Ζωγράφος και ποιητής, υπερρεαλιστής και αρχαιολάτρης, μαθητής του Παρθένη, του Κόντογλου και άλλων, ένας από τους εκπροσώπους της γενιάς του 1930, αυτά και πολλά άλλα ακόμη είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος.
Υπήρξε δε ο πρώτος εκπρόσωπος των εκφραστικών τάσεων της υπερρεαλιστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα, φέρνοντας μια επανάσταση στην τεχνική και τη μορφή. Τον Νοέμβριο του 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του Έκθεση ζωγραφικής, η οποία μαζί με την πρώτη του υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή, τον Ιούνιο του 1938, με τίτλο, «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», και τη δεύτερη τον Σεπτέμβριο του 1939, «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής», δημιούργησαν μεγάλες αντιδράσεις από το καλλιτεχνικό και μη κατεστημένο της εποχής.
Για τον Εγγονόπουλο και για την τέχνη του (εικαστική και ποιητική) έχουν γραφτεί πολλά, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη σκέψη και το έργο του. Ένα έργο που περιλαμβάνει σύνθεση παλαιών και νεότερων πραγμάτων, της ελληνικής παράδοσης με τον υπερρεαλισμό, την πραγματικότητα και την υπέρβαση της μέσω του ονειρικού στοιχείου, τον μύθο με την ιστορία, αλλά και βαθιά υπαρξιακά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται από την πάλη για την ελευθερία μέχρι την ψυχή και τον έρωτα.
Όλα αυτά έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τη μεγάλη αναδρομική Έκθεση, με τίτλο, «Νίκος Εγγονόπουλος – Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού» (9 Μαρτίου έως 16 Ιουνίου 2022, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ. Θεοχαράκη), με την παρουσίαση 148 έργων του, σε μια περίμετρο τριών ορόφων.
Προφανώς, η ορφική αναφορά στον τίτλο της Έκθεσης προέρχεται από το γεγονός ότι ο Εγγονόπουλιος είχε εμπνευστεί από τον μύθο του Ορφέα, όπως και από του Ερμή, και γι’ αυτό τους απεικόνισε σε πολλά έργα του. Εδώ να πούμε ότι τόσο ο Ορφέας όσο και ο Ερμής αποτέλεσαν βασικά πρόσωπα αναφοράς των υπερρεαλιστών. Τον μεν πρώτο «τον οραματίζονται σαν σύμβολο μιας νέας δυναμικής για τον λόγο και την τέχνη», δηλαδή τον πολιτισμό, ενώ τον δεύτερο ως τον προστάτη θεό του ύπνου και των ονείρων, που για τους υπερρεαλιστές είναι ο «πιο αυθεντικός δρόμος για την καλλιτεχνική δημιουργία», όπως λέει η Νίκη Λοϊζίδη (βλ., Ο υπερρεαλισμός στη νεοελληνική τέχνη. Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, Νεφέλη, Αθήνα 1984, σελ. 176).
Ο Εγγονόπουλος είχε πλήρη γνώση των συμβάντων του μύθου, όπως δείχνει το εικαστικό και ποιητικό του έργο (βλ. και το ποίημά του, «Ο Ορφεύς»), ενώ κατά πως φαίνεται «ταυτίζεται με τον Ορφέα στο όνειρο, στον ευσεβή πόθο και την άσβεστη επιθυμία», όπως επισημαίνει ο Τ. Μαυρωτάς.
Τι, άραγε, να θέλει να προσεγγίσει ο Εγγονόπουλος μέσα από τον μύθο του Ορφέα; Την ματαιωμένη αγάπη από την απώλεια του θανάτου; Την φθαρτότητα της ύπαρξης; Την μελαγχολία; Τα ανθρώπινα συναισθήματα του έρωτα και της μουσικής; Την βάσανο του έρωτα; Την ελευθεριότητα; Την έλλειψη ανοχής τρίτων στις επιλογές μας; Την υλοποίηση του οράματος από το επιθυμητό στο πραγματικό; Τον ορφικό βίο της απόσυρσης από την κοινωνική ζωή προς τον δικό μας εσωτερικό κόσμο; Όλα αυτά μαζί; Και, σάμπως, δεν μας έχει συμβεί, σε ορισμένες φάσεις της ζωής μας, να έχουμε κάποια από αυτά τα στοιχεία;
Ενδεχομένως, αυτά και πολλά άλλα ακόμη να μπορούμε να τα αναγνώσουμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο σύνολο του έργου του, το οποίο σημαντικό μέρος του περιλαμβάνεται στην εν λόγω Έκθεση: αγιογραφίες, πορτρέτα, σκίτσα, σπίτια (κλασσικά ή παραδοσιακά) με «έντονες μνήμες αρχιτεκτονικών και ιστορικών μνημείων που ανήκουν σε διάφορες ιστορικές εποχές» (Νίκη Λοϊζίδη, ό.π., σελ. 124), ποιητικές του συλλογές, κ.λπ. Το χρώμα που κυριαρχεί είναι το κόκκινο, το μπλε και το γαλάζιο, προφανώς επηρεασμένος από την θάλασσα, τον ουρανό και τον ήλιο της Ελλάδας, δίνοντας ένα δικό του ξεχωριστό ύφος έκφρασης, το οποίο σου μεταφέρει μια αίσθηση ανοιχτού χώρου (πόρτες, παράθυρα, κάμαρες, αυλές, ουρανός, θάλασσα), που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι και σε ανοιχτό ορίζοντα, ελεύθερος, μακριά από κλειστοφοβικές καταστάσεις και περιορισμούς.
Τα χρώματα που αξιοποιεί στο εικαστικό του έργο είναι έντονα, ζωντανά και καθαρά, μια τελειότητα γραμμών. Και, στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, μια «έκρηξη χρώματος δια χειρός Εγγονόπουλου συνιστά μια απόδραση», όπως εύστοχα επισημαίνει η Κατερίνα Περπενιώτη-Αγκαζίρ, στον Κατάλογο της Έκθεσης. Τα θέματά του είναι άχρονα, που έχουν ταυτόχρονα μια συνέχεια/α-συνέχεια, και που ίσως αυτό, τελικά, τα κάνει ανθεκτικά και διαχρονικά. Στα πρόσωπα έχει εξαλειφθεί κάθε φυσιογνωμικό στοιχείο, έχοντας αντί προσώπου μια απροσπέλαστη ωοειδή μορφή ή σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις κάποιο κεφάλι ζώου ή περικεφαλαία ή οτιδήποτε άλλο, τα οποία μας παραπέμπουν σε μια μυστηριακή αναζήτηση: Μνήμες; Χαμένη ταυτότητα; Χειραφέτηση; Αυτογνωσία; Απελευθέρωση; Ζωή; Θάνατο; Ιστορία; Ερωτική φαντασίωση; Ελπίδα; Θέληση;
Γι’ αυτό μπορεί και συνομιλεί με παλιές και νέες μορφές, με παλιές και νέες γενιές, νυν και αεί και εσαεί.
Τα έργα του θαρρείς πως έχουν γίνει με ένα τέλειο γεωμετρικό υπολογισμό με χάρακα, μοιρογνωμόνιο, τρίγωνο και διαβήτη, ενώ πολλά από αυτά, μου θύμισαν τεχνοτροπία της Φρίντα Κάλο. Βέβαια, σαφής είναι η επιρροή, όπως έχει ομολογήσει και ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, από τον Giorgio de Chirico, ο οποίος άσκησε βαθειά επιρροή στη διαμόρφωση του υπερρεαλιστικού κινήματος. Επίσης, τα έργα του αποτελούνται από ψιλόλιγνες φιγούρες, εκ των οποίων αρκετές είναι γυμνές, ενώ οι αναπαραστάσεις σε παραπέμπουν σε θεατρικό σκηνικό. Σε αυτά συνδυάζει επιρροές από την αρχαιότητα, την αισθητική του Βυζαντίου, την Επανάσταση του 1821, την Κατοχή, τον εμφύλιο και τον νεότερο ελληνισμό. Γι’ αυτό, μπορείς να δεις να συνυπάρχουν ταυτόχρονα περικεφαλαίες, φουστανέλες και ήρωες των νεότερων απελευθερωτικών αγώνων, με γυαλιά ηλίου και άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης ή ετερόκλητα σύμβολα, προκαλώντας μας αφενός με τον «κρυπτικό χαρακτήρα που θέτει ερωτήματα», δίνοντάς μας αφετέρου την αίσθηση ενός καυστικού, αλλά λυτρωτικού χιούμορ για την ίδια τη ζωή, τις ασυναρτησίες και τη «ζούρλια» της, όπως έλεγε ο ίδιος. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές, ανδρικές ευθυτενείς και ρωμαλέες, αλλά και γυναικείες θελκτικές και αισθησιακές, με έντονα ερωτικά στοιχεία. Όλες οι φιγούρες είναι καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, αποδίδοντας όμως τον ρόλο τους με τη γλώσσα του σώματος, όπως επισημαίνουν στον Κατάλογο, ο επιμελητής της Έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς και η Κατερίνα Περπενιώτη-Αγκαζίρ.
Οι υπερρεαλιστές, δημιουργώντας έναν άνθρωπο υβριδικό, με πολυδιάστατη μορφή, αμφιλεγόμενη, χωρίς σαφή χαρακτηριστικά, προκαλούσαν έτσι ένα μεγάλο φάσμα ερμηνειών (ταύτιση του ανθρώπου με τη φύση, ζωομορφισμός, τερατομορφισμός, κ.λπ.). Πιθανόν να υπονοούν το πνεύμα της εποχής, που χαρακτηρίζεται από σχιζοειδείς προσωπικότητες, οι οποίες βρίσκονται στα όρια μεταξύ αμφισβήτησης ή απορρόφησης, ρήξης ή ενσωμάτωσης, πεζότητας ή αποθέωσης του ονείρου. Είναι μια αντίδραση στον ασφυκτικό ορθολογισμό, στην τεχνοκρατική κοινωνία, στις υποκριτικές κοινωνικές συμβάσεις, στην αστική ευγένεια, και στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης.
Ο λόγος που ο Εγγονόπουλος έδωσε ελληνική χροιά, στο κατά τα άλλα υπερρεαλιστικό έργο του, είναι μάλλον επειδή αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πιο οικεία στον Έλληνα ακροατή, αλλά ως ένα βαθμό και στον ξένο, συν ότι και ο ίδιος ο ζωγράφος αισθανόταν πιο οικείος με το πνεύμα της ελληνικής παράδοσης. Καταφέρνοντας να παρωδήσει με ακραίο, πολλές φορές, τρόπο κάποια επεισόδια από την αρχαιότητα, πέτυχε να δώσει μερικές ευφάνταστες ερμηνείες των ελληνικών μύθων, καυτηριάζοντας έτσι μ’ αυτό τον τρόπο κάποια στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας και της κατεστημένης τάξης πραγμάτων.
Αυτή η ιδιαίτερα εκφραστική, ποιητική και εικαστική, τεχνοτροπία του, ήταν που προκάλεσε τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του έντονες αντιδράσεις. Κοροϊδεύτηκε με προσβλητικά σχόλια, περιγελάστηκε και κακολογήθηκε άδικα και ο μόνος που, τότε, τον υπερασπίστηκε ήταν ο επίσης υπερρεαλιστής φίλος του, Ανδρέας Εμπειρίκος. Τελικά, αναγνωρίστηκε η πρωτοτυπία του όλου έργου του, το οποίο απολαμβάνουμε εμείς σήμερα και μελετάμε.