ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΟΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ.

Από όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται ότι η σημερινή κατάστασηκοινωνικής εξαθλίωσης, παρατεταμένων μνημονιακών πολιτικών και καταστρεπτικών αποτελεσμάτων της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά από ένα ευρύ μέτωπο των αριστερών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων. Και όλοι έχουν συνείδηση ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ανάδειξη και ρηξικέλευθη αντιπολιτευτική δράση ενός ισχυρού ταξικού αγωνιστικού πόλου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αυτά πέρα από οποιαδήποτε διαδικασία εκλογικίστικων πρακτικών, μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2ο Συνέδριό του, και την μνημονιακή κυβερνητική του πορεία, δεν φαίνεται ούτε να καταρρέει, ούτε να οδηγείται σε οικουμενικές κυβερνητικές λύσεις, ούτε και να λειτουργεί κατά τρόπο πανικόβλητο. Ο πολιτικός σχηματισμός των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, που βασίστηκε για την  άνοδό του στα λαϊκά εργατικά στρώματα, και υπηρετεί άτεγκτα και απροσχημάτιστα τα συμφέροντα της αστικής ανάπτυξης και κυριαρχίας, φαίνεται ότι εδραιώνεται και σταθεροποιείται στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, εκτός και αν ένα ευρύ, αγωνιστικό λαϊκό κίνημα λειτουργήσει στην κατεύθυνση κλονισμού της κυριαρχίας του.

Μέγιστη άρα αναδεικνύεται η αναγκαιότητα διαμόρφωσης και παρέμβασης ενός ριζοσπαστικού εργατικού μετώπου, με αγωνιστικά ταξικά χαρακτηριστικά, και σαφή αναφορά στην εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής, στους ανέργους, στη μισθωτή εργασία των δημόσιων υπηρεσιών, τους συνταξιούχους της μισθωτής απασχόλησης και την άνεργη νεολαία. Πεδίο παρέμβασης όλων αυτών των πληττομένων κοινωνικών δυνάμεων τα εργατικά πρωτοβάθμια σωματεία, και οι αντίστοιχες δευτεροβάθμιες οργανώσεις, και σε καμία περίπτωση χώροι διαταξικής κοινωνικής οργάνωσης, μακριά από τα ταξικά λαϊκά συμφέροντα. Εργατικές συλλογικότητες όπως αυτές που λειτουργούν στην τοπική αυτοδιοίκηση, στις κατασκευές, στη βιομηχανία, στους εκπαιδευτικούς, στα νοσοκομεία, στο εμπόριο κλπ.

 

Χρειάζεται ευθύς εξ αρχής να τονίσει κανείς με σαφήνεια ότι το πεδίο συγκρότησης μιας τέτοιας κοινωνικής συμμαχίας, δεν συμβαδίζει με πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις σε τομείς που είτε διέπονται από σαφώς μικρομεσαία χαρακτηριστικά, είτε έχουν ως αναφορά τους διαταξικούς κοινωνικούς χώρους, χωρίς συνδικαλιστική υπόσταση. Στην μία περίπτωση πρόκειται για παρεμβάσεις σε συλλογικότητες εμπόρων, επαγγελματιών και βιοτεχνών, δηλαδή μεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, πολλά από τα οποία έχουν εργοδοτικά χαρακτηριστικά. Στην άλλη περίπτωση πρόκειται για επιστημονικές συλλογικότητες, που δεν έχουν χαρακτηριστικά συνδικαλιστικής οργάνωσης, με διαταξική φύση και συντεχνιακή φυσιογνωμία, όπως το ΤΕΕ κλπ., και όπου συμμετέχουν από κοινού οι μεγάλοι κατασκευαστές, οι εργολάβοι δημοσίων έργων, η κρατική γραφειοκρατία, οι μεσαίοι κατασκευαστές και γραφεία μελετών, και δευτερογενώς εργαζόμενοι και άνεργοι τεχνικοί, με την σαφέστατη ηγεμονία του τεχνικού κεφαλαίου.

Αν ξεκαθαρίσει ευθύς εξ αρχής κανείς αυτή τη διάσταση, και μείνει αποκλειστικά στις κοινωνικές δυνάμεις των «από κάτω», τότε μπορεί να διακρίνει την ύπαρξη και παρέμβαση τριών πόλων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος :

α) Αυτού της συνδικαλιστικής εργοδοτικής και κυβερνητικής γραφειοκρατίας, που μέσα από στρεβλές διαδικασίες εμφανίζονται να ελέγχουν την ΓΣΕΕ και κατώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, της οποίας ο ρόλος είναι σαφέστατα υπονομευτικός των εργατικών συμφερόντων και διεκδικήσεων.

β) Του πόλου του ταξικού συνδικαλισμού που έχει αναφορά στο ΠΑΜΕ, κινείται με όρους αυτοτέλειας, και διαθέτει παρουσία τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, και έχει προχωρήσει εδώ και μια δεκαπενταετία στον διαχωρισμό του από τον κεντρικό συνδικαλισμό της συναίνεσης και της υποταγής.

γ) Των σχημάτων που έχουν αναφορά σε δυνάμεις του ριζοσπαστικού κινήματος, που ωστόσο έχουν εξαιρετικά περιορισμένα χαρακτηριστικά, σχεδόν αποκλειστικά στο δημόσιο τομέα, όπως στην εκπαίδευση, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στο νοσηλευτικό σύστημα, ενώ η παρουσία τους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας είναι εξαιρετικά αναιμική.

Η ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Η κύρια διαχωριστική γραμμή είναι εκείνη ανάμεσα στις ταξικές εργατικές δυνάμεις (ΠΑΜΕ + ριζοσπαστικά σχήματα), και στην αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα της γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ και των αντίστοιχων δευτεροβάθμιων οργανώσεων. Και βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενωτική μετωπική διαδικασία είναι ο ριζικός διαχωρισμός με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό της υπονόμευσης και η τελεσίδικη υπέρβασή του. Για να πάρουμε ένα πρόσφατο ευρωπαϊκό παράδειγμα, οι εργατικές συνομοσπονδίες του γαλλικού εργατικού κινήματος, (Cgt, Force Ouvriere, Solidaires κλπ.) συγκρότησαν την Intersyndicale, η οποία και πήρε στους ώμους της το βάρος των απεργιακών κινητοποιήσεων απέναντι στο νόμο κατεδάφισης του Κώδικα Εργασίας. Η εργοδοτική σοσιαλιστική συνομοσπονδία CFDT, συντάχθηκε με την κυβέρνηση, και δεν πήρε μέρος στις κινητοποιήσεις : Οι υπόλοιπες εργατικές συνομοσπονδίες ούτε που ασχολήθηκαν μαζί της, και την άφησαν στο κοινωνικό περιθώριο.

Βέβαια το σύνολο των συνδικαλιστικών ρευμάτων του εργατικού κινήματος εμφανίζεται σήμερα εμφανώς εξασθενημένο, με αποτέλεσμα οι εργατικές εκπροσωπήσεις να είναι εξαιρετικά χαμηλές. Ο εργοδοτικός θεσμικός συνδικαλισμός, βασίζεται αποκλειστικά σχεδόν σε συνδικαλιστικές αντιπροσωπεύσεις των δημόσιων κυρίως επιχειρήσεων (πρώην και νυν ΔΕΚΟ), στο μέτρο που ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού τους τοποθετήθηκε σ’ αυτές με διαδικασίες κομματικής συναλλαγής και ρουσφετιών (π.χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΒΟ, Εγνατία κλπ.), πράγμα που δεν έχει να κάνει με καμία μορφή εργατικής ταξικής συνδικαλιστικής υπόστασης. Το ριζοσπαστικό εργατικό ρεύμα (ΜΕΤΑ + Συσπειρώσεις) δεν διαθέτει παρά απειροελάχιστες αναφορές στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία. Έτσι, η έντονη παρουσία του στη μέση εκπαίδευση, και σποραδικά στα νοσοκομεία ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, δεν είναι δυστυχώς παρά η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Έτσι, μόνον ουσιαστικά η παράταξη του ΠΑΜΕ φαίνεται να διαθέτει ένα γενικό δίκτυο εργατικών και συνταξιουχικών οργανώσεων, που παρόλη του την αποψίλωση, συνεχίζει να έχει μια υλική (και όχι πρωτίστως εκλογική) υπόσταση, και έναν ρόλο σχετικής αυτονομίας από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό.

Προφανώς οι αιτίες αυτής της γενικής υποχώρησης των ταξικών εργατικών ρευμάτων, έχουν να κάνουν με μια πολλαπλότητα παραγόντων, μεταξύ των οποίων : Η επίδραση της μαζικής ανεργίας που παραλύει το νευρικό σύστημα της ενεργού εργατικής τάξης και εξουδετερώνει τις κοινωνικές της συλλογικότητες, πράγμα που αποτελεί την εκδήλωση της στρατηγικής νίκης του κεφαλαίου επί της εργασίας στη μνημονιακή εποχή. – Το γεγονός ότι η πλειονότητα των λαϊκών τάξεων, και πρωταρχικά των εργαζομένων, επένδυσε πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως μικροαστικός πολιτικός σχηματισμός επέλεξε πλειοψηφικά  την υπόκλιση στην αστική πολιτική και άρα και στις ευρωπαϊκές υπαγορεύσεις, επιφέροντας μια μεταβατική τουλάχιστον κατάσταση αδρανοποίησης, αμηχανίας, μουδιάσματος των εργαζομένων στρωμάτων. – Η καταφανής αίσθηση της αναποτελεσματικότητας της συνδικαλιστικής δράσης, η οποία ενισχύεται από τα πολλαπλά πλήγματα που έχει δεχθεί το κοινωνικό σώμα από τις πολιτικές των συνεχών μνημονίων, γεγονός που καθιστά ισχυρότερη την τάση της εξατομίκευσης.

Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα, η ανάδειξη ενός ενωτικού ταξικού μετώπου, με υπαρκτή εξάπλωση στην πλειοψηφική ιδιωτική οικονομία, δυνατότητας αυτόνομης κινητοποίησης, και ουσιαστικό αντιπολιτευτικό αντιμνημονιακό ρόλο, αρθρώνεται γύρω από το τρίπτυχο :

Εγχείρημα επανασύνθεσης της εργατικής συλλογικότητας στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, γεγονός που έχει να υπερβεί εξαιρετικά σημαντικά εμπόδια.

Ενωτική διαδικασία μετωπικής συμπαράταξης ανάμεσα στις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΜΕ και στις εργατικές κινήσεις του ριζοσπαστικού ρεύματος του δημόσιου τομέα της οικονομίας.

Δρομολόγηση αυτοτελών μορφών κινητοποίησης εργαζομένων σε κλάδους, επιχειρήσεις, βιομηχανικές ζώνες, δημόσιες υπηρεσίες, με βάση τα ζητήματα αιχμής της συγκυρίας.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΙΑΣ ΕΝΩΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ

Α) Η επανασύνθεση του συλλογικού συνδικαλιστικού ιστού είναι προϋπόθεση για οποιαδήποε αποτελεσματική κοινωνική παρέμβαση της εργατικής τάξης, εφόσον η συνδικαλιστική πυκνότητα στη σημερινή περίοδο βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτεί οπωσδήποτε έναν αντίστοιχο ζωτικό προσανατολισμό των αριστερών δυνάμεων στους χώρους κοινωνικής παραγωγής, και ιδιαίτερα στην ιδιωτική οικονομία, μια και στις δημόσιες υπηρεσίες η μονιμότητα της απασχόλησης δημιουργεί ευχερέστατες συνθήκες ανάπτυξης της συνδικαλιστικής ενεργοποίησης. Αν περιμένει η οποιαδήποτε μορφή της Αριστεράς στις σημερινές συνθήκες να υπάρξει αυτοτελής «συνειδητοποίηση» και «αυθόρμητη» κίνηση των εργαζομένων τάξεων που να αναζητήσουν εκλογική έκφραση σ’ αυτήν, τότε είναι βαθειά νυχτωμένη. Αυτό απαιτεί ένα αριστερό και συνδικαλιστικό δίκτυο γενικής αναφοράς, που να δρα ως κινητήριος δύναμη και ως νευρικό σύστημα της κάθε φορά συγκρότησης της εργατικής υποκειμενικότητας.

Βέβαια σε κάθε περίπτωση αυτή η προσπάθεια θα συναντά το μείζον εμπόδιο της παράλυσης που επιφέρει η υπερμεγέθης ανεργία, η οποία δένει τα χέρια των ενεργών εργαζομένων. Ωστόσο, η κλαδική μορφή επανασύνθεσης των εργατικών σωματείων (με διεπαγγελματική οπωσδήποτε σύνθεση, με την συμμετοχή δηλαδή όλων των κατηγοριών του «συλλογικού εργάτη»), μπορεί να προωθηθεί πρωταρχικά, γιατί ενέχει λιγότερους κινδύνους, και στη συνέχεια και μόνον μπορεί να προωθηθεί η διαδικασία ανάδειξης των επιχειρησιακών συλλογικών οργανώσεων, των οποίων η θέση είναι δυσχερέστερη, ωστόσο όμως η παρέμβασή τους εντός της επιχείρησης είναι ζωτικότερης σημασίας.

Β) Βασική προϋπόθεση για την μετωπική ριζοσπαστική συμπαράταξη των αγωνιστικών ρευμάτων του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, είναι η έμπρακτη σύγκλιση, στο ίδιο το κινηματικό επίπεδο, των δυνάμεων του ΠΑΜΕ και εκείνων του ριζοσπαστικού εργατικού ρεύματος (ΜΕΤΑ + Συσπειρώσεις). Μια τέτοια ενωτική πορεία είναι σε θέση να αντιπροσωπεύσει έναν σχετικά ισχυρό συνδικαλιστικό πόλο, υπερβαίνοντας τον συνδικαλισμό της συναίνεσης της ΓΣΕΕ, ικανό και την συνδικαλιστική πυκνότητα να διευρύνει, και τις κινητοποιήσεις στη συγκυρία να προωθήσει με αυτοτέλεια, συνέχεια και συνέπεια. Τα τείχη διαχωρισμού που σήμερα ορθώνονται οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενο συνειδητής επιδίωξης καθαίρεσής τους. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν καταγραφεί μια υπέρβαση των «μικρόκοσμων» αυτών των παρατάξεων (πολύ μεγαλύτερου του ΠΑΜΕ και μικρότερου του ριζοσπαστικού εργατικού ρεύματος), και το κοινό ή παράλληλο άνοιγμά τους στο μεγάλο πέλαγος της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας και των συνταξιούχων, θα αναπαράγεται η σημερινή κατάσταση αποστασιοποίησης και αδρανοποίησης του μεγαλύτερου μέρους της εργατικής τάξης.

Δεν πρόκειται προφανώς για καμιά διαδικασία συγχώνευσης ή εκλογικών συνεργασιών, που συνήθως παίρνουν οι συνδικαλιστικές διαδικασίες στον δημόσιο τομέα. Απεναντίας πρόκειται για την αντικειμενική αγωνιστική σύγκλιση, με όρους σαφούς γείωσης στην υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα, σε στόχους αιχμής του εργατικού κινήματος στη συγκυρία. Προφανώς η προώθηση μιας τέτοιας αντικειμενικής και παράλληλης πορείας, εφόσον υλοποιείται, μπορεί να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργατικότητας, ανεβάζοντας παραπέρα το επίπεδο της μετωπικής ταξικής ενότητας. Εάν προχωρήσει μια τέτοια διαδικασία, και η μία ή η άλλη πλευρά δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να ανταποκριθεί, τότε είναι φανερό ότι οι ανθενωτικές δυνάμεις θα εκτίθενται, και ο εργατικός τους κόσμος θα οδηγείται στις τάξεις της ενωτικής πλευράς. Οποιοσδήποτε άλλος δρόμος οδηγεί είτε στην ισχυρή και αναποτελεσματική περιχαράκωση, είτε στη σύγκλιση με άλλες δυνάμεις του παραδοσιακού εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Γ) Στο μέτρο που πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις (πρωτογενής-πρωτοβάθμια συσσώρευση δυνάμεων, αντικειμενική αγωνιστική σύγκλιση), σ’ αυτό το βαθμό μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα αυτόνομων μορφών πανεργατικών απεργιακών δράσεων, που θα ωθούν τον συνδικαλισμό της υποταγής στα ιστορικά αζήτητα. Η εξάρτηση των όποιων μορφών πανελλαδικών κινητοποιήσεων από τις όποιες προθέσεις των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που είναι γνωστό ότι καμία έμπρακτη συμβολή δεν έχουν στο απεργιακό κίνημα, και το μετατρέπουν σε «κίνηση άσφαιρης διαμαρτυρίας», οδηγεί εκ των πραγμάτων στον ίδιο τον εκφυλισμό το ενωτικό ταξικό εγχείρημα. Η σηματοδότησή του δεν μπορεί παρά να είναι ριζικά ανεξάρτητη από την συνδικαλιστική αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία αυτών των τριτοβάθμιων οργανώσεων. Η «αναμονή» των κινήσεων αυτών των τριτοβάθμιων συνομοσπονδιών, η συνήθης καταγγελία τους, και η εξάντληση του αγωνιστικού εργατικού κινήματος σ’ αυτά, είναι ο εύσχημος τρόπος για να αποποιηθεί κανείς τις ευθύνες του από την αυτοτελή διεξαγωγή των ταξικών αντιπαραθέσεων.

Τα ζωτικά θέματα και διεκδικήσεις αιχμής στη συγκυρία είναι πολλά και σημαντικά, και μπορούν να συγκροτούν το κύριο «σώμα» της κοινής αυτόνομης αγωνιστικής εργατικής κίνησης : Αποκατάσταση και προσαύξηση του κατώτατου μισθού των 750 ευρώ. – Επαναφορά της λειτουργίας και των αμοιβών των συλλογικών συμβάσεων που έχουν καταργηθεί. -  Η απόκρουση των νέων μεταλλάξεων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. – Η εξασφάλιση του επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των ανέργων. – Η αποτροπή εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, που τις μειώνουν κατά ένα καινούριο ποσοστό περικοπής του 30% κλπ. Μόνον στο μέτρο που επιτυγχάνεται κινηματικά η προώθηση αυτών των άμεσων «στόχων πάλης» είναι δυνατό να διανοιχθούν κοινωνικοί και πολιτικοί δρόμοι που να φέρνουν στο επίκεντρο τις αναγκαίες αντικαπιταλιστικές τομές, και τους απαραίτητους σοσιαλιστικούς μετασχηματισμούς. Διαφορετικά θα πρόκειται για την εκφορά ενός «ιδεοληπτικού» λόγου, κυβερνητικών σχεδίων «επί χάρτου», χωρίς απήχηση και αποτελεσματικότητα, δίχως οργανική διασύνδεση με την πραγματική κίνηση των υποτελών τάξεων.

Ετικέτες