετε μια ματιά σε μια από τις κριτικές, αυτή που γράφτηκε για το περιοδικό “Lifo”, τον προμαχώνα του lifestyle και της ρηχότητας, για να αρχίσετε να υποψιάζεστε πως άλλα είναι τα ελατήρια των κριτών. Η κριτική στο “Lifo” είναι ένα αρκετά συγκρατημένο στο ύφος του κείμενο, που δεν μπορεί όμως να κρύψει την ελιτίστικη άποψη του συγγραφέα του: “Ακροβατεί ανάμεσα στη συμβατική βιογραφία και το πολιτικό μανιφέστο”, σύμφωνα με τον καλό αυτόν κύριο, η ταινία μας. Εδώ ο κριτής μας, μέσα από την κριτική του, μας αποκαλύπτει στην πραγματικότητα λίγα για την ταινία, αλλά πολλά περισσότερα για τον ίδιο του τον εαυτό που, όπως φαίνεται, έχει την τάση να σηκώνει απαξιωτικά τη μύτη του απέναντι στις “συμβάσεις” και –κυρίως- απέναντι στην πολιτική.
Μια άλλη κριτική, η μόνη απ’ όσες διαβάσαμε που στέκεται κάπως φιλικά απέναντι στην ταινία, αυτή της Λήδας Γαλανού στο FLIX, μας προχωρά ένα βήμα παρακάτω: Ο “cholo” με τις γροθιές του “εκτονώνει την οργή του ενάντια στους πλούσιους, τους προνομιούχους και τους αποικιοκράτες Αμερικανούς που εκμεταλλεύτηκαν τη διώρυγα του Παναμά και τον πληθυσμό του”. Εδώ μπορεί και να αισθανθεί κάποιος πως, κάτω από το σάβανο που ρίξανε οι κριτικές στην ταινία, ίσως να υπάρχει ένα σώμα που να έχει μέσα του ζωή. Επειδή η ταινία μας στην πραγματικότητα δεν άφησε αδιάφορους τους κριτές της αλλά, αντίθετα, μάλλον τους ενόχλησε πολύ… Εδώ είχανε να κάνουν όχι με μιαν ακόμη ταινία για το μποξ, καλύτερη ή χειρότερη από τις προηγούμενες, αλλά με μια πολιτική ταινία που αφηγείται την ιστορία ενός πολύ ιδιαίτερου και εμβληματικού μποξέρ, μια ταινία που διαθέτει ιδέες και παίρνει θέση.
Αλλά μέχρις εδώ η διερεύνηση μέσα από τα κείμενα των κριτικών, που μπερδεύεται κανείς κάποιες φορές αν κρατάνε πένα ή φτυάρι όταν γράφουν. Επειδή, για να έρθουμε σε επαφή με το σφυγμό, τη ζωντάνια και τους χυμούς αυτής της ταινίας, πρέπει να κάνουμε το άλμα και να πάμε να τη δούμε. Και τότε, θα ανακαλύψουμε αναπάντεχους θησαυρούς…
Οι άνθρωποι και τα θηρία
Ένα πολύ δυνατό σκηνοθετικό εφεύρημα, που έχει χρησιμοποιηθεί συχνά σε ταινίες για το μποξ, είναι το να εστιάζει η κάμερα πάνω στα πρόσωπα των θεατών, την ώρα που παρακολουθούν τον αγώνα στο ρινγκ. Σε τέτοιες σκηνές, ο σκηνοθέτης δημιουργεί την αίσθηση πως τα άγρια θηρία που διψούν για αίμα δεν βρίσκονται μέσα, αλλά γύρω από το ρινγκ. Έτσι, η μοχθηρία, η λύσσα και η θρασυδειλία, που αποτυπώνονται στα βλέμματα του κοινού, κάνουν έντονη αντίθεση με την αγωνία και τον φόβο των πυγμάχων που παλεύουν να κρατηθούν όρθιοι, για έναν γύρο ακόμα, για να μην καταρρεύσει ο καθένας τους νικημένος πάνω στο καναβάτσο.
Ο Γιακουμπόβιτς, ο σκηνοθέτης από τη Βενεζουέλα που γύρισε την ταινία μας, προχωρεί αυτό το εύρημα ένα επίπεδο παραπάνω: Εστιάζει πάλι στα πρόσωπα των θεατών, μόνο που τώρα η κάμερα δεν κινηματογραφεί ουδέτερα, αλλά στέκεται απέναντι στο κάθε πρόσωπο με άποψη. Αλλιώς φωτίζονται οι θεατές, όταν είναι χορτάτοι και καλοζωισμένοι και ορέγονται αίμα και εκτόνωση και εντελώς αλλιώτικα, όταν είναι πεινασμένοι και φτωχοί και διψούν για δικαίωση.
Όταν οι εξαθλιωμένοι πανηγυρίζουν για τον “cholo”, τον άνθρωπό τους και εκπρόσωπο των πόθων τους, ο σκηνοθέτης αποτυπώνει την ανάταση και τον ενθουσιασμό στα βλέμματά τους. Δεν υπάρχει τίποτα το άσχημο, το βάναυσο, στη χαρά των ταπεινών. Είναι σα να ψηλώνουν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, σα να σπάνε επιτέλους τα δεσμά τους.
Αντίθετα, όταν ο φακός στρέφεται στους πλούσιους, δεν τους χαρίζεται. Τους συλλαμβάνει στη στιγμή ακριβώς που αποκαλύπτουν τη μικρότητα του χαρακτήρα τους και τους αποδίδει στο φιλμ σα να τους παραδίδει στο δικαστήριο της Ιστορίας.
Αλλά η ταινία δεν εξαντλείται στις σκηνές των αναμετρήσεων στο ρινγκ: Δείχνει πολύ έντονα πως η πραγματικά αιματηρή και επικίνδυνη αρένα είναι ο δρόμος και η σύγκρουση με τις πάνοπλες δυνάμεις καταστολής, και όχι το καναβάτσο. Η ταινία ξεκινά με μια φονική αναμέτρηση: Πρόκειται για την “Ημέρα των Μαρτύρων”, την 9η Γενάρη 1964, όταν οι Βορειοαμερικάνοι πεζοναύτες δολοφόνησαν 25 νεαρούς Παναμέζους διαδηλωτές, για να μην τολμήσουν να πλησιάσουν τη Διώρυγα. Το σενάριο εδώ θέλει τον εντεκάχρονο “cholo” να συμμετέχει στη διαδήλωση και να αποκτά συνείδηση μέσα από τη σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική υπερδύναμη.
Ο σκηνοθέτης αρχίζει με μια δυνατή σκηνή, όπου καλοθρεμμένοι και καλοντυμένοι φοιτητές Βορειοαμερικανοί, κάνοντας κλοιό γύρω από το κοντάρι της σημαίας των ΗΠΑ στη διώρυγα, φωνάζουν προκλητικά ενάντια στους διαδηλωτές που πλησιάζουν. Οι φωνές είναι εκ του ασφαλούς επειδή, γύρω από τα χορτασμένα Βορειοαμερικανόπουλα, υπάρχουν πολλές σειρές με πάνοπλους πεζοναύτες των ΗΠΑ. Κι όταν αρχίζουν τα πυρά κι ο πρώτος διαδηλωτής πέφτει κάτω χτυπημένος σαν πουλί, ο φακός ζουμάρει πάνω σε ένα εντυπωσιακά όμορφο πλουσιοκόριτσο, υπερασπίστρια της σημαίας των ΗΠΑ, που χοροπηδά ενθουσιασμένη για το πρώτο χυμένο αίμα. Η σφαγή των αθώων ξεκινά ταυτόχρονα με το θρίαμβο της αχρειότητας…
H πτώση…
Ο πραγματικός Ρομπέρτο Ντουράν, παιδί του δρόμου που πυγμαχούσε από 10 χρονών για να κερδίσει το ψωμί του, κατάφερε να κατακτήσει τον κορυφαίο τίτλο στην κατηγορία του - τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή - τον Ιούνη του 1980. Αντίπαλός του, ο προηγούμενος παγκόσμιος πρωταθλητής ελαφρών βαρών, ο Βορειοαμερικανός Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ (καμία απολύτως σχέση με τον Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον, που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή στο μποξ και υπήρξε το ίνδαλμα του Μωχάμετ Άλη). Ο αντίπαλος του Ντουράν ήταν ένας σημαντικός πυγμάχος και ταυτόχρονα μια προσωπικότητα που συμβόλιζε τη βιτρίνα του αμερικάνικου ονείρου.
Η αναμέτρηση ανάμεσα στο προϊόν του αμερικανικού βιομηχανικού πρωταθλητισμού από τη μια και στο παιδί της παραγκούπολης από μια χώρα υπόδουλη ουσιαστικά στις ΗΠΑ από την άλλη, πήρε εξαρχής έντονο πολιτικό χρώμα, και η νίκη του Ντουράν εξελίχθηκε, στον πλανήτη όλο και ιδιαίτερα στον Παναμά, σε πανηγύρι των καταπιεσμένων…
Ήδη, η ζωή του νέου παγκόσμιου πρωταθλητή Ρομπέρτο Ντουράν θα μπορούσε να είναι το υλικό για μια σειρά ταινίες, κόμικ και βιβλία. Όμως όλο το παγκόσμιο κοινό του μποξ έχει συνδέσει πια τον Ρομπέρτο Ντουράν με τον επόμενο ακριβώς αγώνα του, τη ρεβάνς που ζήτησε και πέτυχε ο νικημένος Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ από τον αντζέντη του Ρομπέρτο Ντουράν. Η ρεβάνς δόθηκε λίγους μήνες αργότερα και, στο πιο κρίσιμο σημείο του αγώνα στον 8ο γύρο, ο Ντουράν κατέβασε τα χέρια και σταμάτησε τον αγώνα, λέγοντας τη χαρακτηριστική φράση “Nó mas” (“Όχι άλλο”). Θεωρήθηκε ως η πιο ντροπιαστική παραίτηση σε όλη την ιστορία των πυγμαχικών αναμετρήσεων! Το ίνδαλμα των καταφρονημένων τα παράτησε και αποχώρησε από το ρινγκ, αφήνοντας μάλιστα να περάσουν χρόνια μέχρι να ξαναεμφανιστεί σε αγώνα μποξ…
Όπως είναι φυσικό κι επόμενο, η ταινία μας όχι απλώς ασχολείται με την καταβαράθρωση του Ντουράν, αλλά και επιχειρεί να δώσει μια εξήγηση στο συμβάν.
Εδώ λοιπόν ο σκηνοθέτης καταθέτει ξεκάθαρα πως η απάντηση δεν κρύβεται σε κάποιες “άγνωστες” προσωπικές πληροφορίες για το τι συνέβη εκείνες τις στιγμές στον Ντουράν, αλλά αντίθετα βρίσκεται στην ίδια τη φύση του πρωταθλητισμού. Ο Ντουράν έτρεχε σαν άλογο για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του στο μποξ και πολύ απλά χρειαζόταν άμεσα ξεκούραση και ηρεμία, και όχι να επιταχύνει το ρυθμό των ματς και των εξοντωτικών προπονήσεων που συνεπάγονταν. Ο Ντουράν “κάηκε” εξαιτίας της ανάγκης του συστήματος του μποξ να αποκομίσει όσα περισσότερα κέρδη μπορεί από τους πρωταθλητές πριν “ολοκληρώσουν τον κύκλο τους” και πάψουν να είναι κερδοφόροι.
Πριν και μετά τον Ντουράν, ένας ατέλειωτος αριθμός από αθλητές της πυγμαχίας ανεβαίνουν για λίγο στο βάθρο και μετά χάνονται, ενώ νέοι αναλώσιμοι παίρνουν τη θέση τους. Δεν αρκεί να κερδίσει ένας “καλός”, ένα “παιδί του λαού” - ή και περισσότεροι - για να αλλάξουν τα πράγματα στο μποξ, ή οπουδήποτε αλλού. Το σύστημα δεν πολεμιέται από τα μέσα, αντίθετα είναι κρεατομηχανή που αλέθει τους νέους μαχητές και τις καλύτερες προθέσεις. Και η μόνη διαφορά που κατάφερε ο Ντουράν ήταν πως δεν έπεσε κάτω από τα χτυπήματα ενός αντίπαλου, αλλά, έστω τελευταία στιγμή, αρνήθηκε να παίξει το παιγνίδι όπως το όριζαν οι μεγαλοκαρχαρίες του μποξ και δεν δέχτηκε να είναι ένα άλογο κούρσας στον ιππόδρομο.
Έτσι, δεν υπήρχαν στην ταινία μας γαργαλιστικά μυστικά και φλύαρη περιπτωσιολογία, αλλά μονάχα καθαρή πολιτική θέση εντελώς αντίθετη στις αξίες του πρωταθλητισμού και του καπιταλισμού εν γένει. Κι αυτό δεν άρεσε στους κριτικούς, ξεκινώντας πρώτα από τους γράφοντες για αγγλόφωνο κοινό και στη συνέχεια στους εδώ αναμεταδότες τους, που βρήκαν ως “ξερά ακαδημαϊκή” την προσέγγιση του σκηνοθέτη…
Αλλά μήπως ο Ντουράν, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, αποδίδεται ως μονοδιάστατη φιγούρα, ως ένας χάρτινος “ήρωας του καλού”, όπως απειράριθμοι παρόμοιοι στο αμερικάνικο σινεμά;
Ισχυριζόμαστε πως η ταινία απέφυγε ικανοποιητικά αυτόν τον σκόπελο, παρουσιάζοντας έναν Ντουράν σύνθετο, αντιφατικό και πολύ ανθρώπινο. Ο ήρωας της ταινίας, ενώ είναι ξεκάθαρα αντιϊμπεριαλιστής και αντίπαλος των πλούσιων, έχει ταυτόχρονα πολλά θέματα για να δουλέψει. Ο Ντουράν φλερτάρει αδιάκοπα με την αλαζονεία, η συμπεριφορά του είναι συχνά σεξιστική και, ενώ διαθέτει συνήθως λαμπρό ένστικτο, του λείπουν πάρα πολύ οι επεξεργασμένες ιδέες για τις σχέσεις των ανθρώπων και για την κοινωνία.
Ο Ντουράν καταλαβαίνει από την εμπειρία του πως ο κόσμος είναι χωρισμένος σε δυο ουσιαστικά τάξεις. Κι όταν ο ίδιος γίνεται πολύ πλούσιος, αναλαμβάνει και εξασφαλίζει το καθημερινό συσσίτιο για όλη την παραγκούπολη “Chorillo”, από όπου κατάγεται, και δεν ξεχνά ποτέ τους ανθρώπους που τον συντρόφευαν στα χρόνια της πείνας. Κι όμως, ταυτόχρονα δείχνει απίστευτη αφέλεια απέναντι στους πολιτικούς ηγέτες, όπως τον Ομάρ Τορρίχος του Παναμά, που υπόσχονται “έντιμες συμφωνίες” με τις ΗΠΑ για να παραχωρήσουν οικειοθελώς τμήματα της κυριαρχίας τους στους λαούς της Νότιας Αμερικής. Και ο Ντουράν κατρακυλά στην απελπισία όταν αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο τέτοιων “ελπίδων”…
Στον ήρωα της ταινίας, τίποτα το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Βιώνει την ήττα, την απομόνωση, την παρακμή και την απόλυτη παραίτηση. Ζει μέσα στο πιο βαθύ του είναι το τι σημαίνει να είσαι νικημένος. Ο Ντουράν συντρίβεται και βουλιάζει μέχρι το βυθό της ατίμωσης.
Και μετά… ξαναβγαίνει στην επιφάνεια. Χάρη στον προσωπικό εμψυχωτή του ήρωα, τον Τσαφλάν, τον δάσκαλο της αξιοπρέπειας.
Και ο Ντουράν ξεκινά την επιστροφή του στο ρινγκ, αρχίζοντας το ταξίδι του από τον Μαύρο Χριστό του Πορτομπέλο…
…και η νεκρανάσταση
Σε μια από τις κριτικές, την πιο απροκάλυπτα επιθετική, καταδικάζεται η ταινία με περισσό δηλητήριο, ανάμεσα στα άλλα και διότι περιέχει “μια όψιμη σκηνή φολκλόρ θρησκευτικής λιτανείας”. Αυτή η σκηνή στιγματίζεται ως το τελειωτικό δείγμα της “αδυναμίας” του σκηνοθέτη “να πατήσει πόδι στο υλικό του”.
Εμείς, αντίθετα, βρήκαμε πολύ ταιριαστή τη σκηνή της “φολκλόρ λιτανείας”. Πρόκειται για την πιο πολυπληθή λαϊκή συγκέντρωση που γίνεται κάθε χρόνο στον Παναμά, στις 21 Οκτώβρη, και τελείται από τον 17ο αιώνα. Είναι η γιορτή του “Μαύρου Χριστού του Πορτομπέλο”, του ξύλινου αγάλματος που βρέθηκε σ’ αυτό το χωριό το 1658 και απεικονίζει έναν κατάμαυρο Χριστό που σέρνει τον σταυρό του και που το πρόσωπό του σπαράζει με απίστευτη εκφραστικότητα από το μαστίγιο που του χαράσσει την πλάτη.
Οι μαύροι, οι μιγάδες και οι Ινδιάνοι του Παναμά έχουν ταυτιστεί με το πρόσωπο του Μαύρου Χριστού και που αποδίδει, με την έκφρασή του, καλύτερα από εκατό μελέτες και άρθρα το τι σήμαινε η σκλαβιά και η αποικιοκρατία για τις υπόδουλες τάξεις, από την εποχή της κατάκτησης της Αμερικής από τους Ευρωπαίους, ως σήμερα. Γι’ αυτό και οι ταπεινοί του Παναμά περπατούν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν μέχρι το Πορτομπέλο.
Στην ταινία, ο Ντουράν, όταν ανακάμπτει από την παραίτηση, πάει να δέσει το νήμα με τους πόθους του λαού του, και, προτού αρχίσει να προπονείται πάλι, παίρνει θέση ως ένας από αυτούς που σηκώνουν στους ώμους τους το άγαλμα του Μαύρου Χριστού στη γιορτή. Ο Μαύρος Χριστός δεν είναι φολκλόρ ούτε θρησκεία, κι ας περιέχει και τα δύο. Ο Μαύρος Χριστός είναι η σημαία και η περηφάνια των καταφρονεμένων, η δήλωση πίστης των ηττημένων της Ιστορίας, που επιμένουν να κρατούν την ταυτότητά τους. Και ο Ντουράν δηλώνει με τη συμμετοχή του το “εδώ ανήκω κι εδώ θα σταθώ”, για να αρχίσει πάλι τον αγώνα…
Οι σαλταδόροι: αγώνας δρόμου με την πείνα και τον θάνατο
Αρκετές σκηνές στην ταινία μας θυμίζουν εικόνες από την εποχή της Κατοχής στην Ελλάδα. Ο μικρός “cholo” κλέβει συχνά μάνγκο μέσα από την περίφραξη των πεζοναυτών στη Διώρυγα του Παναμά και τα μοιράζεται πρώτα με τα πεινασμένα αδέλφια του στο σπίτι και κατόπιν με τα παιδιά της γειτονιάς.
Στο σπίτι του Ντουράν δεν υπάρχει πατέρας, όπως και σε αρκετά άλλα σε όλη την παραγκούπολη. Όμως δεν λείπει η προστατευτική φιγούρα που συγκινεί και παρακινεί τα παιδιά στην ξεχασμένη γειτονιά. Πρόκειται για τον Τσαφλάν, έναν απόλυτα εξαθλιωμένο μιγά, που βρίσκεται μόνιμα στο όριο του να σβήσει από την πείνα. Ο Τσαφλάν είναι ο δάσκαλος και ο εμψυχωτής των παιδιών. Βέβαια δεν διδάσκει γράμματα, επειδή είναι αναλφάβητος, όμως τους μαθαίνει πρώτα από όλα αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια, κέφι ακαταπόνητο και σθένος ακατάβλητο. Ο Τσαφλάν, ο παρίας που δεν έχει δεύτερο ρούχο να φορέσει, μεταμορφώνεται σε δάσκαλο της υψηλοφροσύνης.
Έτσι, η ζωή του Τσαφλάν αποκτά νόημα. Κάθε στιγμή, με τη στάση του μέσα στην κόλαση της παραγκούπολης δίνει το παράδειγμα της ευγένειας και της αντοχής σε όλα τα δύσκολα. Ο Τσαφλάν, ακόμα κι όταν κλέβει, λέει πάντοτε “ευχαριστώ” και το ίδιο διδάσκει και στα παιδιά. Ο Τσαφλάν ασκεί κι αυτός για βιοπορισμό, παρά τα χρόνια του, το επάγγελμα του σαλταδόρου.
Ο καταλανός ηθοποιός Όσκαρ Χενάδα που υποδύεται τον Τσαφλάν χαρίζει στο ρόλο τη σεμνότητα που απαιτεί, μαζί όμως με την ένταση των συναισθημάτων, γιατί αυτός ο ήρωας δεν απαρνιέται την πραγματικότητα. Aντίθετα, τη ζει όσο πιο παθιασμένα μπορεί. Εδώ οι κριτικοί του κινηματογράφου τηρούν ολοκληρωτική σιγή ασυρμάτου. O Τσαφλάν δεν υπάρχει στα γραπτά τους ούτε ως υποσημείωση.
Βέβαια, οι περισσότεροι από αυτούς δεν παραλείπουν να σχολιάσουν το “ατάλαντο”, όπως το χαρακτηρίζουν, παίξιμο της κουβανέζας ηθοποιού Άνα ντε Άρμας, που εμφανίζεται στην ταινία ως σύζυγος του πυγμάχου Ντουράν, ενώ ταυτόχρονα παραληρούν για τη θέα του γυμνού κορμιού της. Αλλά είναι ανθρώπινο και κατανοητό να στέκεται κανείς στην επιφάνεια, κι ακόμη πιο φυσικό το να μην παρατηρεί κανείς καθόλου όσα δεν αντέχει να δει.
Έχει τόση σημασία, όση της δίνουμε εμείς, ένας δεύτερος ή τρίτος ρόλος σε μια δίωρη ταινία;
Είναι αξιοσημείωτο πως στα έργα που κάνουν θόρυβο και εύκολα μετά ξεχνιούνται, οι μεγάλες ατάκες και οι βαριές δηλώσεις να γίνονται από τους πρωταγωνιστές, τα κύρια πρόσωπα του έργου.
Όμως, αντίθετα, στη μεγάλη λογοτεχνία πολύ συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Στα έργα του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι τις μεγάλες αλήθειες και τις πιο αξιομνημόνευτες δηλώσεις τις κάνουν κατά κανόνα τα “μικρά” πρόσωπα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στον Όμηρο, όπου τα πιο βαθιά και σημαντικά αισθήματα και τους αντίστοιχα δυνατούς στίχους που τα εκφράζουν τα βιώνουν και τα αποδίδουν οι Τρώες κι όχι οι νικητές Αργείοι, που πάνω τους πέφτουν τα φώτα. Και στην ελληνική τραγωδία, ο χορός είναι γενικά πολύ πιο βαθύς και ουσιαστικός στις παρατηρήσεις του από ό,τι οι ηθοποιοί.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί αυτή την παράδοση. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο σε όλη τη διάρκεια του φιλμ διατυπώνει πολλά τσιτάτα για τη στρατηγική και τις τεχνικές που πρέπει να διαθέτει ένας μαχητής. Για το ότι στο μποξ αποφασίζει το μυαλό κι όχι η δύναμη κλπ. Όμως η πραγματικά αξιομνημόνευτη φράση για το μποξ λέγεται από έναν “μικρό” ηθοποιό, έναν μαύρο ατζέντη που αποκρούοντας τα μανατζερίστικα τσιτάτα του Ντε Νίρο απαντά: “το μποξ διοικείται από εγκληματίες, καθάρματα και απατεώνες από τότε που γεννήθηκε”.
Όμως, καμιά δήλωση δεν έχει τη δύναμη του παραδείγματος. Ο Τσαφλάν στο έργο μας δεν δηλώνει απλώς, αλλά θυσιάζεται, χαράζοντας ξανά τα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο αυτών που δεν έχουν τίποτα, και εκείνων που στέκονται φρουροί του πλούτου. Ο Τσαφλάν είναι πολύ γέρος πια για να τρέχει κυνηγημένος από τους νοικοκυραίους για λίγο φαγητό. Και δεν αντέχει.
Στα “Τετράδια Ημερολογίου” του ο Γιώργος Θεοτοκάς σημειώνει μια δυνατή σκηνή από την Κατοχή στην Αθήνα: ένας πεινασμένος κλέβει από έναν πάγκο λίγο ψωμί, δαγκώνοντάς το ενώ τρέχει. Οι ιδιοκτήτες του πάγκου τον κυνηγάνε και τον προφταίνουν, τον ρίχνουν στο έδαφος και τον κλωτσάνε με μανία. Και ο πεινασμένος, ενώ δέχεται ανελέητα χτυπήματα, συνεχίζει να καταβροχθίζει όσο περισσότερο ψωμί μπορεί.
Ο Τσαφλάν, στην Πόλη του Παναμά το ’80, δεν έχει την τύχη να γλυτώσει μονάχα με έναν άγριο ξυλοδαρμό, πληρώνει με τη ζωή του το λίγο κλεμμένο φαγητό του.
Και οι κριτικοί μας, που δεν τσιγκουνεύονται σχόλια για τα κάλλη της Ντε Άρμας, εδώ υλοποιούν το «απορία ψάλτου, βηξ!»
Αλλά θα μπορούσαν ποτέ να μιλήσουν για τα χρώματα οι τυφλοί, να αναλύσουν τη μουσική οι κουφοί και να αντιληφθούν τη μαγεία, τη συγκίνηση και την ουσία του σινεμά οι κριτικοί του κινηματογράφου;
Και η επιστροφή του Ντουράν στο ρινγκ, όπως και κάθε αποφασισμένη αναμέτρηση των παραγκωνισμένων με τους κατέχοντες και τους ισχυρούς, γίνεται για όλους τους Τσαφλάν του κόσμου!
Κλείνοντας το σημείωμα για το “Hands of Stone”, θα άξιζε να σημειωθεί το μήνυμα όλου του έργου που συμπυκνώνεται σε μια φράση: αυτήν τη διατυπώνει ο πεζοναύτης των ΗΠΑ που κυνηγά με το όπλο στο χέρι τον πιτσιρίκο Ντουράν για τα κλεμμένα μάνγκος.
“Βγες έξω και κολύμπα” είναι το ουρλιαχτό του πεζοναύτη, κι ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει τη σκηνή, για να μας εντυπωθεί, και στο τέλος του έργου.
“Βγες έξω και κολύμπα”, γιατί η ζωή είναι μάχη, και ο αντίπαλος μας πλησιάζει έχοντας ντυθεί όλη την περίφρακτη και πάνοπλη θρασυδειλία του.
“Βγες έξω και κολύμπα”, γιατί η παραίτηση βοηθά μόνο τους πλούσιους και τους ισχυρούς. Εμάς μας κρατάει και μας συντηρεί ο αγώνας.
“Βγες έξω και κολύμπα”, γιατί θα κερδίσουμε τόση δικαιοσύνη, όση εμείς αποσπάσουμε από τα αφεντικά.
“Βγες έξω και κολύμπα”, για να πάρουν κάποτε τα όνειρα εκδίκηση.
“Βγες έξω και κολύμπα”. Τώρα!