Το πρώτο διάστημα της κυβερνητικής θητείας του Μητσοτάκη φτάνει στο τέλος του.

Η περίοδος όπου αντλούσε δυναμική από την πολιτική/εκλογική νίκη του στις εκλογές του 2019 (ή για την ακρίβεια, από την πολιτική/εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ) φτάνει στο όριό της. Ο κόσμος συγκεντρώνει εμπειρίες από το πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο της «στρατηγικής» Μητσοτάκη και, τελικά, από αυτόν τον παράγοντα θα κριθεί η δύναμη που θα διατηρήσει –ή όχι– η κυβέρνησή του.

Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά «καυτά» ζητήματα, το καθένα εκ των οποίων μπορεί να αποδειχθεί Βατερλό για τη ΝΔ. Σημειώνω εξαρχής τη γνώμη ότι το βασικό «ατού» του Μητσοτάκη, μπροστά σε αυτή την εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική περίοδο, είναι η πολιτική ανικανότητα της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει απεμπολήσει κάθε γνώρισμα της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής, που θα ήταν απαραίτητη για να οικοδομηθεί αντίπαλο δέος απέναντι στη Δεξιά. 

Πανδημία

Είναι πλέον κοινή συνείδηση ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι εδώ. Είναι επίσης κοινή συνείδηση ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει ότι προτεραιότητά της είναι η υποστήριξη της οικονομίας (δηλ. των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης) και όχι η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας. 

Η καθυστέρηση (για την ακρίβεια, η άρνηση) στην ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων, είναι κυριολεκτικά σκανδαλώδης. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι οι γιατροί, οι νοσοκόμες, όλο το νοσηλευτικό προσωπικό, που απεργούν και κατεβαίνουν στο δρόμο, έχουν απολύτως το δίκιο με το μέρος τους και ως προς τα αιτήματά τους, αλλά και ως προς το βασικό ισχυρισμό τους ότι η επείγουσα ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων είναι γραμμή άμυνας για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Και όμως η κυβέρνηση έστειλε τα ΜΑΤ ενάντια στους αγωνιζόμενους νοσηλευτικούς. 

Την ίδια στιγμή, στην τρέχουσα συγκυρία, εξελίσσονται δύο σημαντικές εμπειρίες, που αφορούν εκατομμύρια ανθρώπους. 

Γίνεται κοινή πείρα το γεγονός ότι οι χώροι εργασίας είναι πιθανό να γίνουν χώροι υπερμετάδοσης της Covid-19. Η πολιτική της «ατομικής ευθύνης» στο εργοστάσιο, στο γιαπί, στα μαζικά γραφεία, αφήνει τους εργαζόμενους στο έλεος του ιού. Τα ουσιαστικά μέτρα ασφαλείας προϋποθέτουν σοβαρές αναδιοργανώσεις στη διαδικασία της παραγωγής, στα μέσα μεταφοράς κ.ο.κ., που έχουν σοβαρό κόστος. Η κυβέρνηση, σε πλήρη ταύτιση με τους εργοδότες, αποκλείει κάθε πολιτική που θα μετέφερε αυτό το κόστος πάνω στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και επιλέγει να συνεχίσει η παραγωγική διαδικασία ως έχει, επιλέγει δηλαδή να πληρωθεί το κόστος από τους εργαζόμενους, με αρρώστους και νεκρούς. 

Το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση αξιοποιεί τη συγκυρία της πανδημίας για να επιταχύνει την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Τα μέτρα «ενίσχυσης της εργασίας» (όχι των εργαζομένων), με την επιδότηση του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών των νεοπροσλαμβανομένων, υπό την μόνη προϋπόθεση της διατήρησης των αριθμών απασχόλησης (όχι κατ’ ανάγκη των ίδιων εργαζομένων), οδηγούν σε αυτό που το σχέδιο Πισσαρίδη ονομάζει «αύξηση της κινητικότητας στην εργασία». Σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει απολύσεις παλιότερων (πιο ακριβών) εργατών, αντικατάστασή τους με νεότερους (πιο φτηνούς, επιδοτούμενους) και αέναη περιοδικά επανάληψη του φαινομένου, τουλάχιστον στους τομείς της εργασίας όπου δεν απαιτείται μεγάλη εξειδίκευση. Σε όποιες χώρες αυτή η πολιτική έχει εμπεδωθεί (π.χ. Βρετανία) έχει αποδειχθεί πραγματικός καρκίνος για την εργατική τάξη, τα συνδικάτα, για το εργατικό κίνημα. 

Το ανάλογο γίνεται στα σχολεία. Το άνοιγμά τους χωρίς προσλήψεις εκπαιδευτικών, χωρίς προσλήψεις πρόσθετου προσωπικού καθαριότητας, χωρίς την παραμικρή πρόσθετη δαπάνη για τα κτίρια και τις υποδομές λειτουργίας, σημαίνει ότι η κυβέρνηση παίζει ζάρια με την υγεία εκατοντάδων χιλιάδων νοικοκυριών. Οι μαθητικές καταλήψεις έχουν απολύτως δίκιο στο «πρόγραμμα» των αιτημάτων τους. Και όμως, ξανά, η κυβερνητική απάντηση ήταν τα ΜΑΤ. Και εδώ συμβαίνει κάτι βαθύτερο: η πολιτική της Κεραμέως οδηγεί στην πλήρη υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου, με την «ευκαιρία» του κορονοϊού, στην αύξηση της πίεσης πάνω και στα στοιχειωδώς εύπορα μεσοστρώματα να στραφούν προς την ιδιωτική εκπαίδευση. Στις χώρες όπου αυτό έχει συμβεί, έχει αποδειχθεί ένα μεγάλο πλήγμα για τις εργατικές οικογένειες και τις φτωχότερες λαϊκές μάζες. 

Είναι προκλητικό σκάνδαλο το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του Μητσοτάκη προβλέπει, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, μείωση των δαπανών που αφορούν «οφέλη» της κοινωνίας κατά 1 δισ. ευρώ. Και γίνεται προκλητικότερο την ώρα που η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει εξοπλισμούς με κόστος πάνω από 10 δισ. ευρώ!

Η πανδημία διαμορφώνει μια κοινωνική πυριτιδαποθήκη που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να εκραγεί στα χέρια του Μητσοτάκη. 

Ελληνοτουρκικά

Εξίσου σημαντικές είναι οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Η μετάβαση από τις «διερευνητικές επαφές» στο διάλογο και μετά στη Χάγη, θα είναι ένα επικίνδυνο ναρκοπέδιο για τον Μητσοτάκη. 

Κατ’ αρχήν, η συνολική άρνηση αυτής της «στροφής» από τον εθνικιστικό χώρο δεν αντέχει στην αναμέτρηση με τις πιέσεις της συγκυρίας. Όπως δήλωσε και ο Βενιζέλος, η κατοχύρωση «κερδών» στην υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ, «δεν έχει άλλη εναλλακτική» από την οργάνωση της προσφυγής στη Χάγη. Όμως αυτή η πορεία δεν θα είναι καθόλου ανθόσπαρτη. Η Τουρκία βγάζοντας και βάζοντας το Oruc Reis στα διεθνή ύδατα, υπενθυμίζει ότι ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα δεν υπάρχουν, αν νωρίτερα δεν οριοθετηθούν με διεθνείς συμφωνίες. Η ελληνική διπλωματία μπορεί να δηλώνει στην εσωτερική κατανάλωση ότι προτίθεται να φτάσει στη Χάγη μόνο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωών, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτή η οριοθέτηση είναι αδύνατο να γίνει αν δεν συμπεριληφθεί στη διαπραγμάτευση το ζήτημα της «επήρειας» συγκεκριμένων νησιών και το ζήτημα της κυριαρχίας επί εκατοντάδων νησίδων ή βράχων που όλες οι προηγούμενες διεθνείς συνθήκες έχουν αφήσει ανεπίλυτο. Και όλοι, επίσης, γνωρίζουν ότι «διαπραγμάτευση» σε ένα Διεθνές Δικαστήριο μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε συνολικότερη διαπραγμάτευση, περιλαμβάνοντας θέματα που το ελληνικό κράτος θεωρεί αυτονόητα ή μονομερώς επιλυμένα…

Στην Κύπρο η εξέλιξη είναι ακόμα πιο «ευαίσθητη». Μετά το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν-Μοντανά, ενισχύθηκαν οι φωνές που υποστηρίζουν ως λύση την προοπτική του «βελούδινου διαζυγίου», την προοπτική των δυο κρατών, δηλ. της διχοτόμησης. 

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι μεταξύ των Τουρκοκυπρίων υπάρχει μεγαλύτερη αντίσταση: Ο Ακιντζί έχει συγκρουστεί με τη «μητέρα-πατρίδα» και στις εκλογές ανέβασε την υπεράσπιση της «κυπριακότητας». Αντίθετα στον ελληνοκυπριακό χώρο ανεβαίνει η ανεύθυνη στρατηγική του «βελούδινου διαζυγίου» ως πιθανά επιθυμητή «λύση». 

Ο Μητσοτάκης, όπως και ο Τσίπρας πριν από αυτόν, καλλιέργησαν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινής γνώμης την ψευδή πεποίθηση ότι ανεκδιήγητα μαξιμαλιστικές θέσεις (όπως οι διάφοροι «χάρτες» που πλημμύριζαν τα ΜΜΕ) αποτελούν μια αυτονόητη έκφραση ενός κάποιου δικαίου. Σήμερα, προσεγγίζοντας στην ώρα των αποφάσεων, θα έχουν να διαχειριστούν τη σημαντική απόσταση αυτών των προσδοκιών από την πραγματικότητα. Και αυτός ο παράγοντας μπορεί να προκαλέσει σημαντικές κρίσεις τόσο στο εσωτερικό της ΝΔ, όσο και στη σταθερότητα της κυβέρνησης (ο αντίστοιχος πονοκέφαλος του Τσίπρα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι, απλώς, μια προειδοποίηση). 

Το ζήτημα της υπεράσπισης της ειρήνης, το ζήτημα της άρνησης των εξοπλισμών και του μιλιταρισμού, το ζήτημα της απόρριψης της στρατηγικής του εξορυκτισμού στο πλευρό των υπερ-πολυεθνικών πετρελαίου, γίνονται απαραίτητα τμήματα του «προγράμματος» κάθε πραγματικά απελευθερωτικής κοινωνικής στρατηγικής. 

Οικονομία

Ο προϋπολογισμός που ο Μητσοτάκης καταθέτει προς προέγκριση στην Κομισιόν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανέκδοτο. 

Στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η ύφεση μέσα στο 2020 θα περιοριστεί στο 8,2% του ΑΕΠ, ενώ η ανάπτυξη που θα ακολουθήσει στο 2021 θα εκτιναχθεί στο 7,5%, οδηγώντας περίπου αυτόματα στην ανάκτηση ενός πολύ μεγάλου μέρους των απωλειών. Κανείς σοβαρός αναλυτής δεν συμμερίζεται αυτές τις εκτιμήσεις, που σημαίνουν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός θα έχει ισχυρότερες οικονομικές επιδόσεις ακόμα και σε σύγκριση με τη Γερμανία. 

Έχουμε συχνά υποστηρίξει ότι το σύνθημα του (φιλελεύθερου) Μητσοτάκη «λιγότεροι φόροι» είναι απατηλό. Σημαίνει μείωση της φορολογίας επί των κερδών των επιχειρήσεων, αλλά διατήρηση αμείωτης της φοροεπιδρομής σε βάρος των εργατικών και λαϊκών εισοδημάτων. Ο προϋπολογισμός δηλώνει ως στόχο την ετήσια αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους κατά 5 δισ. ευρώ, τη χρονιά που θα ισχύσει η μείωση της φορολόγησης των κερδών και των μερισμάτων, ενώ η «εισπραξιμότητα» του ΦΠΑ εξακολουθεί να βρίσκεται στο αρνητικό για ευρωπαϊκή οικονομία ρεκόρ του (περίπου) 30%. Ο καθένας καταλαβαίνει ότι αυτός ο στόχος σημαίνει πολιτική αύξησης των φόρων στους πολλούς για να στηριχτεί η μείωση των φόρων στους λίγους συν η αύξηση των φορολογικών εσόδων του κράτους. 

Ο προϋπολογισμός προβλέπει έναν «περιορισμό» στην αύξηση της ανεργίας μέσα στο 2020, κάνοντας λόγο για 16,5% αντί της αρχικής πρόβλεψης για 18,6%. Την ίδια στιγμή, όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά «κέντρα» εκτιμούν ότι η ανεργία στην Ελλάδα θα έχει εκτοξευτεί το 2021 πάνω από το 20%. Για τους «φιλελεύθερους» αυτό δε είναι κατ’ ανάγκη κακό: το σχέδιο Πισσαρίδη διατυμπανίζει ότι για να προωθηθούν «οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας» είναι επιθυμητός στόχος (!) το να διατηρηθεί ως μαζικός ένας «εφεδρικός στρατός ανέργων». Αυτή η κυνική γλώσσα αποδεικνύει ότι η αντιμετώπιση της ανεργίας είναι αποκλειστικά υπόθεση του εργατικού κινήματος και των λαϊκών κινητοποιήσεων. 

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι καπιταλιστές έχουν μπροστά τους μια περίοδο ανεμπόδιστης αισιοδοξίας. Κάθε άλλο. Θα εξακολουθούν να μαστίζονται από τα προβλήματα της κρίσης του δικού τους συστήματος. Το γνωρίζουν και γι’ αυτό απέχουν από κάθε σοβαρή αύξηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων. Οι ιδιωτικοποιήσεις των ναυπηγείων και η συμφωνία με την Microsoft για την ανάπτυξη στην Ελλάδα του μεγα-data center (που αποτελεί το δίδυμο συμπλήρωμα του ανάλογου στο Ισραήλ) είναι υποθέσεις περισσότερο δεμένες με τις γεωστρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή, παρά ενδείξεις μιας «εμπιστοσύνης» του διεθνούς παράγοντα στην οικονομική δυναμική του καπιταλισμού στην Ελλάδα. 

Θα εξακολουθούν, επίσης, να μαστίζονται από τον φόβο για τη μαζική απάντηση των «από κάτω». Γιατί, όπως θα έλεγαν και παλιότεροι κεϊνσιανοί, όποιος αποκλείει, για μια μακρά περίοδο, από κάθε συζήτηση τη μεταρρύθμιση, καλεί στην ημερήσια διάταξη την εξέγερση. 

Με αυτά τα ζητήματα θα έρχεται σταδιακά σε καθημερινή αντιπαράθεση η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το πολιτικό και δημοσκοπικό «παράδοξο» των ημερών, ότι παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Δεξιάς έχει φτάσει στα «στριμώγματα», έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει δυσκολίες και ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν μπορεί να τις αξιοποιήσει αλλά και να τις κεφαλαιοποιήσει πολιτικά, είναι εύκολα εξηγήσιμο. Δεν οφείλεται στη δύναμη του Μητσοτάκη, αλλά στην αδυναμία του Τσίπρα. Τα 4,5 χρόνια της μνημονιακής διακυβέρνησης δεν «παραγράφονται» εύκολα. Πολύ περισσότερο που ο Τσίπρας και η ηγετική ομάδα γύρω του, αναζητούν τη γιατρειά με μια στροφή σε ακόμα πιο απροκάλυπτη μετατόπιση σε συντηρητική κατεύθυνση: στον ανοιχτό σοσιαλφιλελευθερισμό και την «κεντροαριστερά». 

Για άλλη μια φορά στην Ελλάδα, είμαστε σε μια πολιτική περίοδο όπου η μόνη ουσιαστική αντιπολίτευση θα είναι η δράση του κόσμου από τα κάτω.  

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες