Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, αν όχι ο σημαντικότερος, για την ιστορική επιτυχία της «κυβέρνησης της Αριστεράς» είναι η ιδεολογική οπτική του κόσμου και ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας, της νεολαίας και των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν κάθε λόγο και ταξικό συμφέρον να στηρίξουν μια τέτοια προοπτική.
Δεν χωρά αμφιβολία πως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί, καθώς οι έρευνες της κοινής γνώμης είναι αμφίβολης αξιοπιστίας και κυρίως δεν ασχολούνται συχνά και στοχευμένα με αυτή τη διάσταση.
Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη πως ζούμε σε μια εποχή όπου διεθνώς οι ιδεολογικές βεβαιότητες και τα στρατηγικά «σημεία αναφοράς» έχουν δώσει τη θέση τους στη μαζική κλίμακα και ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους, στη σύγχυση και την αμηχανία. Σε μεγάλα κοινωνικά τμήματα δεν γίνεται η διάκριση στα πολιτικά κόμματα, στην κλίμακα «αριστερά–δεξιά», αλλά περισσότερο στην κλίμακα «μικρό, κόμμα διαμαρτυρίας – μεγάλο, κόμμα εξουσίας».
Έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ για πολλούς-ές «άλλαξε κατηγορία» και λογίζεται πλέον σε «κόμμα εξουσίας», στην ίδια κατηγορία με τα κόμματα που επίσης διεκδικούν την εξουσία και φυσικά την κατέχουν σήμερα. Μια τέτοια αντιμετώπιση συσκοτίζει τις ουσιαστικές και βαθιές διαφορές της Αριστεράς από τα κόμματα της αστικής διαχείρισης και τον ανατρεπτικό της πολιτικό στόχο και όραμα. Ταυτόχρονα αποδεικνύει πως οι κυρίαρχες ιδέες παραμένουν πάντα οι ιδέες της άρχουσας τάξης, καθώς ηγεμονεύει ο «ρεαλισμός» της αγοράς και των νόμων της.
Αυτή η οπτική για τα πράγματα είναι ασφαλώς αδιέξοδη και υπονομεύει τις προσπάθειες και τις δυνατότητες του κινήματος, καθώς συνοδεύεται από απόψεις πως η πορεία και το μέλλον του κόσμου είναι περίπου προδιαγεγραμμένη και εξαρτημένη από τη βούληση και το σχεδιασμό των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη.
Ωστόσο, παρά τη σημασία που έχουν αυτές οι διαπιστώσεις για τις αλλαγές που έχουν επέλθει για λόγους ιστορικούς στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, η ταξική, πολιτική και ιδεολογική πάλη δεν παύει, αλλά αντίθετα οξύνεται και αναδεικνύει τις ανάγκες για απαντήσεις, εναλλακτικές λύσεις και προοπτική, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα.
Η ανάγκη για ανατρεπτική δράση των υποτελών τάξεων αναζητά όραμα, στρατηγικό στόχο και ανατρεπτικές ιδέες. Ο σοσιαλιστικός στόχος μπορεί να έχει χάσει τη λάμψη του σαν αναφορά σε υπαρκτό υπόδειγμα, αναδεικνύεται όμως διαρκώς και αναζητά το σύγχρονο περιεχόμενό του μέσα από την ανάγκη υπέρβασης του σάπιου και βάρβαρου καπιταλισμού, που εμφανίζει απροκάλυπτα το πιο βάρβαρο, ταξικό του πρόσωπο ακριβώς μέσα στις συνθήκες της κρίσης.
Ο παράγοντας της οργανωμένης, πολιτικής Αριστεράς, ο ρόλος του μαζικού κόμματος είναι κρίσιμος σ’ αυτό το επίπεδο και η συμβολή του στην οξυμένη ταξική πάλη είναι καθοριστική. Στη βάση των υποχρεώσεων και των δυνατοτήτων του βρίσκεται το στοιχείο της κατανόησης της πραγματικότητας πάντα βέβαια από τη σκοπιά της βούλησης για την αλλαγή της.
Αντίθετα, η προσαρμογή στο μέσο όρο της ιδεολογικής σύγχυσης υπό την πίεση, ως απόλυτη προτεραιότητα, της άμεσης αύξησης της εκλογικής επιρροής μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή την ιστορική ευκαιρία της προοπτικής «κυβέρνησης της Αριστεράς».
Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από ενάμιση χρόνο εκτινάχθηκε από τη θέση ενός μικρού κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της αξιοπιστίας του παλιού δικομματικού συστήματος εναλλαγής και διαχείρισης της αστικής κυριαρχίας σε συνδυασμό με την τολμηρή και αποφασιστική υποψηφιότητα της Αριστεράς να δώσει εναλλακτική διέξοδο ανατροπής των μνημονίων, της λιτότητας και του σαπισμένου στα μάτια της κοινωνίας πολιτικού και οικονομικού «κατεστημένου» με το σύνθημα για «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Η δυναμική που αναπτύχθηκε, άνοιξε τη δυνατότητα για την οικοδόμηση της προοπτικής της ανατροπής. Ωστόσο μια τέτοια δυνατότητα χρειάζεται καλλιέργεια και πρώτα απ’ όλα στο επίπεδο του οράματος που σήμερα συμπυκνώνεται στο στόχο της ανατροπής των μνημονίων από την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Σήμερα εμφανίζεται μια εικόνα, μέσα από πολλές και διαφορετικές μετρήσεις της κοινής γνώμης, πως σημαντικό μέρος (έως και το 50%) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ (και ακόμη μεγαλύτερο στο γενικό ακροατήριο) τον επιλέγει, αν και δεν πιστεύει πως θα ανατρέψει το μνημόνιο. Αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να θεωρηθεί ως απρόσμενη έκπληξη, παρότι πρέπει να κατανοηθεί ως σημαντικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Οι όροι της ταξικής πάλης έχουν γίνει πολύ σκληροί, οι αγώνες δυσκολεύονται να κερδίσουν και οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες της Αριστεράς πολλαπλασιάζονται. Οι κεντρικές εκφωνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολιτικοί στόχοι και οι προγραμματικές αιχμές, που προβάλλει, περιέχουν μέσα τους, εξ αντικειμένου, στοιχεία ιδεολογίας και οράματος.
Εάν επικρατήσουν ηττοπαθείς αντιλήψεις πως «ο κόσμος δεν τραβάει», το κίνημα δεν μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά στην ανατροπή και οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε συμπεράσματα προσαρμογής στο δήθεν «ρεαλιστικό» επίπεδο, στρογγυλεύοντας τους στόχους, τότε θα λειτουργήσει ο ίδιος ως παράγοντας κατευνασμού της μόνης πραγματικής δύναμης που μπορεί ουσιαστικά να στηρίξει την ανατρεπτική προοπτική της «κυβέρνησης της Αριστεράς».
Σε μια αμφίρροπη στιγμή της μάχης διαρκώς νέοι αγώνες και αντιστάσεις έρχονται να πάρουν την θέση αυτών που κλείνουν και ταυτόχρονα τα συστημικά αδιέξοδα που αδιάκοπα τροφοδοτεί η, σε πλήρη εξέλιξη, διεθνής και ευρωπαϊκή κρίση δεν επιτρέπουν την επιστροφή στην «κανονικότητα» και τη δημιουργία διαταξικών συναινέσεων. Το κέντρο βάρους πρέπει να δοθεί κατά προτεραιότητα στο επίσης σημαντικό κοινωνικό τμήμα που καταγράφεται να επιμένει στην πεποίθηση πως το μνημόνιο μπορεί και πρέπει να ανατραπεί και αναγνωρίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που υπερασπίζεται τον κόσμο της εργασίας κόντρα στο μεγάλο ντόπιο και διεθνές κεφάλαιο.
Από τη στάση και την κίνηση αυτών των κομματιών, από την έκβαση των αγώνων που σήμερα διεξάγονται, από την παρέμβαση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ στην ταξική και ιδεολογική πάλη, θα κριθεί και η στάση ευρύτερων κοινωνικών τμημάτων που θα ακολουθήσουν τον ισχυρό και αποφασιστικό πόλο, αυτόν που προσφέρει την εναλλακτική λύση και προοπτική.
Τα καθήκοντα αυτά καθορίζουν τις επιλογές των πολιτικών στόχων που προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ και θα πρέπει να αναδεικνύουν παρά να αποκρύπτουν τα στοιχεία της ρήξης που απαιτείται. Καθορίζουν τις επιλογές οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και της συγκρότησης συλλογικοτήτων σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, την άμεση ανάγκη συγκρότησης Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης και Ανατροπής. Καθορίζουν το περιεχόμενο της κυβέρνησης της Αριστεράς σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη «κυβερνητική φόρμουλα».
Δείχνουν πως η «διαχωριστική γραμμή» μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς γενικότερα και των εναλλακτικών του προτάσεων από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και τη διαχειριστική λογική που υπακούει στους αστικούς «μονοδρόμους» εντός της κρίσης, πρέπει να τονιστεί και να βαθύνει ακόμη περισσότερο, ενισχύοντας και διευρύνοντας την κοινωνική πεποίθηση ότι οι ανατροπές και η σοσιαλιστική προοπτική είναι, εκτός από αναγκαία, και απολύτως εφικτή.