Η αντιπολίτευση; Είπατε αντιπολίτευση;

Φτάσαµε στο παρά 5 από τη στιγµή όπου, κατά το επιτελείο της ΝΔ, ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ θα παίξει το τελευταίο του χαρτί µε στόχο την ανασύνταξη του κόµµατός του και την ανάταξη των εκλογικών του προοπτικών.

Η υπάρχουσα κατάσταση των πραγµάτων είναι ένα χάπι που δεν µπορεί να χρυσωθεί. Στις δηµοσκοπήσεις η πρόθεση ψήφου για τη ΝΔ βρίσκεται (περίπου) στο 20%, ενώ ακόµα και µε την (αβέβαιη) αναγωγή επί των «αναποφάσιστων» ψηφοφόρων, φτάνει λίγο κάτω από το 25%. Δηλαδή, η ΝΔ όχι µόνο έχει χάσει τη δύναµη-κατώφλι για την αυτοδύναµη κυβερνησιµότητα (35%), αλλά βρίσκεται σήµερα κάτω από το όριο του εκλογικού νόµου (25%) για να πάρει ως πρώτο κόµµα το «µπόνους» των πρόσθετων εδρών.

Ασφαλώς ο Μητσοτάκης έχει µπροστά του πολιτικό χρόνο µέχρι το εκλογικό 2027. Όµως αυτό µπορεί να αποδειχθεί παρηγοριά στον άρρωστο, ή και χειρότερα, παράγοντας επιτάχυνσης της αµφισβήτησης της σηµερινής ηγετικής οµάδας της ΝΔ. Αν δεν φανεί σύντοµα κάποιο σαφές σηµάδι ανασύνταξης της εκλογικής επιρροής, τότε θα καταγράφεται ως µεγάλη πολιτική πιθανότητα µια σοβαρή κρίση κυβερνησιµότητας του ελληνικού καπιταλισµού, µε ηµεροµηνία αρχής το βράδυ των επόµενων εκλογών, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Μια τέτοια καταγραφή παράγει από µόνη της πολιτικά αποτελέσµατα. Η κυρίαρχη τάξη αποσυσπειρώνεται και αρχίζει την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Τα παραδείγµατα είναι ορατά ήδη: Ο Β. Μαρινάκης είναι µε το δάκτυλο στη σκανδάλη, ο Δ. Μελισσανίδης «τοποθετείται» στην «Εφ.Συν.», ενώ άλλοι µεγάλοι Όµιλοι επαναφέρουν στις συζητήσεις ζητήµατα όπως το ποια στελέχη της «επιχειρηµατικότητας» βρίσκονταν µέσα στις λίστες των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ (δια του Δηµητριάδη) και του Predator. Αυτή η διαδικασία ενισχύεται και µε την ολοκλήρωση (µέσα στο 2026) των επιχορηγήσεων επενδυτικών σχεδίων, µέσω του Ταµείου Ανάκαµψης. Γεγονός που, αφενός, δηµιουργεί πρόσθετα «στρατηγικά» ερωτήµατα για το οικονοµικό µέλλον, αλλά και, αφετέρου, αφαιρεί από τα χέρια της οµάδας Μητσοτάκη έναν πολύτιµο «µοχλό» µε τον οποίο µπορούσε να πιέζει για αλλαγές συσχετισµών µέσα στην κυρίαρχη τάξη.

Ταυτόχρονα, η καταγραφή της προοπτικής ενός πολιτικού αδιεξόδου ενισχύει την απειθαρχία και τον αποπροσανατολισµό µέσα στις γραµµές του κυβερνητικού κόµµατος. Οι κραυγές του Σαµαρά, οι αποκλίσεις του Κ. Καραµανλή, η διατήρηση στον φιλοκυβερνητικό Τύπο των σεναρίων «αλλαγής εν πλω» του πρωθυπουργού πριν τις επόµενες εκλογές, οι προδροµικές αναζητήσεις για ένα «τραµπικό» ρεύµα µέσα στην ελληνική Δεξιά κ.ά., είναι απλώς προειδοποιήσεις. Κανείς δεν πρέπει να παίρνει ως δεδοµένο το ότι «ο Μητσοτάκης θα αντέξει» ως το 2027. Αντίθετα τα σενάρια ανώµαλης προσγείωσης –είτε µε τη µορφή πρόωρων εκλογών ως επιλογή του Μητσοτάκη, είτε κατάρρευσης της κυβέρνησης, είτε εσωκοµµατικής αλλαγής ηγεσίας στη ΝΔ κλπ– παραµένουν και µάλλον ενισχύονται όσο η κυβέρνηση παραµένει ανίκανη για πολιτική αντεπίθεση.

Γιατί το διάστηµα µέχρι το 2027 θα είναι κάθε άλλο παρά οµαλό. Οι δηµοσκόποι υπογραµµίζουν τις συνέπειες που είχε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Και όλοι γνωρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα δώσει συνέχεια, ενώ όλοι κρατάνε την ανάσα τους για το τι θα συµβεί εάν (ή όταν…) ανοίξει το θέµα της διάθεσης των πόρων του Ταµείου Ανάκαµψης. Με δηµοσιογράφους, αλλά και Ευρωπαίους «αξιωµατούχους» να διαρρέουν τις µεγάλες αµφιβολίες τους για το αν ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του θα επιβιώσουν από ένα τέτοιο νέο κύµα αποκαλύψεων διαφθοράς.

Όµως οι κυβερνητικές δυσκολίες προκύπτουν, στην ουσία τους, από άλλα σοβαρότερα και βαθύτερα ζητήµατα, πέρα από τη δηµοσκοπική φθορά που προκαλούν τα σκάνδαλα και οι αποκαλύψεις για διαφθορά.

 Η κρίση στη Γαλλία προειδοποιεί ότι το «πάρτι» της τάχα γρήγορης ανάκαµψης µετά από τη διεθνή κρίση του 2008-15, έφτασε στο τέλος του. Στον πιο αδύναµο ελληνικό καπιταλισµό, αυτή η προειδοποίηση διασταυρώνεται µε άλλες εξίσου ανησυχητικές. Για παράδειγµα, το 2025 µοιάζει µε χρονιά καµπής για την τουριστική «φούσκα». Ο άπληστος υπερ-τουρισµός και η κλιµατική κρίση, που στη Μεσόγειο παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις, µπορεί να στρίψουν γρήγορα τις «τουριστικές ροές» προς άλλες κατευθύνσεις, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και ρηµάδια µεγαλόπνοων σχεδίων. Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβερνητική πολιτική χαρακτηρίζεται από το απόλυτο κενό εναλλακτικών ιδεών, πέρα από την άγρια λιτότητα και τη συνέχεια –στην ουσία– των µνηµονιακών πολιτικών. Η οργισµένη αντίδραση των εκατοντάδων πανεπιστηµιακών και ερευνητών που κατήγγειλαν τη ρεµούλα αλλά και την αδράνεια στον κρίσιµο τοµέα της έρευνας και της καινοτοµίας, είναι απόδειξη της απόστασης που χωρίζει τη «βιτρίνα» µε την πραγµατική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Όµως στην πραγµατικότητα η πολιτική φθορά του Μητσοτάκη οφείλεται κυρίως στην οργή των εργατικών και λαϊκών µαζών απέναντι στη διαρκή βάρβαρη λιτότητα.

Η στρατηγική του Μητσοτάκη, που εναποθέτει τα πάντα στους αυτοµατισµούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είχε µόνο εν µέρει αποτελέσµατα. Ο ελληνικός καπιταλισµός, µε τον τρέχοντα ρυθµό ανάπτυξης (2,3%), θα ανακτήσει τις απώλειες από την κρίση του 2008-15 (-26% του ΑΕΠ) µέχρι περίπου το 2029. Αντίθετα οι εργαζόµενοι και οι λαϊκές µάζες θα ανακτήσουν (;) τη µέση αγοραστική δύναµη που είχαν το 2008 σε… τριάντα χρόνια (!) και εάν στο µεταξύ δεν προκύψει νέο «κρισιακό επεισόδιο» και εφόσον τηρηθεί η υπόσχεση ότι η «ανάπτυξη» θα αρχίσει (κάποτε) να διαχέεται προς τα κάτω. Για την ώρα, όσοι ζούµε από τη δουλειά στην Ελλάδα, θα παραµείνουµε στην προτελευταία θέση των χωρών-µελών της ΕΕ, λίγο µπροστά από τη Βουλγαρία και πολύ πίσω από άλλες χώρες που δοκιµάστηκαν εξίσου άγρια από την κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Κύπρος…

Σε αυτό το πλαίσιο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης αποδοκιµάζει µε αγριότητα κάθε σκέψη για επαναφορά του 13ου και 14ου µισθού και σύνταξης που αφαιρέθηκαν, θυµίζουµε, ως «προσωρινά κι έκτακτα µέτρα λόγω του κινδύνου χρεοκοπίας της χώρας» κατά τη µνηµονιακή εποχή. Αλήθεια, γιατί; Δεν ισχύει ότι ο ελληνικός καπιταλισµός «βγήκε από τα µνηµόνια» το 2018; Δεν ισχύει το ότι οι τράπεζες, αφού «διασώθηκαν» µε δηµόσια κεφάλαια, έχουν επιστρέψει σε θηριώδεις κερδοφορίες και στη διανοµή παχυλών µερισµάτων στους µετόχους τους;

Η απάντηση είναι ότι η χιλιοτραγουδισµένη «δηµοσιονοµική σταθερότητα», η µοναδική «επιτυχία» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, έχει επιτευχθεί µε την άκαµπτη επιµονή στην υποβάθµιση των µισθών και των συντάξεων, τη φοροληστεία και τις διαρκείς περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Οι πόροι που συγκεντρώνει αυτή η απολύτως άδικη και άπληστη πολιτική, χρηµατοδοτούν τα «πλεονάσµατα» της δηµοσιονοµικής σταθερότητας, αλλά και τη δυνατότητα να χρηµατοδοτούνται τα µεγάλα εξοπλιστικά προγράµµατα των τελευταίων χρόνων και τα µεγαλύτερα που ακολουθούν.

Από αυτήν τη πολιτική ο Μητσοτάκης δεν προτίθεται να κάνει ούτε πόντο πίσω. Κραδαίνοντας ως µπαµπούλα τις εξελίξεις στη Γαλλία, διακηρύσσει ότι η «δηµοσιονοµική σταθερότητα» είναι αδιαπραγµάτευτο πλαίσιο πολιτικής.

Γι’ αυτό, παρόλο που είναι άγρια στριµωγµένος, θα πάει στη ΔΕΘ κρατώντας «µικρό καλάθι». Τα παπαγαλάκια ισχυρίζονται ότι θα «µοιράσει» 1,5 δισ. ευρώ. Μεγάλο τµήµατα θα αφορά τις επιχειρήσεις και τα ανώτερα µεσοστρώµατα. Για τους εργαζόµενους και τους φτωχούς αποµένουν ψίχουλα. Τα σχετικά µέτρα, που για την ώρα διαρρέουν, αφορούν κάποιες µικρές φοροελαφρύνσεις για τα ετήσια οικογενειακά εισοδήµατα ως τις 20.000 ευρώ, κάποιες φοροαπαλλαγές για τις οικογένειες µε παιδιά, και –ίσως– την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» του νόµου Κατρούγκαλου, που θα οδηγήσει σε «αυξήσεις» της τάξης κάποιων δεκάδων ευρώ προς ορισµένους συνταξιούχους.

Μπροστά στην κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόµενοι και οι φτωχοί, ανάλογα µέτρα δεν µπορούν να χαρακτηριστούν ούτε ως «ασπιρίνες». Γι’ αυτό δεν θα έχουν ουσιαστικά πολιτικά αποτελέσµατα, παρά την επικοινωνιακή καταιγίδα που θα τα συνοδεύσει.

Αυτή η προοπτική σηµαίνει ότι η κυβέρνηση θα παραµείνει αδύναµη και ασταθής, αλλά όχι ότι θα πάψει να είναι επικίνδυνη.

Ίσως το χειρότερο «χαρτί» του Μητσοτάκη είναι ότι, προσπαθώντας να µαζέψει τις από τα δεξιά διαρροές του, ανοίγει τις κυβερνητικές παρεµβάσεις στην κατεύθυνση του ρατσισµού και του εθνικισµού. Τα έργα και οι ηµέρες του Πλεύρη στο υπουργείο Μετανάστευσης είναι µια µεγάλη πρόκληση. Αλλά και το άνοιγµα της θεµατολογίας που αφορά τα ζητήµατα κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο (Πάρκα, επιχείρηση Καλώδιο, εξορύξεις κ.ά.) είναι ένας µεγάλος κίνδυνος. Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που µια κυβέρνηση σε αποδροµή προσπαθεί να διασωθεί πολιτικά µέσα από ανεύθυνους τυχοδιωκτισµούς.

Αντιπολίτευση;

Έχουµε κατ’ επανάληψη ισχυριστεί ότι το µεγαλύτερο «όπλο» του Μητσοτάκη ήταν η κρίση των κοµµάτων της αντιπολίτευσης. Αυτός ο παράγοντας παίρνει σήµερα διαστάσεις ενός σπάνιου αυτογκόλ: γιατί όσο η κυβέρνηση βυθίζεται στη φθορά και στην αναξιοπιστία, τόσο η αντιπολίτευση βυθίζεται οµοίως σε ανάλογα προβλήµατα, καταγράφοντας µια πρωτοφανή πολιτική ανικανότητα.

Για το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη, το πρόβληµα είναι γενικότερο, αφορά την ιστορική κρίση του ρεύµατος της σοσιαλδηµοκρατίας. Πληρώνοντας την ευθυγράµµισή τους µε το νεοφιλελευθερισµό, τα ευρωπαϊκά σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα έχουν πλέον γίνει ασθενείς καρικατούρες των κάποτε πανίσχυρων πολιτικών οργανισµών όπως το SPD στη Γερµανία, το Σοσιαλιστικό Κόµµα στη Γαλλία ή το Εργατικό Κόµµα στη Βρετανία. Σε όλα αυτά τα κόµµατα τέθηκε το ερώτηµα της «αριστερής στροφής» µπας και µπορέσουν να ανακάµψουν. Η απάντηση που δόθηκε ήταν ότι µια τέτοια στροφή είναι πλέον αδύνατο να προκύψει οµαλά από το εσωτερικό τους. Η αποχώρηση του Κόρµπιν από το Εργατικό Κόµµα στη Βρετανία κλείνει εµφατικά αυτή τη συζήτηση. Στο ΠΑΣΟΚ, η ηγεσία Ανδρουλάκη θεώρησε ότι µπορεί να απαντήσει σε αυτήν την πρόκληση κυρίως µε τη γραφειοκρατική «ενότητα» των ηγετικών στελεχών που κληρονόµησε από το παρελθόν, αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το λιβάνι κάθε πολιτική «τοµή» και κάθε δύσκολη επιλογή κοινωνικών αναφορών, µε στόχο την πολυσυλλεκτική εκλογική συσπείρωση. Το αποτέλεσµα είναι να βαδίζει προς µια κρίσιµη πολιτική αναµέτρηση µε τον Μητσοτάκη έχοντας ως επικεφαλής της επιτροπής προγράµµατος την Άννα Διαµαντοπούλου, µια προσωπικότητα ταυτισµένη µε τον σοσιαλφιλελευθερισµό, που θα µπορούσε σήµερα άνετα να κάθεται στην καρέκλα του Φλωρίδη. Με αυτές τις επιλογές το ΠΑΣΟΚ είναι αδύνατον να συνδεθεί αποτελεσµατικά µε την εργατική και λαϊκή οργή απέναντι σε πολιτικές που παραµένουν ισχυρές στο εσωτερικό του, ακόµα και στα κορυφαία κλιµάκια της ηγεσίας του. Η εκλογική «στασιµότητα» του Ανδρουλάκη, παρά τις ευκαιρίες που δηµιουργεί η ταυτόχρονη αποδυνάµωση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πρόβληµα πολιτικό και όχι «τακτικό» ή επικοινωνιακό και γι’ αυτό θα χαρακτηρίζει το ΠΑΣΟΚ σε διαρκή και µόνιµη βάση.

Στα θραύσµατα του ΣΥΡΙΖΑ η κρίση αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις. Είναι να απορεί κανείς σχετικά µε το ερώτηµα του τι, κυρίως, πληρώνουν όλοι οι πρωταγωνιστές της κάποτε «κυβερνώσας Αριστεράς» που σήµερα αντιµετωπίζουν περισσότερο το λεπίδι του 3%, παρά τις προκλήσεις των «µεγάλων ρόλων». Είναι ο «λογαριασµός» για την παταγώδη διάψευση των ελπίδων του 2015 και την προδοσία του Δηµοψηφίσµατος; Είναι τα «γραµµάτια» της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του 2019-23, που έφτασε στους Αντώναρους και τους Σπηλιωτόπουλους; Είναι οι µνήµες από την απολίτικη, γλυκανάλατη και δεξιόστροφη προεκλογική γραµµή του 2023 που συντρίφτηκε εύκολα από τον Μητσοτάκη; Η γνώµη µας είναι ότι πρόκειται για όλα αυτά µαζί και ταυτόχρονα, αλλά µέσα σε αυτά ξεχωρίζει καθοριστικά το ζήτηµα των ευθυνών για το 2015. Γι’ αυτό τα στελέχη της ΝΕΑΡ που δεν έχουν τολµήσει µια στοιχειωδώς ουσιαστικά και πειστική αυτοκριτική για την κυβερνητική περίοδο 2015-19 δεν έχουν καµιά πραγµατική πολιτική και εκλογική δυναµική. Γι’ αυτό, επίσης, το «άθροισµα» του ΣΥΡΙΖΑ Φάµελου µε τον κύκλο της ΝΕΑΡ Χαρίτση δεν έχει πολλαπλασιαστικές δυνατότητες και (αν επιχειρηθεί…) θα έχει να αναµετρηθεί µάλλον µε την εκλογική επιβίωση παρά µε τις επιδόσεις του παρελθόντος.

Μέσα σε αυτή τη διαλυτική σήψη, προσπαθεί να προβάλει ως Μεσσίας ο… Τσίπρας, που ετοιµάζει την επιστροφή του. Οι «ετοιµασίες» αφορούν µια εντυπωσιακή και ποιοτική συντηρητική µετατόπιση. Ο Τσίπρας σήµερα βρίσκεται δεξιά της κεντροαριστεράς, µε ένα µείγµα στόχευσης σε έναν κάποιο «δηµοκρατικό καπιταλισµό», µαζί µε τις τραµπικής έµπνευσης αναφορές σε µια «πατριωτική κυριαρχική» πολιτική, σε έναν συνδυασµό που τάχα συγκροτεί «Νέα Εθνική Πυξίδα».

Ο κόσµος µας σήµερα συνθλίβεται από τις συνέπειες της συµφωνίας του 2018 µε την Τρόικα, τις συµφωνίες που ονοµάστηκαν «έξοδος από τα µνηµόνια», ενώ µονιµοποίησαν τη µνηµονιακή λιτότητα µε προοπτικές ως το… 2060! Αρχιτέκτονας και σύµβολο αυτής της κατάπτυστης συµφωνίας υπήρξε ο Αλέξης Τσίπρας. Γι’ ατό είναι απολύτως αµφίβολη η προοπτική του να συγκροτήσει η «επιστροφή» Τσίπρα ένα κάποιο λαϊκό ρεύµα µε αξιοσηµείωτες διαστάσεις, παρόλο που συγκεκριµένοι ολιγάρχες του δίνουν µιντιακή «ορατότητα», παίζοντας τα δικά τους παιχνίδια εξουσίας µε τον Μητσοτάκη.

Σε αυτές τις συνθήκες η δηµοσκοπική επίδοση του ΚΚΕ, που παραµένει σε µονοψήφια ποσοστά πίσω από την Πλεύση Ελευθερίας, αποτελεί µια ξεκάθαρη πολιτική αποτυχία. Το ΚΚΕ πληρώνει την αποφυγή των πολιτικών ευθυνών, την άρνηση να πάρει σηµαντικές πολιτικές και κινηµατικές πρωτοβουλίες µε στόχο κάποιες εδώ και τώρα νίκες για τον κόσµο µας.

Γιατί αυτό είναι η άρνηση, ακόµα και η εχθρότητα, απέναντι σε κάθε ενωτική τακτική µέσα στο κίνηµα και στην Αριστερά, άρνηση και εχθρότητα που δεν πρέπει να σχετίζεται µε την αναγκαία πολιτική καθαρότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι το ότι το ΚΚΕ «κατόρθωσε» να δηµιουργήσει θέµα ακόµα και µέσα στις γραµµές του σχετικά µε τις κινητοποιήσεις για την Παλαιστίνη, όταν επέτρεψε σε οργανώσεις και στελέχη του να επιτεθούν σε µαζικές πρωτοβουλίες καταγγελίας του Κράτους του Ισραήλ, ταυτίζοντας (στο όνοµα κάποιας «καθαρότητας») τον αντισιωνισµό µε τον… αντισηµιτισµό.

Σε αυτό το περιβάλλον, στο χώρο της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πέφτουν βαριά καθήκοντα. Που η κάλυψή τους απέχει από τις µέχρι σήµερα επιδόσεις. Το διάστηµα µέχρι τις εκλογές θα είναι κρίσιµο, παρόλο που µια γραµµή ανασυγκρότησης δεν ταυτίζεται µε την εκλογική τακτική. Είναι φανερό ότι λείπει ένας «πόλος» ενωτικής και συνάµα ριζοσπαστικής πολιτικής πρακτικής. Που θα επιχειρεί να συγκεντρώνει δυνάµεις στη βάση ενός εύστοχου µεταβατικού προγράµµατος, που θα λογοδοτεί στις ανάγκες του κόσµου µας και θα οργανώνει κινηµατικές και πολιτικές πρωτοβουλίες µε στόχο συγκεκριµένες νίκες. Που, ταυτόχρονα, θα οργανώνει µια ανοιχτή πολιτική συζήτηση για τα χαρακτηριστικά και τη γραµµή της Αριστεράς που χρειαζόµαστε σήµερα, φροντίζοντας να αποκρούει το δίδυµο λάθος τόσο του σεχταρισµού όσο και του πολιτικού διαλυτισµού. Αυτά τα καθήκοντα θα πρέπει να επιχειρήσουµε να αντιµετωπίσουµε, µέσα σε µια συγκυρία µε σηµαντικούς πολιτικούς κινδύνους, αλλά και σηµαντικές πολιτικές ευκαιρίες ανασύνταξης.

Ετικέτες