Η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από την πυρηνική συμφωνία του 2015 με το Ιράν και θα επαναφέρουν τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του, θα εντείνει τις γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή και απειλεί να πυροδοτήσει έναν πόλεμο στην ευρύτερη περιοχή και πιθανώς στον πλανήτη.
Στη συνέντευξη Τύπου, ο Τραμπ χαρακτήρισε την πυρηνική συμφωνία του 2015 «ελαττωματική στον πυρήνα της». Επικαλέστηκε ως στοιχεία τις πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που παρουσίασε το Ισραήλ στις 30 Απρίλη.
Παρουσιάζοντας τα σχετικά αρχεία, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου ισχυρίστηκε ότι αποδεικνύουν οριστικά πως το Ιράν συνέχισε να προωθεί ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων παρά την συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με την διακυβέρνηση Ομπάμα και άλλες 5 κυβερνήσεις το 2015.
Αλλά σύμφωνα με την αναφορά του Νοέμβρη του 2017 από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, που έχει το καθήκον να επιτηρεί τη συμμόρφωση του Ιράν με τη συμφωνία, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι το Ιράν την παραβίασε.
Στην πραγματικότητα, τα «στοιχεία» του Νετανιάχου αφορούσαν παλιότερες προσπάθειες του Ιράν και δεν περιείχαν κανένα σοβαρό ισχυρισμό ότι το Ιράν παράγει σήμερα πυρηνικά όπλα ή παραβιάζει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τη συμφωνία του 2015.
Στην πράξη, οι ΗΠΑ θα γίνει η μόνη χώρα που δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας του 2015, εξαιτίας την απόφασης του Τραμπ να επιβάλει ξανά οικονομικές κυρώσεις που έπληξαν πολύ σκληρά εκατομμύρια Ιρανούς. Ο στόχος της διακυβέρνησης Τραμπ δείχνει να είναι, σύμφωνα με κορυφαίο Ευρωπαίο διπλωμάτη, «να τσακίσει το καθεστώς» μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση του Τραμπ, ο Ιρανός Πρόεδρος Χασάν Ρουχάνι απάντησε ότι το Ιράν θα παραμείνει, προς το παρόν, εντός της συμφωνίας με τις άλλες χώρες που την υπέγραψαν. Όμως αν και άλλες χώρες εγκαταλείψουν τη συμφωνία, το Ιράν είναι έτοιμο να επανεκκινήσει τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Οι περισσότεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν αναστατωθεί από την απόφαση του Τραμπ. Ο Εμανουέλ Μακρόν έγραψε στο τουίτερ, «η Γαλλία, η Γερμανία και το Η.Β. λυπούνται για την αμερικανική απόφαση να εγκαταλείψει το Κοινό Ολοκληρωμένη Σχέδιο Δράσης. Δοκιμάζεται το καθεστώς μη-διάδοσης των πυρηνικών όπλων».
Ο Νετανιάχου, φυσικά, χειροκρότησε τον Τραμπ, αποκαλώντας την απόσυρση των ΗΠΑ «ιστορική κίνηση».
Μέσα στο Ιράν, οι σκληροπυρηνικοί επικριτές των προσπαθειών διαπραγμάτευσης θα αξιοποιήσουν την διάλυση της συμφωνίας από τον Τραμπ για να παρουσιάσουν τον Ρουχάνι ως αδύναμο και αφελή στη στάση του απέναντι στις ΗΠΑ –και θα τον κατηγορήσουν για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης που σίγουρα θα ακολουθήσει.
Η πυρηνική συμφωνία του 2015 ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο Ιράν και τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΑ –ΗΠΑ, Βρετανία, Κίνα, Γαλλία, Ρωσία- μαζί με τη Γερμανία.
Μετά από χρόνια συζητήσεων, το Ιράν συμφώνησε να μειώσει κατά 98% το απόθεμα εμπλουτισμένου ουρανίου και να διακόψει για 15 χρόνια την ανάπτυξη οπλικών υποδομών. Σε αντάλλαγμα, άρθηκαν οι περισσότερες από τις καταστροφικές οικονομικές κυρώσεις, επιτρέποντας στη χώρα να επανενταχθεί στην παγκόσμια οικονομίας, κυρίως εξάγοντας πετρέλαιο.
Η συμφωνία σηματοδοτούσε μια αποφασιστική στροφή της αμερικανικής στρατηγικής απέναντι στο Ιράν. Όπως περιέγραψε ο Άσλεϊ Σμιθ στο International Socialist Review, η επικυριαρχία των ΗΠΑ ως μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη άρχισε να κλονίζεται με το τέλος του νεοφιλελεύθερου μπουμ που κράτησε από τη δεκαετία του ’80 ως το 2008. Στην νέα «ασύμμετρη πολυπολική παγκόσμια τάξη», οι ΗΠΑ και ο παγκόσμιος ανταγωνιστής τους, η Κίνα, διαγκωνίζονταν για την επιρροή στην Ασία, ενώ περιφερειακοί αντίπαλοι όπως η Ρωσία και το Ιράν επιχειρούν να επεκτείνουν την επιρροή τους, ειδικά σε περιοχές όπου είχε χαλαρώσει ο έλεγχος της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Μια σειρά στρατιωτικών ηττών ανέτρεψε τις προσπάθειες των ΗΠΑ να εγκαθιδρύσουν την επιθυμητή γι’ αυτές τάξη στη Μέση Ανατολή, μια κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή –με δεδομένα τα τεράστια ενεργειακά της αποθέματα. Η διακυβέρνηση Μπους σκόπευε μετά από μια επιτυχημένη εισβολή στο Ιράκ να συνεχίσει με αλλαγές καθεστώτος σε Ιράν και Συρία. Όμως η ιρακινή αντίσταση στην αμερικανική κατοχή επέβαλε αλλαγή σχεδίων.
Έπειτα, το 2011, οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης αποσταθεροποίησαν μια σειρά από καθεστώτα σε όλη τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, δημιουργώντας ένα ακόμα αγκάθι στα σχέδια της Ουάσινγκτον.
Η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι υποστηρίζει τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, ενώ βοηθούσε το Μπαχρέιν να συντρίψει το κίνημα αντίστασης εκεί. Μια καταστροφική επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Λιβύη κατέληξε σε ντροπιαστικό αποτέλεσμα. Με εμβληματική τη στιγμή που ο Αμερικανός πρέσβης συρόταν από διαδηλωτές έξω από την πρεσβεία και δολοφονούταν.
Αυτή η εμπειρία απομάκρυνε τις ΗΠΑ ακόμα περισσότερο από την πολιτική της κυβέρνησης Μπους για αλλαγές καθεστώτων και τις ώθησε προς μια πολιτική σταθεροποίησης καθεστώτων.
Οι ΗΠΑ διαπραγματεύτηκαν την πυρηνική συμφωνία του 2015 από θέση σχετικής υποχώρησης της ιμπεριαλιστικής τους ισχύος και στο πλαίσιο των εξελίξεων που περιγράφηκαν στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Με την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν να μην βρίσκεται πλέον ως επιλογή «στο τραπέζι», μετά την καταστροφική εισβολή του Μπους στο Ιράκ, οι ΗΠΑ υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν από την εχθρική απομόνωση του Ιράν προς μια προσεκτική επαναπροσέγγιση μαζί του. Η διακυβέρνηση Ομπάμα βολεύτηκε με μια συμφωνία που στην ουσία διασφάλιζε ανεμπόδιστη πρόσβαση για να επιτηρούν τις ιρανικές εγκαταστάσεις –και παρείχε και την πρόφαση για προληπτικά χτυπήματα σε περίπτωση που εμφανιζόταν η παραμικρή υποψία μη-συμμόρφωσης, είτε επιβεβαιωμένη είτε όχι.
Εκείνη την περίοδο, η πυρηνική συμφωνία καταγγέλθηκε από γεράκια και δεξιούς ως συνθηκολόγηση. Αντίθετα, αρκετοί στην αντιπολεμικά Αριστερά, την χαιρέτισαν ως βήμα προς την ειρήνη. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία ήταν η διπλωματική έκφραση των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος ανάλογα τις ανάγκες της στιγμής, χρησιμοποιεί είτε διπλωματία είτε πόλεμο.
Αν και τα μέσα διαφέρουν, οι στόχοι παραμένουν οι ίδιοι. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ελέγξουν τη ροή του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, να καθησυχάσουν το σύμμαχο Ισραήλ, να περιορίσουν την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή και να προστατέψουν το πυρηνικό μονοπώλιο που κατέχουν οι ίδιες και οι σύμμαχοί τους.
Κατά την περασμένη δεκαετία, το Ιράν αναδύθηκε ως περιφερειακή δύναμη. Οι αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή άθελά τους ενίσχυσαν το Ιράν, καθώς έβγαλαν από τη μέση τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και αποδυνάμωσαν τους Ταλιμπάν και στο Αφγανιστάν, και οι δυο τους αντίπαλοι του Ιρανικού κράτους.
Η αιματηρή στρατιωτική επέμβαση του Ιράν στη Συρία, για να διασώσει το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, στερέωσε μια αμοιβαία επωφελής συμμαχία. Το Ιράν αποκτά όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα να ασκεί την επιρροή του σε όλο το λεγόμενο «σιιτικό τόξο» που περνά από τη Χεζμπολά στο Λίβανο, διαμέσου της Συρίας και του Ιράκ, ως το Ιράν και τους συμμάχους του σε Αφγανιστάν και Υεμένη.
Αντιδρώντας σε αυτές τις εξελίξεις, το Ισραήλ επιχείρησε να περιορίσει το Ιράν επεμβαίνοντας στον εν εξελίξει πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στη Συρία. Και η σύμμαχος των ΗΠΑ Σαουδική Αραβία, σε μια προσπάθεια να οικοδομήσει ένα μπλοκ σουνιτικών κρατών για να ανακόψει την ιρανική επιρροή, έχει αντίστοιχα εμπλακεί σε πολέμους δι’ αντιπροσώπων και πολιτικούς ελιγμούς –από τη Συρία ως το Λίβανο και την Υεμένη- για να περιορίσει το Ιράν.
Και το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία καλωσορίζουν την απομάκρυνση του Τραμπ από τη στρατηγική του Ομπάμα, που επεδίωκε να τερματίσει τις κυρώσεις στο Ιράν με αντάλλαγμα την αποδοχή εκ μέρους του Ιράν αυστηρών περιορισμών στο πυρηνικό του πρόγραμμα.
Εν τω μεταξύ, ακόμα κι ενώ «πληρεξούσιες» δυνάμεις των ΗΠΑ και του Ιράν βρίσκονται αντίπαλες στη Συρία, οι δύο δυνάμεις συχνά συνεργάζονταν στο Ιράκ για να περιορίσουν όσους θεωρούσαν κοινούς εχθρούς που απειλούν την κεντρική ιρακινή κυβέρνηση, η οποία είναι σύμμαχος του Ιράν.
Το σκίσιμο της συμφωνίας με το Ιράν μπορεί να λειτουργήσει ως τρόπος να σφιχταγκαλιαστούν ακόμα περισσότερο τα καθεστώτα του Τραμπ, του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου και του Σαουδάραβα Πρίγκηπα του Στέμματος, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.
Από την αρχή της προεδρίας του, ο Τραμπ υιοθέτησε έναν επιθετικό εθνικισμό του «Πρώτα η Αμερική» και μια πολεμοκαπηλεία. Γέμισε την κυβέρνησή του με οπαδούς του προστατευτισμού και με γεράκια που καλούν σε σύγκρουση με τη Β. Κορέα, το Ιράν και την Κίνα.
Ο νεοδιορισθείς Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, έχει υποστηρίξει δημόσια την ανάγκη για προληπτικά χτυπήματα και καθεστωτική αλλαγή στο Ιράν. Ο Μάικ Πομπέο, πρώην διευθυντής της CIA και νεοδιορισθείς υπουργός Εξωτερικών, έχει επίσης υποστηρίξει το σκίσιμο της πυρηνικής συμφωνίας.
Η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία την φέρνει σε αντιπαράθεση με τους ευρωπαίους συμμάχους της, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία. Η πυρηνική συμφωνία τεχνικά εξακολουθεί να ισχύει –όσο οι υπόλοιπες χώρες που την υπέγραψαν δεν επιβάλουν εκ νέου κυρώσεις.
Όμως, οι ευρωπαϊκές εταιρίες θα πρέπει να τερματίσουν την δραστηριότητά τους στο Ιράν μέσα σε 90 ή 180 μέρες, ή να ρισκάρουν να έρθουν αντιμέτωπες με τις αμερικανικές κυρώσεις, οι οποίες απαγορεύουν σε εταιρίες και διεθνείς τράπεζες που κάνουν δουλειές με το Ιράν να έχουν πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές και το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Οι ΗΠΑ πήραν την πρωτοβουλία και οι ευρωπαίοι σύμμαχοι ίσως πιεστούν να ακολουθήσουν.
Καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαπραγματευτούν μια πυρηνική συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τον αντίκτυπο που θα έχει η καταπάτηση μιας παρόμοιας συμφωνίας με το Ιράν εκ μέρους του Τραμπ.
Ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ-Ουν, ίσως αποφασίσει να πιέσει για περισσότερες παραχωρήσεις, εκτιμώντας ότι δεν έχει και πολλά να χάσει από τη στιγμή που οι ΗΠΑ ίσως αποφασίσουν έτσι ξαφνικά να υπαναχωρήσουν από την όποια συμφωνία σε καναδυό χρόνια.
Ενώ πρόσωπα στον στενό κύκλο του Τραμπ φαίνεται ότι ήδη ανησυχούν ότι η προθυμία του Τραμπ να κλείσει συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα μπορεί να οδηγήσει σε μια όχι-και-τόσο-ιδανική συμφωνία: ακριβώς αυτό που έλεγε ο Τραμπ για τη συμφωνία του Ομπάμα με το Ιράν.
Η στροφή του Τραμπ από την επιδίωξη σταθεροποίησης στη Μέση Ανατολή προς την ανοιχτή εχθρότητα με το Ιράν στρώνει το δρόμο για μεγαλύτερες συγκρούσεις και χάος στην περιοχή. Οι μεγάλοι νικητές σε αυτήν τη συγκυρία είναι οι αμερικάνοι πολεμοκάπηλοι, η συμμαχία Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας και οι υποστηρικτές της «σκληρής γραμμής» στο ίδιο το Ιράν.
Αυτοί που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα δεινά είναι ο ιρανικός λαός, που αντιμετωπίζει την επαναφορά των οικονομικών κυρώσεων που νωρίτερα είχαν ρημάξει την οικονομία και είχαν οδηγήσει σε ελλείψεις βασικών αναγκαίων αγαθών.
Αλλά όπως έδειξε κι ένα κύμα αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και εργατικών απεργιών στο Ιράν τον περασμένο Δεκέμβρη και Γενάρη, ο λαός του Ιράν δεν αποτελεί απλό παθητικό παρατηρητή των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων που συνταράσσουν την κοινωνία του.
Ο Τραμπ κατηγορεί το Ιράν ότι «παρεμβαίνει» σε όλη την περιοχή, αλλά είναι οι ΗΠΑ αυτές που έχουν στείλει στρατεύματα στην άλλη μεριά του πλανήτη για να πολεμήσουν σε μια σειρά από συγκρούσεις που περικυκλώνουν το Ιράν.
Η απόφαση του Τραμπ να απομακρύνει τα διπλωματικά εμπόδια για την κλιμάκωση του οικονομικού πολέμου –και την πιθανότητα να ακολουθήσει στρατιωτική σύγκρουση- είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη στην περιοχή και τον πλανήτη, όπως και μια καταφανής παραβίαση της κυριαρχίας του Ιράν.