Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ. που διέθετε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 162 βουλευτών, μετασχηματίζεται σε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας που στερείται της δεδηλωμένης, μετά τα 32 «όχι» και τα 6 «παρών» στην ψηφοφορία για τα προαπαιτούμενα του 3ου Μνημονίου.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ. που διέθετε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 162 βουλευτών, μετασχηματίζεται σε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας που στερείται της δεδηλωμένης, μετά τα 32 «όχι» και τα 6 «παρών» στην ψηφοφορία για τα προαπαιτούμενα του 3ου Μνημονίου. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε από τα αστικά κόμματα του μνημονιακού τόξου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι) που αθροιστικά συγκέντρωσαν από κοινού με την κοινοβουλευτική μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. τους 230 βουλευτές. Κατά συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει πλέον την κοινοβουλευτικήπλειοψηφία και  ψηφίζει τους νόμους της μνημονιακής πολιτικής με τους φυσικούς υποστηρικτές της του αστικού μνημονιακού φάσματος. Πρόκειται πλέον για μνημονιακή μετάλλαξη της κοινοβουλευτικής παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που εξ αυτού του λόγου συμμαχεί πανηγυρικά με τις πολιτικές δυνάμεις της πενταετούς μνημονιακής κοινωνικής καταστροφής, προκειμένου να υπηρετηθεί η πολιτική του 3ουΜνημονίου. Σε τελική ανάλυση η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ των 149 βουλευτών, έχει διχαστεί σε μια πλειοψηφία των 110 περίπου βουλευτών (75%) που ακολουθούν την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, εγκαταλείποντας τις ριζοσπαστικές προγραμματικές κατευθύνσεις, ενώ ένα μέρος που απαρτίζεται από 38 περίπου βουλευτές (25%) αντιτίθεται στην πολιτική του 3ου Μνημονίου, και επικαλείται την εφαρμογή του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης».

          Καταναλώνεται έτσι ένας διχασμός και ένα ρήγμα στο σώμα του ΣΥΡΙΖΑ που μοιάζει αγεφύρωτο ανάμεσα στον «ΣΥΡΙΖΑ του μνημονιακού ναι», και στον «ΣΥΡΙΖΑ του αντιμνημονιακού όχι» : Όσες εκκλήσεις για ενότητα του όλου ΣΥΡΙΖΑ και αν κατατεθούν δεν μπορούν να αποκρύψουν αυτή την αγεφύρωτη διχοτομία. Από την μια πλευρά η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του 75%, η κυβέρνηση με τα υπουργεία, και το παντοδύναμο Μέγαρο Μαξίμου, μαζί με όλον τον αστικό κρατικό μηχανισμό, και ένα σημαντικό μέρος του κομματικού δυναμικού και του πολιτικού του περιγύρου (που ως επί το πλείστον έχει μικροαστικά κοινωνικά χαρακτηριστικά). Από την άλλη πλευρά το μειοψηφικό, ωστόσο σημαντικό, τμήμα της κοινοβουλευτικής ομάδας του 25%, και ένα τμήμα του κομματικού δυναμικού, περισσότερο ανοιχτού στη λαϊκότητα, στη λογική «να πληρώσουν οι πλούσιοι», συνεπέστερο στην λαϊκή ετυμηγορία του «όχι» του 62% του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, στην αναζήτηση ενός εναλλακτικού δρόμου έναντι των εκβιασμών και των μνημονίων της ευρωζώνης, στην αντιπαλότητα στη μνημονιακή πολιτική. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο μορφές – υποστάσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρκτό, βαθύ και αγεφύρωτο, γιατί στη μία περίπτωση ψηφίζεται και εφαρμόζεται η πολιτική του 3ου Μνημονίου που έχει υφεσιακά οικονομικά χαρακτηριστικά, κατακρεουργεί τους μισθούς και τις συντάξεις, και επιβαρύνει αφόρητα το φορολογικό βάρος κλπ., και στην άλλη περίπτωση καταγράφεται η κατηγορηματική αντιπαλότητα σ’ αυτή τη μνημονιακή πολιτική, που έρχεται να συμπληρώσει το τοπίο κοινωνικού ολέθρου που έχει προκαλέσει η προηγούμενη πενταετής άσκηση της πολιτικής του 1ου και του 2ου Μνημονίων.

          Το ζήτημα δεν έχει να κάνει με συναισθηματικούς δεσμούς, με κοινούς αγώνες του παρελθόντος, με προηγούμενες κοινές προγραμματικές εξαγγελίες, και όλο αυτό το φάσμα των παραμέτρων, που επηρεάζουν προφανώς τις ατομικές και συλλογικές πρακτικές, αλλά δεν επιλύουν το πρόβλημα. Μεταξύ του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» και του «ΣΥΡΙΖΑ του ναι» δεν μπορεί να αποκατασταθεί η ενότητα στο πολιτικό και κομματικό επίπεδο, αλλά απεναντίας το χάσμα αυτό θα βαθαίνει όσο θα προχωρά η εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, και θα γίνονται έκδηλες οι καταστρεπτικές του κοινωνικές συνέπειες, που θα ολοκληρώνουν την εξαθλίωση της λαϊκής πλειοψηφίας. Οι δυνάμεις του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» θα συντάσσονται με τις λαϊκές δυνάμεις που θα αντιπολιτεύονται δυναμικά τα μνημονιακά μέτρα της εκ των πραγμάτων διαμορφωμένης «συναινετικής εθνικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας», πράγμα που θα φέρνει αντιμέτωπο τον «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» με τον «ΣΥΡΙΖΑ του ναι», ο πρώτος στην θέση της λαϊκής αντιπολίτευσης και ο δεύτερος στην θέση της κυβερνητικής εξουσίας. Μ’ αυτά τα δεδομένα είναι δυνατόν οι δύο αυτές πολιτικές υποστάσεις του ΣΥΡΙΖΑ να μπορούν να χωρέσουν σε έναν ενιαίο κομματικό μηχανισμό; Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια προοπτική μόνον ως τραγέλαφος μπορεί να εκληφθεί και ως διαδικασία πολιτικής παραφθοράς, που θα ερίζει περί του «γένους των αγγέλων», δηλαδή περί της φύσεως του «εσώτερου είναι» του ενός και μοναδικού ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που η ίδια η αδυσώπητη πραγματικότητα έχει αναδείξει δύο αντιτιθέμενες μορφές του ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν του «όχι» και αυτήν του «ναι».

          Όσο πιο γρήγορα οι δυνάμεις του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» κατανοήσουν αυτή την καινούρια πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, με δεδομένο ότι οι δυνάμεις του «ΣΥΡΙΖΑ του ναι» έχουν δρομολογήσει την πορεία τους, αφού μπορούν να ασκούν την κυβερνητική εξουσία που έχουν στα χέρια τους, με την συνέργεια των αστικών μνημονιακών δυνάμεων, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι η από εδώ και πέρα παρέμβασή τους. Προφανώς και η πορεία τους δεν θα είναι εύκολη, γιατί πέραν της κοινής αντιμνημονιακής στάσης που αποτελεί και τον κύριο συνεκτικό ιστό του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι», έχουν ως αναφορά διαφορετικές ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αναφορές : το Αριστερό Ρεύμα με την «Κίνηση των 53», η ΔΕΑ με την ΚΟΕ κλπ. Εντούτοις η καινούρια πολιτική ενότητα του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» δεν μπορεί να αναζητηθεί παρά μέσα από αυτή την διαφορετικότητα. Θα αντιταχθεί το επιχείρημα ότι το ίδιο έγινε με τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ και είναι γνωστά τα σημερινά διχαστικά αποτελέσματα. Δεν είναι ακριβώς τα πράγματα έτσι. Στον προηγούμενο ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη απεμποληθεί η λογική της αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος του κεφαλαίου που είχε ωφεληθεί τα μέγιστα από την μνημονιακή πολιτική, επικρατούσε σταδιακά ένας μικροαστικός εκσυγχρονισμός που εναπέθετε την λύση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας στα χέρια της ευρωζώνης με τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα, το ζήτημα επικεντρώνονταν στην υλοποίηση ενός «ελάχιστου προγράμματος» (της Θεσσαλονίκης), περιθωριοποιώντας τις συνεδριακές προγραμματικές κατευθύνσεις, ο εκλογικισμός, ο κοινοβουλευτισμός και ο κυβερνητισμός έπαιρναν την θέση της αναγκαίας παρέμβασης στο λαϊκό εργατικό κίνημα κλπ. Οι δυνάμεις που συγκροτούν τον «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» έχουν συσσωρεύσει μεγαλύτερη πολιτική εμπειρία και ωριμότητα σ’ αυτή την πορεία του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, και μπορούν να έχουν την διαλεκτική επάρκεια ώστε να προχωρήσουν σε γόνιμες συνθέσεις.

          Το πεδίο απεύθυνσης, πολιτικής και συνδικαλιστικής, του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» δεν είναι άλλο από την λαϊκή δεξαμενή του «όχι» του 62% του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, το οποίο ο «ΣΥΡΙΖΑ του ναι» έχει αφήσει ορφανό, αφήνοντας τον λαϊκό κόσμο σε συνθήκες βαθύτατης απογοήτευσης και «παράκρουσης», εφόσον γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική των Μνημονίων είναι μοιραία για την χώρα, εφόσον και η αριστερή κυβέρνηση, τελικά μνημόνιο έφερε να ψηφίσει, και εφαρμοστικούς νόμους να επεξεργαστεί. Σ’ αυτό το επίπεδο ο «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» μπορεί να διαδραματίσει τον αποτελεσματικό του ρόλο, συναντώντας προφανώς σημαντικές  δυσχέρειες, στο  μέτρο που η λαϊκή ανάταξη του «όχι» συνοδεύτηκε από το μεταγενέστερο «ναι». Και είναι απορίας άξιον γιατί προκήρυξαν το δημοψήφισμα οι δυνάμεις που υστερογενώς προσχώρησαν στο «ναι» : Μήπως πραγματικά ευελπιστούσαν στην επικράτηση του «ναι», πράγμα που θα έκανε τη μετέπειτα δουλειά τους ευκολότερη; Σε κάθε περίπτωση αυτή η απεύθυνση του «ΣΥΡΙΖΑ του όχι» στην λαϊκή δεξαμενή του «όχι» είναι και ο μοναδικός τρόπος για να μπει φραγμός στην ενδεχόμενη αξιοποίηση ενός τμήματός του από την Χρυσή Αυγή. Κι’ εδώ ευτυχώς που ο νεοναζισμός εκπροσωπείται από μια εγκληματική οργάνωση που βάζει σχετικά όρια στην αύξηση της επιρροής του.

Ετικέτες