Το νέο διάγγελμα του Πούτιν για την Ουκρανία δείχνει ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, φτάνει κυριολεκτικά στο κατώφλι του πυρηνικού τρελοκομείου. Η προειδοποίηση του Ρώσου προέδρου ότι «δεν μπλοφάρει» για τα πυρηνικά, δεν επιτρέπεται να υποτιμηθεί από κανέναν.
Με όρους καφενείου, ο Πούτιν παίζει τα ρέστα του, ελπίζοντας ότι οι Δυτικοί θα πάνε πάσο και θα ανεχθούν μια «κατοχύρωση κερδών» της Ρωσίας στην Ουκρανία (την προσάρτηση του Ντονμπάς, της Χερσώνας και της Ζαπορίζια), που θα επιτρέπει στον Πούτιν να δηλώσει «νικητής» και να αφήσει για τη συνέχεια την αναζήτηση μιας επιστροφής της Ρωσίας στην «ομαλότητα» των διεθνών σχέσεων, των σχέσεων στη στενή γειτονιά της, των σχέσεων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Γιατί σε όλα αυτά τα πεδία έχουν γίνει ολοφάνερες οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες της ρωσικής εισβολής του περασμένου Φλεβάρη στην Ουκρανία.
Με βάση το διάγγελμα, καλούνται στα όπλα 300.000 Ρώσοι πολίτες. Όπως διευκρίνισε ο Σοϊγκού, πρόκειται για όσους έφεδρους έχουν πρόσφατη στρατιωτική εμπειρία, δηλαδή μπορούν σχετικά γρήγορα να πάρουν θέση στο πεδίο των μαχών στο ουκρανικό έδαφος. Την επιστράτευση είχε προ εβδομάδας «προτείνει» το θλιβερό μόρφωμα που αυτοαποκαλείται ΚΚΡΟ (ένα κόμμα που συνδυάζει τη «νοσταλγία» για την ΕΣΣΔ, το μεγαλορωσικό εθνικισμό και τις άριστες σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία). Μπαίνοντας επισήμως σε –τουλάχιστον εν μέρει– πολεμική κατάσταση, το ρωσικό καθεστώς ενεργοποιεί τις διατάξεις του στρατιωτικού νόμου, που απειλεί με τις κατηγορίες περί «προδοσίας» όσους/ες εμπλακούν σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, σε ανυποταξία και λιποταξία, ή σε «παράδοση στον εχθρό». Οι άνθρωποι των κινημάτων κοινωνικής αντίστασης κάθε είδους θα ζήσουν στη Ρωσία πολύ δύσκολες στιγμές.
Αυτή η «κλιμάκωση» (όπως το διαβόητο escalation που έγινε εφιάλτης των Αμερικανών στρατοκρατών στο Βιετνάμ, αλλά και των Σοβιετικών ομολόγων τους αργότερα στο Αφγανιστάν) συνιστά μια ομολογία αποτυχίας της στρατηγικής που καθόρισε μέχρι σήμερα την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία.
Η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία τον περασμένο Φλεβάρη, δεν σχεδιάστηκε ως «ήπια» εισβολή. Αντίθετα, στηρίχθηκε στην επιλογή ενός «πολέμου πυροβολικού», ενός «πυραυλοκεντρικού» πολέμου, δηλαδή του κατεξοχήν πολέμου των ισχυρών απέναντι στους αδύναμους. Ο Πούτιν δεν έκανε «στρατιωτικό» σφάλμα (άλλωστε μη ξεχνάμε ότι σε ελάχιστες ημέρες τα ρωσικά τανκς έφτασαν στα πρόθυρα του Κιέβου…), αλλά ένα διπλό πολιτικό σφάλμα:
Αφενός, υποτίμησε την αποφασιστική διάθεση της μεγάλης πλειοψηφίας του ουκρανικού πληθυσμού να πολεμήσει προκειμένου να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της χώρας του απέναντι στη Ρωσία. Αυτός ο παράγοντας έδωσε στον ουκρανικό στρατό την επιλογή της άμυνας μέσα στις πόλεις (ενός πολέμου που προϋποθέτει τη συναίνεση και αντοχή του πληθυσμού) κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο. Ταυτόχρονα έστειλε στη ρωσική ηγεσία ένα στρατηγικής σημασίας μήνυμα: Ο ρωσικός έλεγχος πάνω στο σύνολο της Ουκρανίας δεν θα μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνο μέσω μιας μακράς στρατιωτικής κατοχής και όχι με την εύκολη μέθοδο της εγκατάστασης ενός καθεστώτος-μαριονέτας.
Αφετέρου, ο Πούτιν ολοφάνερα υποτίμησε τις προθέσεις και τις δυνατότητες του δυτικού ιμπεριαλισμού για σκληρές απαντήσεις. Το ΝΑΤΟ επανασυσπειρώθηκε πιο γρήγορα από κάθε πρόβλεψη και οι ροές δυτικών όπλων προς την Ουκρανία ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ο αρχικός συσχετισμός δύναμης, που αποδείκνυε ότι η Ουκρανία ήταν ανέτοιμη για να αντιμετωπίσει μια ρωσική εισβολή, μεταβλήθηκε με ταχύτητα: ο «πυραυλοκεντρικός» πόλεμος έγινε διμερής και το ρωσικό επιτελείο άρχισε να καταγράφει απώλειες. Οι οικονομικές κυρώσεις ήταν τμήμα των πολεμικών απαντήσεων. Είναι λάθος να μετρά κανείς τις συνέπειές τους με συγκυριακούς δείκτες που μπορούν τεχνητά να διατηρηθούν σε ανεκτά επίπεδα (όπως η εικόνα στο ρωσικό χρηματιστήριο ή η οι ισοτιμίες που κρατάει το ρούβλι). Η απειλή εξοβελισμού του ρωσικού καπιταλισμού από τις δραστηριότητες μέσα στο δυτικό τμήμα του δικτύου της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι μια σοβαρή πίεση. Η μακρά λίστα «αυτοκτονιών» Ρώσων ολιγαρχών, αναδεικνύει το πόσο βίαια λειτουργεί αυτή η απειλή μέσα στους κόλπους της ρώσικης κυρίαρχης τάξης.
Το μέγεθος της παρέμβασης του δυτικού ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, αποδεικνύει το διττό χαρακτήρα αυτού του πολέμου: Ο πόλεμος των Ουκρανών για την ανεξαρτησία τους απέναντι στη Ρωσία, αλληλοδιαπλέκεται με τον πόλεμο του δυτικού ιμπεριαλισμού με τη Ρωσία, με αντικείμενο τη διατήρηση του συσχετισμού δύναμης μέσα στα δίκτυα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί μέχρι σήμερα. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ και οι σύμμαχοί τους, συμμετέχουν στον «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» στο ουκρανικό έδαφος, όχι για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του ουκρανικού λαού, αλλά για να υπερασπίσουν τα προνομιακά συμφέροντα των δικών τους κυρίαρχων τάξεων (γι’ αυτό άλλωστε δεν διστάζουν να «τζογάρουν» την πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης μέσω της ενεργειακής κρίσης τον αναμενόμενο χειμώνα). Όποιος υποτιμήσει μια από τις πλευρές του χαρακτήρα αυτού του πολέμου, κινδυνεύει να οδηγηθεί σε σοβαρό πολιτικό λάθος: είτε στην εκφυλιστική ιδεολογικοπολιτικά υποτίμηση του ρώσικου ιμπεριαλισμού, είτε στην εγκληματική πολιτικά (ειδικότερα στις χώρες της Δύσης) αναγνώριση δικαιολογητικών στη Νατοϊκή πολεμική εμπλοκή.
Αυτή η εξέλιξη αποτυπώθηκε στο πεδίο των μαχών. Η ρωσική προπαγάνδα που παρουσίαζε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» να βαδίζει από επιτυχία σε θρίαμβο, δεν άντεξε μπροστά στις ειδήσεις της ουκρανικής αντεπίθεσης στο Χάρκοβο, τη διόγκωση των ένοπλων ενεργειών στα «μετόπισθεν» το Ντονμπάς και της Κριμαίας, στις απώλειες του ρωσικού στρατού που, κατά τον Σοϊγκού είναι 6.000 νεκροί στρατιώτες και αξιωματικοί (ήδη περίπου στο 50% των απωλειών της μακράς πολεμικής καταστροφής στο Αφγανιστάν). Όμως αυτή η πίεση δεν ήταν η μόνη αποφασιστική για τον Πούτιν.
Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και Τατζικιστάν-Κιργιστάν, έδειξαν ότι στη στενή γειτονιά της Ρωσίας, κυριολεκτικά στην «πίσω αυλή» της, οι τοπικές ηγεσίες αρχίζουν να διαισθάνονται αδυναμία της Ρωσίας να επιβάλει τάξη και πειθαρχία. Και η ρωσική κυρίαρχη τάξη έχει νωπή τη μνήμη για το διαλυτικό ρόλο που έπαιξε η αυτονόμηση των επαρχιών της 30 χρόνια πριν, επιταχύνοντας τότε την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Η πρόσφατη Σύνοδος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης στη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, υπήρξε μια όχι ιδιαιτέρως ευχάριστη στιγμή για τον Πούτιν. Μια ανάλυση του συρμού έλεγε ότι η ουκρανική κρίση οδηγεί σε μια σύσφιξη μπλοκ μεταξύ Ρωσίας, Κίνας, άλλων BRICS κ.ά. Η Σαμαρκάνδη έδειξε ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ο ίδιος ο Πούτιν υποχρεώθηκε, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της Συνόδου, να αναφερθεί στις «ανησυχίες» της Κίνας και της Ινδίας για τις οικονομικές συνέπειες της παράτασης του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο Κινέζος Πρόεδρος Ξι –που αρνήθηκε να μπει στο κάδρο της κοινής φωτογράφισης των ηγετών του Οργανισμού επικαλούμενος μέτρα ασφαλείας κατά του… Covid– δήλωσε στη συνέχεια ότι η Κίνα είναι έτοιμη «να εγγυηθεί, με κάθε μέσον, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του Καζακστάν», βάζοντας για πρώτη φορά ζήτημα «κινεζικής εγγύησης» σε περιοχής της πρώην ΕΣΣΔ. Αναδεικνύεται έτσι ότι το «αντι-δυτικό» μπλοκ δεν είναι απλώς ανομοιογενές, αλλά στο εσωτερικό του η άνοδος της οικονομικής δύναμης της Κίνας επιφυλάσσει πιθανές εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς στη ρωσική ηγεσία.
Όσοι παρακολουθούν τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία γνωρίζουν ότι το καθεστώς καθορίζεται από ένα «τελετουργικό» ιδιαίτερα άκαμπτο και αυστηρό. Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα κρούσματα παραβίασης αυτής της κανονικότητας. Η δολοφονία της κόρης του Ντούγκιν σε μια από τις πιο φυλασσόμενες περιοχές της Ρωσίας, η λίστα των δημοτικών συμβούλων που ζήτησαν επώνυμα την αντικατάσταση του Πούτιν, οι κραυγές των πολέμαρχων τύπου Καντίροφ αλλά και εθνικιστών διανοουμένων και δημοσιογράφων που ζήτησαν δημοσίως τα κεφάλια του Επιτελείου μετά την ουκρανική αντεπίθεση, και κυρίως το κύμα μαζικής φυγής των στρατεύσιμων μετά το διάγγελμα είναι κρούσματα αστάθειας, απολύτως ασυνήθιστα για τον τρόπο διακυβέρνησης του Πούτιν μέχρι σήμερα. Ο Ρώσος Πρόεδρος αναμφισβήτητα διατηρεί τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, όμως πυκνώνουν οι προειδοποιήσεις ότι η πολιτική μοίρα του (και πιθανώς η ζωή του) θα εξαρτηθούν από την παρουσίαση μιας νίκης στο ουκρανικό έδαφος.
Το σύνολο αυτών των πιέσεων οδήγησε στο δεύτερο διάγγελμα Πούτιν. Η ρωσική κυβέρνηση οργανώνει, χωρίς προσχήματα νομιμοφάνειας, «δημοψηφίσματα» προσχώρησης του Ντονμπάς, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας στη Ρωσία. Αφήνει να διαφανεί ότι αν αυτό το «κεκτημένο» γίνει αποδεκτό, τότε η Ρωσία θα ήταν έτοιμη να συζητήσει για τερματισμό του πολέμου. Δηλώνει όμως με έμφαση ότι, πλέον, κάθε ένοπλη προσβολή αυτών των περιοχών θα αντιμετωπιστεί ως πολεμική απειλή επί του «ρωσικού εδάφους». Που νομιμοποιεί την απόλυτη κλιμάκωση του πολέμου, ακόμα και τη χρήση των λεγόμενων «μικρών» πυρηνικών όπλων.
Η ουκρανική ηγεσία, τουλάχιστον για την ώρα, δηλώνει την πρόθεση να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι την επιστροφή των συνόρων στα προ του Φλεβάρη του ’22 όρια, αν και συχνά υπερθεματίζει βάζοντας ζήτημα «απελευθέρωσης της Κριμαίας». Κανείς δεν γνωρίζει πόσο αυτή η γραμμή είναι πραγματικός προσανατολισμός ή διαπραγματευτική τακτική, ή συνδυασμός και των δύο.
Η αμερικανική και Νατοϊκή ηγεσία, αν και επί της ουσίας δεν έχει ανοίξει ακόμα τα χαρτιά της, δείχνει με πολλούς τρόπους την πρόθεση για συνέχεια του πολέμου, με πλήρη αδιαφορία για τις τρομερές ουκρανικές απώλειες. Η πιθανότητα ενός τελικού συμβιβασμού με τον Πούτιν, εάν και εφόσον προκύψει, θα καθοριστεί από τα μεγάλα και γενικά γεωπολιτικά συμφέροντα και όχι από το αίμα των άμαχων και των στρατιωτών στην Ουκρανία.
Μέσα σε αυτό το σκοτεινό τοπίο, η χρήση ιδιαίτερα καταστρεπτικών όπλων, ακόμα και των πυρηνικών, γίνεται μια πιθανότητα που κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκλείσει.
Η παρέμβαση ενός διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος, ανεξάρτητου και από τα δυο συγκρουόμενα μπλοκ, γίνεται πιο επείγουσα από ποτέ. Και η παρέμβαση αυτή δεν μπορεί να καθορίζεται από νεφελώδεις γεωπολιτικούς ισχυρισμούς και υπολογισμούς του καθενός. Αντιπολεμική δράση τώρα, σημαίνει απαίτηση για άμεση ειρήνη, για να σιωπήσουν τα όπλα, τώρα! Σημαίνει πίεση πάνω στις κυβερνήσεις και στους διεθνείς «θεσμούς» να ευθυγραμμιστούν με αυτό το αίτημα και να σταματήσουν να παίζουν ζάρια με τον κίνδυνο μιας γενικευμένης πυρηνικής εμπλοκής. Και σε αυτή την συνθήκη, εάν και εφόσον επιτευχθεί, θα παραμένει το πολιτικό αίτημα για πλήρη αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Ουκρανία, για αναγνώριση του δικαιώματος των Ουκρανών να αποφασίσουν ανεμπόδιστα και ελεύθερα για το μέλλον τους.
Ζώντας σε μια χώρα του ΝΑΤΟ, έχουμε ειδικά καθήκοντα. Να συγκρουστούμε με τον Μητσοτάκη που στέλνει όπλα, που μεγεθύνει και αυγατίζει τις αμερικανονατοϊκές βάσεις, περιμένοντας ανταλλάγματα στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Να απαιτήσουμε το «καμιά εμπλοκή» στον πόλεμο στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με την αντίθεσή μας στους εδώ εξοπλισμούς, σε συνδυασμό με την απαίτηση να στραφούν όλοι οι διαθέσιμοι πόροι προς τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες. Να διαδηλώσουμε την αλληλεγγύη μας προς τους Ουκρανούς και Ουκρανίδες μαζί με την προσπάθεια αλληλεγγύης προς όλους τους πρόσφυγες, ανεξαρτήτως χρώματος-θρησκείας-χώρας καταγωγής. Να συνδέσουμε την πάλη ενάντια στην αντιδραστική και φιλοπόλεμη κυβέρνηση της Δεξιάς, με την πάλη για ρήξη με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, με το στρατόπεδο της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής δύναμης που έχει βασικές ευθύνες για τους κινδύνους που σήμερα ολοφάνερα αντιμετωπίζουμε.