Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει μια δύναμη αντινεοφιλελεύθερης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής, αλλά μπορεί, δυστυχώς, να γίνει και μια κυβέρνηση του ήπιου νεοφιλελευθερισμού. Tertium non datur, τρίτη λύση δεν υπάρχει.
Η ευτυχής πτώση της κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες κεφαλαίου και ευρωζώνης για το αντίθετο και τη σχετική «μαύρη προπαγανδιστική τρομοκρατία», και η πορεία προς τις εκλογές ανοίγουν μια ιστορικής ευκαιρίας δυνατότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ και όλη την ελληνική και διεθνή Αριστερά. Είναι ουσιαστικά η πρώτη φορά μετά την κατοχή, όπου δίνεται διεθνώς η δυνατότητα στην κομουνιστογενή Αριστερά να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα και την Ευρώπη –μόνη της ή έστω ως η κύρια δύναμη.
Επίσης, είναι η πρώτη φορά μετά τη διεθνή κρίση του 2008, όπου σε μια χώρα υπό διεθνή επιτήρηση θα αναλάβει την κυβερνητική εξουσία η Αριστερά. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτού του πειράματος θα έχει τεράστιες πολιτικές, ιδεολογικές, ηθικές και ψυχολογικές συνέπειες πάνω στον πολύμορφο χώρο που αυτοαποκαλείται Αριστερά, στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, και θα κρίνει και την άμεση επιτυχία ή αποτυχία στο ορατό παρόν αυτού που έχει προσδιορισθεί ως «πόλεμος θέσεων» ή ως «δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό» στην, κατ’ εμάς, πιο ρηκτική του εκδοχή ή ανάγνωση. Είτε θα ανοίξει η Αριστερά έναν δρόμο κρίσιμων ρήξεων με το κεφάλαιο (και όχι απλώς «ανθρωπιστικής» διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης) και ανοίγματος της σοσιαλιστικής μετάβασης –και έχει μεγάλη ηθική αξία να σταματήσουμε αυτό το περίφημο λεγόμενο ότι «τώρα δεν πάμε για τον σοσιαλισμό, αυτό ανήκει στο βαθύ μέλλον»– είτε η Αριστερά θα εξελιχθεί όχι σε μια κλασσική σοσιαλδημοκρατική δύναμη, αλλά σε μια σοσιαλφιλελεύθερη δύναμη διαχείρισης, όχημα των τυχόν τακτικών ταλαντεύσεων της ΕΚΤ και του αμερικάνικου παράγοντα, αλλά και «φιλική» προς τους Μέρκελ- Σόιμπλε- Γιουνκέρ και Σία.
Η μόνη πειστική εναλλακτική προς τον ήπιο νεοφιλελευθερισμό δεν είναι η επαναφορά του κλασικού ή ενός ηπιότερου κεϊνσιανισμού, αλλά η υπερτόνιση της επικαιρότητας της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του σοσιαλισμού-κομουνισμού ως τη μόνη στρατηγική διεξόδου απέναντι στη μακρά και δομική καπιταλιστική κρίση, πάντοτε μέσω ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος. Με αυτή την έννοια, συμφωνούμε με την τοποθέτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν μπορεί να γίνει σοσιαλδημοκρατία», η οποία συχνά εκφωνείται από την ηγετική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ. Με μια σοβαρή επιφύλαξη και συμπλήρωση: Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει μια δύναμη αντινεοφιλελεύθερης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής (οικοδομώντας το Μέτωπο της Αριστεράς, από τα κάτω και τα πάνω), αλλά μπορεί, δυστυχώς, να γίνει και μια κυβέρνηση του ήπιου νεοφιλελευθερισμού. Tertium non datur, τρίτη λύση δεν υπάρχει.
Το άμεσο πρόγραμμα
Αν τα πράγματα έχουν έτσι, αυτό που αποκτά μια επικαιρότητα και μια μεγάλη τακτική σημασία είναι το ζήτημα ενός άμεσου κυβερνητικού προγράμματος (των «εκατό πρώτων ημερών») με πλατιά εργατική, λαϊκή και κοινωνική στήριξη ενεργού κινηματικού χαρακτήρα. Αυτό το πρόγραμμα πρέπει να σημάνει μια τάση επιστροφής στον έντονα κινηματικό και ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2008-2012 και των πιο καλών έστω στιγμών της περιόδου 2012-2014, όπως λ.χ. η ΕΡΤ ή οι Σκουριές.
Το πρόγραμμα της ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου 2014 είναι ένα χρήσιμο όχημα, το οποίο ενισχύει σημαντικά την ακτινοβολία της επιρροής μας, αλλά δεν είναι επαρκές. Στα πλαίσια της ΔΕΘ, πέρα από τα απολύτως αναγκαία μέτρα για την επίλυση και αντιμετώπιση της οξείας ανθρωπιστικής κρίσης, η έμφαση πρέπει να δοθεί σε μέτρα που αλλάζουν σημαντικά τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων και εκφράζουν μια εν δυνάμει εργατική-μισθωτή ηγεμονία εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέτρα όπως τα 751 ευρώ, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, η επαναφορά του αφορολόγητου για τα λαϊκά στρώματα, η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης και η αύξηση του κατώτατου ορίου συντάξεων στα 700 ευρώ, η αύξηση των δαπανών για παιδεία-υγεία- δημόσιες επενδύσεις-δημιουργία θέσεων εργασίας είναι τέτοια μέτρα.
Όμως, η χρηματοδότηση αυτών των μέτρων δεν είναι ικανοποιητικά θεμελιωμένη, αν δεν ληφθούν –πέρα από τις πηγές της ΔΕΘ– και μέτρα που αποβλέπουν είτε στην προσωρινή παύση πληρωμών του χρέους, είτε στην αλλαγή φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής απέναντι στο κεφάλαιο, τους τραπεζίτες και εφοπλιστές και τους σημαντικούς ιδιοκτήτες περιουσίας.
Δεν είναι δυνατό ούτε και επιθυμητό οι πολιτικές μιας κυβέρνησης της Αριστεράς –η οποία δεν ταυτίζεται με μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας»– να ικανοποιούν όλες τις κοινωνικές πλευρές, λες και δεν υπήρξε ένας κοινωνικός πόλεμος επί πέντε χρόνια, λες και όλα όσα προηγήθηκαν αποτελούσαν απλώς μια λογική παρεξήγηση. Επίσης, χρειάζεται να διευκρινισθεί το τι σημαίνει η αναγκαστικά μονομερής και μη διαπραγματεύσιμη «κατάργηση των μνημονίων»: μια σειρά άμεσων νομοθετικών πρωτοβουλιών για τα κομβικά σημεία των εφαρμοστικών νόμων (μισθοί και συντάξεις, ανατροπή των αντιασφαλιστικών και αντεργατικών ρυθμίσεων, έλεγχος των τραπεζών, ανατροπή ιδιωτικοποιήσεων και άμεση κατάργηση του περιβαλλοντοκτόνου και δημοσιοκτόνου ΤΑΙΠΕΔ, ανατροπή και σταμάτημα των διαθεσιμοτήτων και απολύσεων στο Δημόσιο και τον δημόσιο τομέα, ενίσχυση των άνεργων και ανασφάλιστων πολιτών, αλλά και των μεταναστών, αποκατάσταση του δικαιώματος στη διαδήλωση και κατάργηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας, αντιμετώπιση του φασισμού και του ρατσισμού κ.α.).
Και στη συνέχεια, η μεσοπρόθεσμη και στοχευμένη κατάργηση όλων των σημαντικών μνημονιακών ρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται σε 400 περίπου νόμους και πολλές χιλιάδες υπουργικές αποφάσεις, διατάγματα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Επίσης, η συμμαχία των μισθωτών με τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα υπό εργατική ηγεμονία πρέπει να συνοδευθεί από μέτρα αντισταθμιστικά για τα στρώματα αυτά, όπως η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, η αύξηση του αφορολόγητου ορίου, η ικανοποιητική ρύθμιση των κόκκινων δανείων, που να εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση, και η αυξημένη τραπεζική ρευστότητα.
Το συνολικό πρόγραμμα
Επιπλέον, χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκτησε κυβερνητικό και πολιτικό πρόγραμμα μόνο μετά τη σημαντική ομιλία του προέδρου του στην ΔΕΘ του 2014, αλλά είχε και έχει ένα υπό διαμόρφωση πρόγραμμα ήδη από το ιδρυτικό του Συνέδριο, τον Ιούλιο του 2013.
Αυτό το πρόγραμμα τοποθετείται με σαφήνεια στο ζήτημα των αναγκαίων πολιτικών και οικονομικών εργαλείων για την κοινωνική αναδιανομή και την κοινωνικά προσανατολισμένη παραγωγική ανασυγκρότηση : δημόσιος έλεγχος και ιδιοκτησία στις τράπεζες, σταμάτημα και ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων στις δημόσιες επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα, λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για να απαντηθούν οι πιέσεις και εκβιασμοί εκ μέρους του κεφαλαίου, της τρόικας και των δανειστών. Αυτά δεν έπαψαν να ισχύουν ως πρόγραμμά μας μετά την ΔΕΘ, η οποία αποτελεί το μίνιμουμ και τον πολύ άμεσο πυρήνα, αλλά όχι το συνολικό εύρος του κυβερνητικού μας προγράμματος, ούτε καν του βραχυμεσοπρόθεσμου.
Επίσης, παραμένει βασικός στόχος και όχημα η διαγραφή του πολύ μεγάλου τμήματος του χρέους ως μη βιώσιμου και όχι απλώς τα ημίμετρα, όπως η επιμήκυνση, το «πάγωμα», η ρύθμιση επιτοκίων κλπ. Με τον βραχνά του χρέους και της αποπληρωμής του ή με τη λογική των «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, με την τήρηση των Υπερμνημονίων της Ε.Ε., η άσκηση κοινωνικής και φιλεργατικής πολιτικής καθίσταται απλώς αδύνατη.
Η απεύθυνση στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς μετά τις εκλογές, η μη αναζήτηση μνημονιακών ή αστικών κυβερνητικών συμμάχων και η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα αποτελούν τις απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις για να επιβιώσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Και για να ξεκινήσει μια διαδικασία ανατροπής και όχι απλώς «επιβράδυνσης» των πολύχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων εντός της κρίσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η νίκη μπορεί να είναι δική μας.